Οι αστυνομικοί που έφτασαν το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 1982 σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι ήρθαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας άνδρας, ο οποίος όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν συνάδελφό τους, κείτονταν νεκρός μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η νεαρή γυναίκα του έκλαιγε με οδυρμούς και λίγα μέτρα μακριά, ο 4χρονος γιος τους παρακολουθούσε άφωνος.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Λίγο νωρίτερα, ο 28χρονος Χρήστος Κ. είχε δεχθεί επίθεση με μαχαίρι, την ώρα που έμπαινε στο σπίτι του, μαζί με τον 4χρονο γιο του. Ο άνδρας αιφνιδιάστηκε από τον άγνωστο, που ξεπρόβαλε μέσα από το σκοτεινό διαμέρισμα την ώρα που ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπροστά στα μάτια του παιδιού, ο άγνωστος άνδρας τον μαχαίρωσε στο λαιμό και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή.
Ο Χρήστος Κ., αν και εκπαιδευμένος αστυνομικός, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Άλλωστε, δεν οπλοφορούσε, καθώς βρισκόταν σε άδεια. Ο 28χρονος βαριά τραυματισμένος, μαζί με το παιδί του, κατέβηκε στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου, όπου χτύπησε το κουδούνι ενός γείτονα από τον οποίο ζήτησε βοήθεια. Κανείς, όμως, δεν κατάφερε να τον βοηθήσει, αφού ξεψύχησε λίγα λεπτά αργότερα.
«Είδα τον Χρήστο πνιγμένο στο αίμα. Χτυπούσε την πόρτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το λαιμό του, όπου είχε μια μεγάλη πληγή. Πίσω του, ο 4χρονος γιος είχε πάθει σοκ», θα έλεγε αργότερα ο γείτονας.
Τα κλειδιά και τα δακτυλικά αποτυπώματα
Η 22χρονη σύζυγος του, με την οποία είχαν επισκεφθεί εκείνο το βράδυ τους γονείς του, δεν τον είχε ακολουθήσει στο διαμέρισμα τους. Η Κάτια Κ., την ώρα που έφτασαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, είπε στο σύζυγο της ότι θέλει να ρίξει ένα ΠΡΟ-ΠΟ και να αγοράσει γάλα και τσιγάρα και απομακρύνθηκε. Όταν επέστρεψε το κακό είχε ήδη γίνει…
Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες μιλούσαν για «διάρρηξη» και «ληστεία», αφού από το σπίτι έλειπαν χρήματα και χρυσαφικά. Αυτό, όμως, που τράβηξε το ενδιαφέρον των αρχών, ήταν το γεγονός πως δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στην κλειδαριά του διαμερίσματος. Όλες οι έρευνες οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Το κατώφλι της αστυνομίας πέρασαν πολλοί ύποπτοι, γνωστοί για τη δράση τους στην περιοχή, αλλά κανένα στοιχείο δεν έριχνε φως στην υπόθεση της δολοφονίας, καθώς όλοι παρουσίαζαν άλλοθι.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα που εντοπίστηκαν στο ασανσέρ της πολυκατοικίας οδήγησαν στην προσαγωγή του 24χρονου ηλεκτρολόγου Γιάννη Σ.. Αρχικά, ο νεαρός αρνήθηκε την εμπλοκή του στην υπόθεση, αλλά στη συνέχεια έπεσε σε αντιφάσεις και υποχρεώθηκε να ομολογήσει πως ήταν εκείνος που σκότωσε τον 28χρονο αστυνομικό.
Μόνο που πίσω από το αποτρόπαιο έγκλημα κρυβόταν ένα συγκλονιστικό μυστικό, καθώς αποκαλύφθηκε πως ο νεαρός δεν ήταν ένας ληστής, αλλά ο εραστής της συζύγου του θύματος. Ο Γιάννης Σ. ισχυρίστηκε πως η 22χρονη Κάτια τού έδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος.
Όπως περιέγραψε, μπήκε στο σπίτι, και λίγο πριν στήσει καρτέρι στο θύμα του, πήρε χρήματα και κοσμήματα και δημιούργησε αναστάτωση, με σκοπό να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και να πιστέψουν πως επρόκειτο για ληστεία. Ο νεαρός, κλαίγοντας, είπε στους αστυνομικούς πως μαζί με την Κάτια είχαν καταστρώσει το σχέδιο της δολοφονίας, ώστε να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτά τους.
