«Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα», είπε η 26χρονη Κατερίνα Κοντού, αφήνοντας άφωνους τους αστυνομικούς που για ώρες εισέπρατταν την κατηγορηματική της άρνηση, όταν την ρωτούσαν για την τύχη του συζύγου της.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Η νεαρή γυναίκα βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των υπόπτων για τη δολοφονία του 37χρονου συζύγου της Χρήστου, όταν το απόγευμα της 24ης Απριλίου του 1979 στο χοιροστάσιο, στη θέση «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης, όπου εργαζόταν το ζευγάρι, εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς, ανάμεσα στα λύματα, ένα μεγάλο κόκαλο που έμοιαζε να αποτελεί μέρος ανθρώπινου μηρού.
Η Κατερίνα Κοντού οδηγήθηκε, μέσα σε λίγες ημέρες, για δεύτερη φορά στην ασφάλεια και ολόκληρη τη νύχτα έλεγε και ξαναέλεγε στους αστυνομικούς, που την ανέκριναν, πως ο άνδρας της εγκατέλειψε την ίδια και τα τρία τους παιδιά, ένα περίπου μήνα νωρίτερα, φεύγοντας με δυο κακοποιούς τους οποίους περιέγραψε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες».
Οι υποψίες των αδελφών που έφεραν την αποκάλυψη του φονικού
Τα αδέλφια, όμως, του Χρήστου Κοντού ήταν εκείνα που κινητοποίησαν τις αρχές αφού επέμεναν πως κάτι κακό είχε συμβεί στον αδελφό τους, ο οποίος εξαφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος. Δεν έκρυβαν την πεποίθηση τους πως η νεαρή σύζυγος γνώριζε που βρίσκεται ο αδελφό τους και κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της. Άλλωστε, όπως είπαν στην αστυνομία, 5 χρόνια νωρίτερα είχε επιχειρήσει να σκοτώσει τον άνδρα της χτυπώντας τον με ένα τσεκούρι γιατί πίστευε πως είχε σχέση με μια συγγενή του και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3 ετών με αναστολή, αφού το δικαστήριο αναγνώρισε πως βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση».
Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1976 η οικογένεια Κοντού έφυγε από την Παλληκαριά Τρικάλων όπου διέμενε για την Αθήνα και το χοιροστάσιο της Παλλήνης. Το μόνο στοιχείο που είχε στη διάθεσή της η αστυνομία, ήταν κάποιες κηλίδες αίματος που εντοπίστηκαν στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια, πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πως το αίμα ανήκε σε άνθρωπο και δεν προερχόταν από κάποιο ζώο.
Η επιμονή των συγγενών του Κοντού οδήγησε την αστυνομία στο χοιροστάσιο της Παλλήνης, όπου άρχισαν να ψάχνουν τα τεράστια φρεάτια που βρίσκονταν στο χώρο, με τη βοήθεια συνεργείου εκκένωσης βόθρων.
Παράλληλα, στα εγκληματολογικά εργαστήρια άρχισε να εξετάζεται το μεγάλο κόκαλο το οποίο είχε βρεθεί στο φρεάτιο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν προερχόταν από άνθρωπο ή από γουρούνι, όπως ισχυριζόταν η νεαρή γυναίκα. Το απόγευμα της 25ης Απριλίου οι αστυνομικοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμη εύρημα που τους έφερε πιο κοντά στο σενάριο της δολοφονίας. Στο δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου και μέσα σε μια σακούλα βρέθηκαν ματωμένα ρούχα τα οποία ανήκαν στον εξαφανισμένο άνδρα, ενώ λίγο αργότερα τα εργαστήρια επιβεβαίωναν πως είχαν στα χέρια τους κόκαλο ανθρώπου.
