Οι σκοτεινές πτυχές της στυγερής δολοφονίας του 47χρονου ξενοδόχου από τον 39χρονο παραολυμπιονίκη, έχουν μπει στο μικροσκόπιο της δικαιοσύνης με την πρώην σύζυγος του θύματος να θεωρείται «πρόσωπο κλειδί» στην υπόθεση. Πίσω από τις σχέσεις της 40χρονης με τους δυο άνδρες, όπως εκτιμούν αρμόδιες πηγές, κρύβεται το μυστικό που οδήγησε στο αποτρόπαιο έγκλημα και για το λόγο αυτό εξετάζουν όλα τα στοιχεία που έχουν στη διάθεση τους αφήνοντας ανοιχτά όλα τα σενάρια. Της Μαρίας Ζαχαροπούλου Οι αρχές επιχειρούν να συνθέσουν τα κομμάτια του παζλ εστιάζοντας τόσο σε οικονομικές εκκρεμότητες που ενδεχομένως είχαν τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση πρόσωπα, όσο και στις επικοινωνίες που προηγήθηκαν του εγκλήματος. Γι’ αυτό και τα τηλέφωνα των πρωταγωνιστών της υπόθεσης εξετάζονται με προσοχή σε μια προσπάθεια να πέσει φως στις κρίσιμες ώρες που προηγήθηκαν του εγκλήματος. Μέσα από τα στοιχεία της δικογραφίας, πάντως, προκύπτει το χρονικό του εγκλήματος αλλά και το γεγονός ότι ο 39χρονος παραολυμπιονίκης είχε κλείσει τις κάμερες ασφαλείας στο πρακτορείο του, λίγο πριν τη μοιραία συνάντηση του με το θύμα. Το γεγονός αυτό ενισχύει, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το ενδεχόμενο να είχε προμελετήσει το έγκλημα και έρχεται να αντικρούσει τον ισχυρισμό του πως το μόνο που ήθελε, εκείνο το βράδυ, ήταν να εκφοβίσει τον 47χρονο ξενοδόχο. Σύμφωνα με την έκθεση εργαστηριακής εξέτασης που αποκαλύπτει το newsbeast.gr «την 23/3/2017 και ώρα 22.02 έλαβε χώρα απενεργοποίηση της συσκευής καταγραφής, με συνέπεια να μην υπάρχουν μεταγενέστερες εγγραφές». Οι τελευταίες εικόνες που κατέγραψαν οι τέσσερις κάμερες ασφαλείας είναι στις 22.01 και συμπεριλαμβάνονται στη σχετική εργαστηριακή έκθεση.
«Ελάτε γρήγορα, θα με σκοτώσει»
Έτσι, στη εικόνα… έπεσε μαύρο και οι περιγραφές που έχουν οι αρχές για το έγκλημα έρχονται από τα χείλη του κατηγορούμενου αθλητή. Ωστόσο, το ενδιαφέρον έχει στραφεί και στο τηλεφώνημα που έκανε το θύμα στην Άμεση Δράση στο οποίο, όντας τραυματισμένος, ζητούσε βοήθεια. Η υπαρχιφύλακας που υπηρετεί στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην κατάθεση της αναφέρει ότι δέχτηκε το επίμαχο τηλεφώνημα στις 22.51 και άκουσε έναν άνδρα να της λέει: «Βρίσκομαι στο τέρμα της οδού Μακρυγιάννη στο Μοσχάτο και με πυροβόλησε». Η υπαρχιφύλακας τον ρώτησε αν έχει τραυματιστεί και εκείνος απάντησε θετικά και της διευκρίνισε πως βρίσκεται μέσα σε πρακτορείο ΠΡΟΠΟ. «Ελάτε γρήγορα, θα με σκοτώσει, ελάτε γρήγορα», είπε η ανδρική φωνή στην άκρη της γραμμής, σύμφωνα με την κατάθεση της αστυνομικού, η οποία ρώτησε τον άνδρα το όνομα του και εκείνος της το είπε. «Ακουγόταν πολύ τρομαγμένος στο τηλέφωνο» αλλά δεν είπε ποιος τον πυροβόλησε, αναφέρει η αστυνομικός. Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στην οδό Μακρυγιάννη αντίκρισαν το πρακτορείο με κατεβασμένα ρολά. Όπως περιγράφει αστυνομικός στην κατάθεση του, τα φώτα ήταν κλειστά, εκτός από ένα στο βάθος του καταστήματος, πάνω από τον πάγκο που είναι το ταμείο. Κοιτάζοντας μέσα από τα κατεβασμένα ρολά των προθηκών, είδαν ότι ο χώρος ήταν ανάστατος, καθώς υπήρχαν αναποδογυρισμένα τραπέζια και καρέκλες «ενώ μπροστά στην είσοδο, περίπου στα δυο μέτρα, διακρίναμε ένα άτομο πεσμένο». Οι αστυνομικοί παραβίασαν τα ρολά και εισήλθαν στο πρακτορείο από την ξεκλείδωτη πόρτα και ταυτόχρονα ειδοποίησαν το ΕΚΑΒ. «Το άτομο ήταν πεσμένο ανάσκελα, μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ διέκρινα ότι είχε τραύματα από πυροβόλο όπλο στο κεφάλι, στην κοιλιά, στο θώρακα και στο δεξί του χέρι. Την ώρα που μπήκαμε μέσα το άτομο ακόμα ανέπνεε ενώ δεν είχε τις αισθήσεις του. Από τον έλεγχο που κάναμε στο χώρο βρήκαμε ένα πιστόλι στον πάγκο του καταστήματος, χρώματος ασημί, μικρού μεγέθους το οποίο έφερε γεμιστήρα και είχε ανοιχτό κλείστρο καθώς ήταν κενό φυσιγγίων. Επίσης, υπήρχε μια δεσμίδα χρημάτων δεμένη με λαστιχάκι, δίπλα από αυτήν ένα πορτοφόλι χρώματος μαύρο και ένα τσαντάκι ώμου, χρώματος μαύρου… Σε όλο το εσωτερικό του καταστήματος υπήρχαν κάλυκες και δυο φυσίγγια αχρησιμοποίητα», αναφέρει ο αστυνομικός στην κατάθεση του.
«Του ζήτησε να κόψει την όποια επαφή μαζί της καθώς δεν είχαν χωρίσει»
Αρχικά οι αστυνομικοί υπέθεσαν πως το θύμα είναι ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου αλλά οι γείτονες ήταν αυτοί που τους έδωσαν τα στοιχεία του παραολυμπιονίκη, με αποτέλεσμα να τον αναζητήσουν στο σπίτι του. Το μοιραίο βράδυ, σύμφωνα με κατάθεση άλλου αστυνομικού, η οποία περιλαμβάνεται στη δικογραφία, ο 39χρονος κατηγορούμενος είπε στους αστυνομικούς που έφτασαν στο σπίτι του πως ο Μ.Λ. πήγε στο πρακτορείο του για να συζητήσουν για ένα δικαστήριο. «Επίσης, μου είπε, ότι ο ίδιος είχε ή έχει σχέση με την γυναίκα του Μ.Λ. και πως το δικαστήριο έχει να κάνει με αυτό». Ο παραολυμπιονίκης στην πρώτη του επαφή του με τους αστυνομικούς ισχυρίστηκε πως το φονικό όπλο ήταν του θύματος. «Αφού τσακώθηκαν, λοιπόν, ο Μ.Λ. έβγαλε όπλο και τον απείλησε. Ο ίδιος προσπάθησε να του πάρει το όπλο και τότε αυτό εκπυρσοκρότησε», περιγράφει ο αστυνομικός, μεταφέροντας τα λόγια του δράστη. Ωστόσο, αυτό τον ισχυρισμό ο κατηγορούμενος παραολυμπιονίκης στη συνέχεια τον αναίρεσε, ομολογώντας πως το φονικό όπλο του ανήκε. Σύμφωνα με την κατάθεση του αστυνομικού, την ώρα που μετέφεραν τον 39χρονο στο Αστυνομικό Τμήμα, τους είπε πως η διαμάχη του με το θύμα είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα, όταν εκείνος έμαθε πως είχε σχέση με την πρώην γυναίκα του. «Αρχικά του ζήτησε να κόψει την όποια επαφή μαζί της, καθώς δεν είχαν χωρίσει. Επίσης, μας είπε, ότι με αφορμή αυτό είχε απειλήσει τη μητέρα του. Στη συνέχεια, του ζήτησε να παραστεί ως μάρτυρας όσο αφορά την επιμέλεια των παιδιών του, όπου και πάλι υπήρξε διαφωνία σχετικά με αυτά που του ζήτησε να πει στο δικαστήριο… Αρχικά είχε δεχτεί να παραστεί ως μάρτυρας γιατί, όπως μας είπε, ο ίδιος τον φοβόταν και ήθελε να τον έχει από κοντά».
