Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου 1963 περαστικοί στην πλατεία Αγίου Νικολάου στη Νίκαια είδαν έναν άνδρα να κείτεται αιμόφυρτος μέσα σε μια λίμνη αίματος. Σοκαρισμένοι έσπευσαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο αλλά ήταν ήδη αργά. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον βοηθήσουν καθώς είχε δεχθεί πλήγμα από μαχαίρι στο λαιμό το οποίο στάθηκε μοιραίο.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Από την έρευνα προέκυψε ότι θύμα ήταν ο 36χρονος οδηγός Ε.Π. και δράστης ο 35χρονος καπνεργάτης Χ.Μ. ο οποίος μετά το φονικό τράπηκε σε φυγή. Οι αστυνομικοί εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό και κατάφεραν να συλλάβουν τον 35χρονο δράστη, το επόμενο πρωινό, έξω από το σπίτι του αδελφού του στη Νίκαια. Μαζί του και μια νεαρή γυναίκα με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια η 28χρονη κομμώτρια αποτέλεσε και την αφορμή για την στυγερή δολοφονία, καθώς ήταν η ξαδέλφη της συζύγου του θύματος και βρισκόταν υπό τη προστασία του.
Ο 35χρονος δράστης ήταν πατέρας ενός παιδιού και βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του. Ο άνδρας φερόταν να έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο, ενώ τέσσερις γυναίκες τον είχαν μηνύσει κατηγορώντας τον για σωματεμπορία και εκμετάλλευση. Η οικογένεια της 28χρονης διαφωνούσε με την σχέση του ζευγαριού και την πίεζαν να χωρίσουν.
Ο 36χρονος οδηγός, μάλιστα, είχε αναλάβει να μιλήσει με τον Χ.Μ. για να του ζητήσει να διακόψει με την νεαρή κομμώτρια. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του ο 35χρονος τον απέφευγε συστηματικά, ώσπου το μοιραίο βράδυ συναντήθηκαν στη Νίκαια. Ο Ε.Π. άρχισε να του εξηγεί στον 35χρονο καπνεργάτη τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να σταματήσει να βλέπει την ξαδέλφη της γυναίκας του. Τα αίματα άναψαν και ο 35χρονος χτύπησε με ένα μαχαίρι τον 36χρονο οδηγό και τον εγκατέλειψε βαριά τραυματισμένο, στη μέση του δρόμου.
Όπως περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες, ο 35χρονος καπνεργάτης έβρισε το θύμα του λίγο πριν του επιτεθεί και τον μαχαιρώσει στο λαιμό, με το μικρό μαχαίρι που έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του. Στη συνέχεια, ο δράστης ψύχραιμος σκούπισε το στιλέτο με το μαντήλι του, το έβαλε και πάλι στην τσέπη του και έφυγε σαν κύριος.
Ο 35χρονος καπνεργάτης, αμέσως μετά τη σύλληψη του, έδωσε την δική του εκδοχή για τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα το μοιραίο βράδυ. Όπως είπε το θύμα, το οποίο εμφανιζόταν προστάτης της νεαρής γυναίκας, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, τον διέσυρε συνεχώς στην οικογένειά της δημιουργώντας στο ζευγάρι προβλήματα.
Μάλιστα, η κατάσταση είχε φτάσει στα άκρα καθώς, όπως είπε, είχαν διώξει τη γυναίκα από το πατρικό της, σε μια προσπάθεια να την πιέσουν να τον εγκαταλείψει, αφού δεν έδιναν την συγκατάθεση τους για να παντρευτούν. Αναφερόμενος δε στο μοιραίο βράδυ ο 35χρονος ισχυρίστηκε πως όταν συνάντησε το θύμα του, του ζήτησε εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του αλλά εκείνος τον έσπρωξε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε, όπως ισχυρίστηκε, έβγαλε το στιλέτο και τον χτύπησε αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε πρόθεση να τον σκοτώσει.
Η 28χρονη γυναίκα στάθηκε στο πλευρό του επιμένοντας πως, παρά τα όσα λέγονταν για εκείνον, η ίδια τον αγαπούσε. Μάλιστα, μετά το στυγερό έγκλημα πέρασε τη νύχτα μαζί του σε ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας. «Την περίοδο του αρραβώνα μας ήταν αξιοπρεπής, ευγενής και γενναιόδωρος», είπε η γυναίκα στους αστυνομικούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1963 ο 35χρονος καπνεργάτης κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Πειραιά, με τα φώτα της δημοσιότητας να στρέφονται επάνω του και τις εφημερίδες της εποχής να τον βαφτίζουν «σφαγέα της Νίκαιας». Μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη δικαστική αίθουσα, αναβίωσε η δολοφονία του 36χρονου σοφέρ με τον κατηγορούμενο να παρακολουθεί ψύχραιμος τους μάρτυρες να μιλούν για το σκοτεινό παρελθόν του.
Όταν κλήθηκε από το δικαστήριο να απολογηθεί ο κατηγορούμενος επέμεινε πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον 36χρονο και ισχυρίστηκε ότι σκοπός του ήταν να χαράξει με το στιλέτο το πρόσωπο του θύματος, ώστε να φοβηθεί και να σταματήσει να φέρνει εμπόδια στη σχέση του με την 28χρονη γυναίκα.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ήταν καταπέλτης και εισηγήθηκε την ενοχή του κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία από πρόθεση, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Το δικαστήριο υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση καταδίκασε τον 35χρονο σε ισόβια κάθειρξη για την στυγερή δολοφονία του 36χρονου οδηγού, ενώ επιδίκασε και το ποσό 15.000 δρχ. ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος.
Ο κατηγορούμενος άκουσε την δικαστική απόφαση ατάραχος, όπως παρακολούθησε και τη διήμερη ακροαματική διαδικασία. Οι ένορκοι και οι δικαστές, αμέσως μετά την απόφαση, καταχειροκροτήθηκαν από το συγκεντρωμένο πλήθος, ενώ ο κατηγορούμενος αποδοκιμάστηκε κατά την μεταγωγή του στη φυλακή.