Τα στοιχεία μαρτυρούσαν, πλέον, πως στο χοιροστάσιο είχε διαπραχθεί ένα αποτρόπαιο έγκλημα κι έτσι, η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη του δολοφόνου είχε αρχίσει. Όλες οι υποψίες στράφηκαν στην Κατερίνα Κοντού η οποία, όταν ενημερώθηκε για τα ευρήματα, κατάλαβε πως η ομολογία ήταν μονόδρομος. Η 26χρονη, ψύχραιμη, παραδέχτηκε πως ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1979 δολοφόνησε τον άντρα της, στη συνέχεια τον έκαψε, χρησιμοποιώντας βενζίνη και ότι απέμεινε από εκείνον το πέταξε στο βόθρο για να το εξαφανίσει.
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει»
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει… Με σκότωνε κάθε μέρα», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η νεαρή γυναίκα, μιλώντας στους αστυνομικούς, υποστηρίζοντας πως ο σύζυγος της ήταν μέθυσος και την χτυπούσε βάναυσα. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της μοιραίας ημέρας, η Κατερίνα Κοντού περιέγραψε πως ο 37χρονος επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα και όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει κι άλλο κρασί, τη χτύπησε με συρματένιο βούρδουλα. Το ίδιο απόγευμα, ισχυρίστηκε, πως ο άνδρας αποφάσισε να πάει σε κοντινή ταβέρνα και όταν εκείνη αντέδρασε, την γρονθοκόπησε και απείλησε να τη σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Η Κοντού, όπως περιέγραψε, βρισκόμενη σε άμυνα, άρπαξε μια τσάπα και χτύπησε τον άνδρα της δυο φορές. Εκείνος κατρακύλησε από τα σκαλιά στο ισόγειο όπου η γυναίκα τον αποτελείωσε, χτυπώντας τον άλλες τέσσερις φορές.
«Όταν βεβαιώθηκα πως ήταν νεκρός πέρασα ένα σχοινί στις μασχάλες του και τον έσυρα. Ήταν πολύ βαρύς. Τον τράβηξα μέχρι τον τόπο που καίμε τα σκουπίδια. Του έριξα βενζίνα από το μηχανάκι του και ξύλα. Έβαλα φωτιά, αλλά ύστερα από μισή ώρα έσβησε η φωτιά, χωρίς να τον κάψει ολόκληρο. Ξαναπήρα βενζίνα από το μοτοποδήλατο. Έριξα και περισσότερα ξύλα και ξανάβαλα φωτιά, η οποία κράτησε μία ώρα περίπου. Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον, μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών», όπως αφηγήθηκε η γυναίκα συμπληρώνοντας πως πέταξε ακόμη στο βόθρο ένα σεντόνι, μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα.
«Δεν είμαι φόνισσα, πέρασα δυστυχισμένη ζωή»
«Νιώθω στεναχώρια που σκότωσα τον άντρα μου. Δεν τον μισούσα, μα δεν είχα δει μαζί του άσπρη μέρα. Εννιά χρόνια παντρεμένη, πέρασα δυστυχισμένη ζωή… Με σκότωνε κάθε μέρα… Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, δεν είμαι φόνισσα, εγώ δεν φταίω γι’ αυτό».
Τα λόγια αυτά της φόνισσας, δεν μαλάκωσαν τις αντιδράσεις των αδελφών και των φίλων του θύματος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης του εγκλήματος στην Παλλήνη, επιχείρησαν να επιτεθούν στη γυναίκα και να την λυντσάρουν.
«Με κυνηγούσε με ένα μαχαίρι και ήθελε να με σκοτώσει. Αν δεν πρόφταινα εγώ, θα με σκότωνε εκείνος. Ήταν μεθύστακας, αλήτης, χασικλής. Μ’ έδερνε με το παραμικρό. Η ζωή μου ήταν κόλαση μαζί του», είπε η 26χρονη όταν οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης, όπου αποκάλυψε πως ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί της με το θύμα.