«Την αγαπώ, μην της κάνετε κακό», έλεγε και ξανάλεγε στους αστυνομικούς, υποστηρίζοντας πως είχε σκοπό να την παντρευτεί. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί 6 μήνες νωρίτερα, όταν εκείνος επιστρέφοντας από το στρατό, έψαχνε για δουλειά και, μέσω της μητέρας του, έφτασε στο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν η Κάτια. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγιναν ζευγάρι ζώντας έναν παθιασμένο έρωτα.
«Είναι κάθαρμα»
Η 22χρονη Κάτια, μιλώντας στους αστυνομικούς, αρνήθηκε κατηγορηματικά πως είχε οποιαδήποτε σχέση με την δολοφονία του άνδρα της, αν και παραδέχτηκε πως γνώριζε τον 24χρονο ηλεκτρολόγο τον οποίο χαρακτήρισε «κάθαρμα». Όσο για τα κλειδιά του σπιτιού, που είχε στην κατοχή του ο 24χρονος, η γυναίκα απάντησε: «Μου τα ζήτησε για πλάκα». Μια απάντηση που δεν στάθηκε ικανή να πείσει τις αρμόδιες αρχές, ότι δεν εμπλεκόταν στο έγκλημα. Η 22χρονη κατηγορήθηκε για ηθική αυτουργία στη δολοφονία του συζύγου της και οι ενέργειες της προκάλεσαν την οργή συγγενών και φίλων του θύματος. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που επιχείρησαν να λιντσάρουν το ζευγάρι.
Το φονικό έγινε πρωτοσέλιδο, με τις εφημερίδες να τους αποκαλούν «σατανικούς εραστές» και να… βαφτίζουν την 22χρονη «τίγρη του Παγκρατίου» και «μαινάδα».
Το Μάρτιο του 1984, η πρωτόδικη δίκη του ζευγαριού τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας. Μέσα σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα με συγγενείς, φίλους και συναδέλφους του αδικοχαμένου αστυνομικού, οι δυο κατηγορούμενοι έδωσαν τη δική τους εκδοχή για το έγκλημα. Ο 24χρονος, με δάκρυα στα μάτια, ισχυρίστηκε πως η Κάτια ήταν εκείνη που εμπνεύστηκε και σχεδίασε τη δολοφονία του άντρα της κι ότι ίδιος ήταν απλώς το εκτελεστικό όργανο αφού «την αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο».
Η 22χρονη Κάτια πάλι, επέμενε ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες στον συγκατηγορούμενό της. Μάλιστα, στην προσπάθεια της να πείσει τους δικαστές για την αθωότητα της, έθεσε το ερώτημα: «Ποια μητέρα θα έστελνε το παιδί της μάρτυρα στο φόνο του ίδιου του πατέρα του;» Όμως για το δικαστήριο αυτό δεν ήταν απόδειξη αθωότητας, αλλά της σκληρότητας του χαρακτήρα της.
Τα πνεύματα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήταν οξυμένα και οι κατηγορούμενοι πολλές φορές προπηλακίστηκαν και απειλήθηκαν με λιντσάρισμα. Την ίδια ώρα, φεμινιστικές οργανώσεις πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις κατηγορώντας τα ΜΜΕ και τη δικαιοσύνη για διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ζητώντας την αθώωση της 22χρονης γιατί, όπως έλεγαν, «δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι συνέργησε στο έγκλημα».
Τελικά, το δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, καταδίκασε το ζευγάρι σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό.
Δυο χρόνια αργότερα, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση επιβάλλοντας και πάλι ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Η Κάτια εξέδωσε μια ποιητική συλλογή με τους πιο τρυφερούς στίχους να τους αφιερώνει στο γιο της τον οποίο δεν άφησαν να ξαναδεί. «Η μητέρα που ολοσχερώς και ανεπανόρθωτα κατέστρεψε τον ψυχικό κόσμο του παιδιού της για να ικανοποιήσει το ερωτικό της πάθος, δεν έχει κανένα δικαίωμα να επικαλείται συναισθήματα στις σχέσεις της με το παιδί της», ανέφερε στην απόφαση του ο πρόεδρος Πρωτοδικών, απαντώντας στο σχετικό αίτημα.
Η αποφυλάκιση και των δυο ήρθε, μετά από 17 χρόνια στη φυλακή το 1999, λόγω καλής διαγωγής.
Μετά την αποφυλάκιση του ο Γιάννης Σ. σε συνέντευξη του σε απογευματινή εφημερίδα δήλωνε μετανιωμένος και προδομένος. «Όταν έχεις προδοθεί από κάποιον που έχεις αγαπήσει, δεν μπορείς να αισθανθείς μίσος, γιατί το μίσος έχει σχέση και με την αγάπη. Σιχαίνομαι ακόμα και να ακούω γι’ αυτή…», θα έλεγε.