«Ο γιος μου δεν ξαναβγήκε μαζί της»
Για απειλές κάνουν λόγο στις καταθέσεις τους τόσο η μητέρα του κατηγορούμενου, όσο και ο αδελφός του. «Δεν ξέρω πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο, δηλαδή στο κακό που συνέβη… Ο γιος μου δεν είναι κακό παιδί και είμαι σίγουρη πως, ότι και να συνέβη, δεν το ήθελε. Έχει περάσει πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια και μαζί του και εμείς. Όλοι μας ζούμε έναν Γολγοθά», αναφέρει η μητέρα του 39χρονου παραολυμπιονίκη. Η μητέρα του κατηγορούμενου αναφέρθηκε σε τηλεφώνημα που είχε δεχθεί από την πρώην σύζυγο του θύματος, τη Μεγάλη Δευτέρα του 2016: «Πήρε τηλέφωνο αναστατωμένη η πρώην σύζυγος του Μ.Λ. και με ρώτησε που βρίσκομαι εγώ και οι δυο γιοί μου. Μου είπε έντρομη ότι ο Μ.Λ. ήθελε να μας σκοτώσει. Δεν μου είπε κάτι παραπάνω και έκλεισε το τηλέφωνο». Στη συνέχεια, κατέθεσε, πως της είπε η γυναίκα ότι ο πρώην σύζυγος της ισχυρίστηκε πως είναι άρρωστος και όταν πήγε σπίτι του, την έδεσε με χειροπέδες και σκοινιά και απειλώντας την με ένα όπλο στον κρόταφο τη ρωτούσε τι είχε κάνει με το γιο μου. Εκείνη μου εξήγησε ότι, όντως, είχαν βγει με το γιο μου και ο πρώην σύζυγος της το έμαθε γιατί είχε βάλει στο σπίτι και στο αυτοκίνητο της κοριούς. Επίσης, μου είχε πει ότι την χτύπησε εκείνη την ημέρα και ότι για όλα αυτά είχε καταθέσει μήνυση… Εμείς, μετά από αυτό το περιστατικό, κλειστήκαμε κυριολεκτικά στο σπίτι. Αν και ο γιος μου δεν ξαναβγήκε μαζί της ζούσαμε, όλο αυτό το διάστημα, με το φόβο μην μας κάνει κάτι κακό ο Μ.Λ.». «Με τον αδελφό μου ο Μ.Λ. είχε προσωπικές διαφορές. Ξέρω ότι μια φορά είχε απειλήσει να κάνει κακό στον αδελφό μου και στη μητέρα μου γιατί ο αδελφός μου είχε κάποιες προσωπικές επαφές με την εν διαστάσει γυναίκα του. Ο αδελφός μου μετά από αυτό φοβήθηκε και πήγε στο Τμήμα να το καταγγείλει… Πιστεύω ότι ο Μ.Λ. δεν ήθελε ο αδελφός μου να έχει σχέσεις με αυτή τη γυναίκα, γιατί υποθέτω ότι ζήλευε για αυτό τον απείλησε», τονίζει στην κατάθεση του ο αδελφός του κατηγορούμενου.
«Προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για το σύνολο των πράξεων»
Μετά την απολογία του 39χρονου παραολυμπιονίκη, ανακριτής και εισαγγελέας του επέβαλαν κατ οίκον περιορισμό με «βραχιολάκι». Αυτό που βάρυνε στην απόφαση τους ήταν η κατάσταση της υγείας του παραολυμπιονίκη. Στην διάταξη επιβολής του περιοριστικού όρου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που έως τώρα έχουν συγκεντρωθεί αλλά και την απολογία του κατηγορούμενου «προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για το σύνολο των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται». Στην διάταξη γίνεται αναφορά στην αναπηρία του δράστη και υπογραμμίζεται: «ενόψει της εν γένει προσωπικότητας του κατηγορούμενου ο οποίος έχει εφ όρου ζωής αναπηρία, με ποσοστό που υπερβαίνει το 67% και ειδικότερα ανέρχεται σε ποσοστό 80% , παρεχομένης βάσιμα της προσδοκίας ότι αυτός δεν θα διαπράξει άλλα εγκλήματα, είναι κατά νόμο επιτρεπτή η επιβολή του περιοριστικού όρου του κατ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση. Για όλους τους παραπάνω λόγους και επειδή οι λοιποί προβλεπόμενοι στο νόμο περιοριστικοί όροι δεν είναι επαρκείς για να αποτρέψουν τον κίνδυνο τέλεσης νέων εγκλημάτων κρίνεται απαραίτητη η επιβολή στον κατηγορούμενο, κατόπιν και σχετικού αιτήματος του, του περιοριστικού όρου του κατ’ οίκον περιορισμού του με ηλεκτρονική επιτήρηση…».