«Απείλησαν το Χρήστο…»
Τα αδέλφια του Χρήστου Κοντού, περιγράφοντας το ζευγάρι, υποστήριξαν πως η σχέση τους δεν ήταν ποτέ καλή. Είπαν πως ο Χρήστος υποχρεώθηκε να παντρευτεί την Κατερίνα, μετά από πιέσεις της οικογένειας της, γιατί είχε μείνει έγκυος. «Απείλησαν τον Χρήστο πως ή θα την πάρει ή θα τον σκοτώσουν… κι έτσι την παντρεύτηκε», είπε η αδελφή του, η οποία ισχυρίστηκε πως η νύφη της απατούσε τον αδελφό της, παραμελούσε τα παιδιά τους και την ενδιέφεραν μόνο τα χρήματα. Οι συγγενείς του Κουντού, αν και παραδέχτηκαν πως «έπινε καμιά φορά», υποστήριξαν πως εκείνος αγαπούσε και φρόντιζε την οικογένεια του για την οποία είχε μεταναστεύσει για να εργαστεί, στη Γερμανία και στη Λιβύη.
«Είχε μαστιγώσει τη γυναίκα»
Μετά την άφιξη του στην Αθήνα, το 1976, το ζευγάρι βρήκε δουλειά στο χοιροστάσιο της Παλλήνης και έμενε στο σπίτι που τους παραχώρησε ο ιδιοκτήτης το οποίο βρισκόταν πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Ο εργοδότης τους, θα έλεγε αργότερα πως, αν και αρχικά όλα φαίνονταν φυσιολογικά στην πορεία διαπίστωσε πως είχαν ομηρικούς καυγάδες μεταξύ τους και πως ο Χρήστος Κοντός έπινε συνεχώς, «έφευγε από τη δουλειά και έδερνε αλύπητα τη γυναίκα του», αν και όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, την αγαπούσε και τη ζήλευε. Αλλά και ο κτηνίατρος του χοιροστασίου, περιέγραψε το θύμα ως ένα άνθρωπο βίαιο και ανέφερε πως μια φορά την είχε μαστιγώσει. «Με αυτό το μαστίγιο θα μπορούσε να τη σκοτώσει», είπε χαρακτηριστικά.
Ο εργοδότης του ζευγαριού, ανατρέχοντας στις κρίσιμες ώρες που ακολούθησαν του εγκλήματος, υποστήριξε πως η 26χρονη γυναίκα τού ζήτησε βοήθεια γιατί δεν ήξερε πως δουλεύουν τα μηχανήματα στο χοιροστάσιο, λέγοντας του πως ο άνδρας της τους εγκατέλειψε ακολουθώντας δυο κακοποιούς. «Ήταν αναστατωμένη και αλλαγμένη. Της είπα να πάει στην αστυνομία για να δηλώσει την εξαφάνιση και εκείνη μου είπε “αύριο”». Αλλά και την επόμενη ημέρα η 26χρονη δεν πήγε στην αστυνομία και όταν και πάλι την ρώτησε, εκείνη του απάντησε πως ο άντρας της δεν θα γυρίσει.
Η 26χρονη υποχρεώθηκε να δηλώσει την εξαφάνιση, 5 ημέρες μετά τη δολοφονία, στις 30 Μαρτίου, όταν ο ιδιοκτήτης του χοιροστασίου τηλεφώνησε στην αστυνομία. Στις αρμόδιες αρχές προσέφυγαν, λίγες ημέρες αργότερα και τα αδέλφια του 37χρονου, δίνοντας λεπτομέρειες για τις σχέσεις του ζευγαριού και ανοίγοντας ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο, τον κύκλο των ερευνών που οδήγησαν στην αποκάλυψη του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Το φρικτό έγκλημα έγινε μπροστά στα μάτια της 6χρονης κόρης
Η δολοφονία του 37χρονου άνδρα από τη σύζυγο του έγινε πρωτοσέλιδο, με τις εφημερίδες να δημοσιεύουν αποκαλυπτικά στοιχεία για τη ζωή του ζευγαριού, αλλά και λεπτομέρειες για το έγκλημα. Μάλιστα, αναφέρθηκε πως η δολοφονία έγινε μπροστά στα μάτια της 6χρονης κόρης τους, με την εφημερίδα «Απογευματινή» να φιλοξενεί αφήγηση του παιδιού, στην οποία περιέγραφε πως η μητέρα της, μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, χτύπησε τον πατέρα της στο κεφάλι και στη συνέχεια τον έσυρε έξω από το σπίτι και τον έκαψε, βάζοντας επάνω του ξύλα.
Όπως είπε το παιδί, όταν ρώτησε μαζί με τον αδελφό της τη μητέρα της τι έκανε, εκείνη τους απάντησε πως έκαιγε λάστιχα. Τα παιδιά είπαν πως δεν μίλησαν, γιατί φοβήθηκαν πως η μητέρα τους θα πάει φυλακή.
Η αφήγηση του παιδιού ήρθε να ενισχύσει τον ισχυρισμό των συγγενών του θύματος ότι η δολοφονία ήταν καλά σχεδιασμένη κι έγινε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους, ενώ εκείνος ανυποψίαστος καθόταν σε μια καρέκλα.
Η δίκη και η καταδίκη
Στις 14 Φεβρουαρίου 1980 η Κατερίνα Κοντού κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Στην αγκαλιά της κρατούσε το μόλις 3 μηνών μωρό της, το οποίο αποτέλεσε έναν ακόμη λόγο για να δεχτεί επίθεση από τους συγγενείς του θύματος, οι οποίοι αμφισβήτησαν την πατρότητά του.
Τα αδέλφια του Χρήστου Κοντού ζήτησαν από το δικαστήριο την παραδειγματική τιμωρία της, επιμένοντας πως είχε προσχεδιάσει το έγκλημα και εκφράζοντας την πεποίθηση πως τα αδέλφια της ήταν εκείνα που την βοήθησαν να εξαφανίσει το πτώμα. «Τον σκότωσε για να έχει την ελευθερία της, για να ξεπορτίζει με όλους τους αγαπητικούς της. Έχει έναν εγκληματικό και ατίθασο χαρακτήρα», κατέθεσε στο δικαστήριο ο αδελφός του θύματος.
Δεν ήταν, όμως, λίγες και οι μαρτυρίες που έκαναν λόγο για το βίαιο χαρακτήρα του θύματος, με χαρακτηριστική αυτή του ιδιοκτήτη της ταβέρνας, όπου σύχναζε. Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι το θύμα «έπινε πολύ» και αναφέρθηκε σε ένα βράδυ που ήταν πολύ μεθυσμένος και επιχείρησε να τον μαχαιρώσει.
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας, η νεαρή γυναίκα ήταν συναισθηματικά φορτισμένη και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέρρευσε μέσα στο δικαστήριο. Η Κατερίνα Κοντού ισχυρίστηκε πως ο άνδρα της την απειλούσε πως θα την σκοτώσει και την έδερνε… Τον περιέγραψε ως «τεμπέλη και βάρβαρο», λέγοντας πως εκείνη έδινε αγώνα δουλεύοντας για να μην πεινάσουν τα παιδιά τους.
«Με έβριζε συνεχώς, με φοβέριζε και με κτυπούσε αλύπητα. Συνεχώς ήταν μεθυσμένος. Το πιοτό ήταν το πάθος του. Όλο φασαρίες έκανε και με απειλούσε με μαχαίρι», είπε απευθυνόμενη στους δικαστές και συνέχισε: «Ήταν αλκοολικός, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το πιοτό. Έπινε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. (…) Εγώ δούλευα μέρα-νύχτα για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Αντί να με ευχαριστήσει, με σακάτευε στο ξύλο. Για να μην με κτυπάει, αναγκάστηκα να του πως είμαι έγκυος και τότε εκείνος με απείλησε ότι θα με σφάξει».
Αναφερόμενη στην ημέρα του φονικού, η κατηγορούμενη έδωσε μια νέα εκδοχή, η οποία, ωστόσο, εκτιμήθηκε πως ήταν πιο κοντά στην αλήθεια, καθώς «κούμπωνε» και με στοιχεία που έδωσε με τη μαρτυρία του ο μπάρμπα-Βασίλης, ο οποίος έμενε σε γειτονικό σπίτι.
Όπως είπε, «την ημέρα του φόνου, ήταν από το πρωί ως το βράδυ μεθυσμένος. Ζήτησε ένα μπουκάλι κονιάκ που το είχα κρυμμένο, αλλά αρνήθηκα να του το δώσω. Μου φώναξε αγριεμένος πως θα με σφάξει. Αναγκάστηκα να του το δώσω. Έπειτα πήγαμε στον γείτονά μας, τον μπάρμπα-Βασίλη, όπου ήπιε μπόλικο κρασί. Δύο ώρες καθίσαμε εκεί και έπειτα εκείνος, φεύγοντας με το μηχανάκι, μου φώναξε να φέρω κρασί. Επειδή ήταν μεθυσμένος, εγώ παρακάλεσα τον μπάρμπα-Βασίλη να έρθει μαζί μας στο σπίτι, γιατί θα με σκοτώσει. Ωστόσο εκείνος αρνήθηκε και έτσι γύρισα πεζή με τα παιδιά στο σπίτι.
Τότε, ξαναρίχτηκε πάνω μου και με αυτόν τον βούρδουλα με σακάτεψε στο ξύλο» (…) «του πήγα το κρασί, αλλά το έσπασε το μπουκάλι. Με σακάτεψε στο ξύλο μπροστά στη μεγάλη μας κόρη, που με λυπήθηκε και φώναξε: “Μαμά μου, σε σκότωσε”. Ανάλγητος εκείνος με έβριζε: “Σκύλα! Βρώμα! Π…!” Είδα και έπαθα να του ξεφύγω. Έτρεξα και κρύφτηκα στα στάχυα. (…).
Ο Χρήστος φώναξε: “Θα σφάξω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου απόψε” (…). Έβαλα τα παιδιά να κοιμηθούν κάτω από το κρεβάτι κα εκείνος κρατώντας μαχαίρι, φώναζε: “Πού είσαι βρε π…; Πού έχεις βάλει τα παιδιά; ” Ό,τι έκανα, για τα παιδιά μου το ‘κανα. Θα του ‘φευγα κι ας με αναζητούσε. Πίστεψα πως δεν θα γλίτωνα εγώ και τα παιδάκια μου… Ούρλιαζε εκείνος πως δεν θα του γλιτώναμε.
Ζαλισμένη από τα κτυπήματα, ούτε ήξερα τι έκανα. Άρπαξα μια σωλήνα και ενώ εκείνος ανέβαινε τη σκάλα, τον κτύπησα. Τη σωλήνα τη βρήκα στη βεράντα. (…) Του έδωσα δύο κτυπήματα, ζαλίστηκε και έπεσε με το κεφάλι προς τα κάτω. Εκεί, αμέσως τον ξανακτύπησα δύο, τρεις, τέσσερις φορές, ακόμη. Τον κτύπησα και στο τσιμέντο. (…) Τα παιδιά δεν ξύπνησαν με τον θόρυβο. Τα αγγελούδια μου κοιμόντουσαν… Φοβήθηκα, τότε, τα αδέλφια μου και κοίταξα να εξαφανίσω το πτώμα.
Έκανα κουράγιο κ. Πρόεδρε γιατί είχα παιδί στα σπλάχνα μου. Αχ, η άμοιρη… Καλύτερα να με είχε σκοτώσει». (…) Την απόφαση να τον σκοτώσω την πήρα εκείνο το βράδυ. Μάρτυράς μου ο Θεός πως δεν ήξερα τι έκανα. Δεν θέλω να λυπηθείτε εμένα, τα παιδιά μου να λυπηθείτε».
Στις 15 Φεβρουαρίου το δικαστήριο με οριακή πλειοψηφία (4-3) έκρινε ένοχη την κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως απεχθή και την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ήταν μια ποινή την οποία η Κατερίνα Κοντού δέχτηκε με ανακούφιση, καθώς ήταν αντιμέτωπη με την ποινή του θανάτου η οποία ίσχυε ακόμη.