Ο 25χρονος Μανώλης Νίτης περίμενε, εμφανώς ταραγμένος, την αστυνομία έξω από τη βίλα της θείας του Ελένης Λαζάρου στο Μαρούσι. Είχε ειδοποιήσει, λίγα λεπτά νωρίτερα, πως τη βρήκε νεκρή, μαζί με την ανιψιά της Βασιλική, στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού της.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Οι αστυνομικοί, που δεν άργησαν να φτάσουν στην λευκή έπαυλη, άκουσαν τον νεαρό να τους λέει πως τις δυο τελευταίες ημέρες είχε χάσει τα ίχνη της θείας του. Του είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν επικοινώνησε καθόλου μαζί του. Η ευκατάστατη γυναίκα συνήθιζε, όπως είπε, να ζητάει τη βοήθειά του για να κάνει τις δουλειές της, αφού δεν οδηγούσε και ο νεαρός Μανώλης εκτελούσε χρέη σοφέρ με το αζημίωτο. Ο νεαρός ανέφερε πως στα επίμονα τηλεφωνήματα του δεν είχε πάρει απάντηση και έτσι αποφάσισε να πάει στο Μαρούσι για να δει από κοντά τι συμβαίνει. Χτύπησε την πόρτα και όταν δεν του άνοιξε κανείς ζήτησε το δεύτερο κλειδί της βίλας από τη γειτόνισσα και φίλη της θείας του.
Στο άνοιγμα της κεντρικής πόρτας, όπως περιέγραψε, ήρθε αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη μυρωδιά και προχώρησε διστακτικά στο εσωτερικό της βίλας. Τα δωμάτια του σπιτιού ήταν αναστατωμένα, ενώ φτάνοντας στην κεντρική κρεβατοκάμαρα βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Η θεία του και η 15χρονη ανιψιά της Βασιλική Γιακουμάκη κείτονταν νεκρές μέσα σε μια λίμνη αίματος πάνω στο διπλό κρεβάτι. Πλησιάζοντας είδε πως έφεραν πολλές μαχαιριές, ενώ τα κεφάλια τους είχαν παραμορφωθεί από τα χτυπήματα.
Ήταν 24 Ιουνίου του 1965. Οι αστυνομικοί άρχισαν να αναζητούν στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος που ήταν πλημμυρισμένος στο αίμα καθώς οι γυναίκες είχαν κατακρεουργηθεί, ενώ άκουσαν με προσοχή, αλλά και πολλές επιφυλάξεις, την ιστορία του νεαρού. «Έλα να μας τα πεις και στο τμήμα», είπε στον Μανώλη Νίτη ένας αστυνομικός και την ώρα που τον οδηγούσαν στο Αστυνομικό Τμήμα ο νεαρός σκέφτηκε πως είχε μπλέξει.
Για τους αστυνομικούς ο 25χρονος ήταν ύποπτος, αλλά εκείνος επέμενε πως δεν είχε καμία σχέση με το διπλό έγκλημα. Έλεγε και ξανάλεγε την ίδια ιστορία και οι αστυνομικοί τον αμφισβητούσαν, στην προσπάθεια τους να αποκαλύψουν την αλήθεια. Ωστόσο, οι αρχές γνώριζαν πως τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους δεν ήταν αρκετά. Ο Μανώλης Νίτης, στο παρελθόν, είχε καταδικαστεί για τεντιμποϊσμό που σχετιζόταν με ένα τροχαίο το οποίο δεν ήταν σοβαρό, αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο σε βάρος του.
Στο σπίτι δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα καθώς, όπως εκτιμούσαν, ο δράστης ή οι δράστες χρησιμοποίησαν γάντια ή γυναικείο νάιλον καλσόν. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοικτά. Η εκδίκηση, οι περιουσιακές διαφορές αλλά και η ληστεία. Άλλωστε, τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει πολλές κλοπές στην περιοχή και όπως το θύμα είχε πει, σε ανύποπτο χρόνο στη φίλη και γειτόνισσα της, είχαν μπει τρεις φορές στο σπίτι της όταν εκείνη έλειπε και για το λόγο αυτό της άφησε το δεύτερο κλειδί ενώ φρόντισε να συνδέσει και τηλέφωνο. Από τις μαρτυρικές καταθέσεις των συγγενικών προσώπων της Ελένης Λαζάρου προέκυψε πως ήταν κοινό μυστικό στην οικογένεια ότι η γυναίκα, λίγους μήνες νωρίτερα, είχε κάνει ανάληψη από την τράπεζα 149.000 δραχμές και είχε τοποθετήσει τα χρήματα σε ειδικές κρύπτες στην έπαυλη. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο οι γυναίκες να έπεσαν θύματα ληστών. Τα δεδομένα άλλαξαν πέντε τουλάχιστον γείτονες οι οποίοι, σε καταθέσεις τους, έκαναν λόγο για έναν νεαρό που, το μοιραίο εκείνο μεσημέρι, τριγυρνούσε έξω από τη βίλα στο Μαρούσι με μια κόκκινη βέσπα.
Η κόκκινη βέσπα «έδειξε» έναν ακόμη ανιψιό της Ελένης Λαζάρου και ξάδελφο της Βασιλικής Γιακουμάκη. Τον 25χρονο Δημήτρη Γιακουμάκη. Ο Γιακουμάκης θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή ύποπτος γιατί δεν έκρυβε την έχθρα που είχε για τη θεία του, αφού εκείνη δεν είχε αφήσει το σύζυγο της να τον βοηθήσει οικονομικά για να φοιτήσει στην ναυτική σχολή και ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται ως μούτσος. Επιπλέον, εμφανιζόταν ενοχλημένος από το γεγονός ότι η γυναίκα έδειχνε την εύνοια της στην ξαδέλφη του Βασιλική την οποία, μάλιστα, ετοιμαζόταν να υιοθετήσει. Ο νεαρός οδηγήθηκε στο Τμήμα αλλά στις επίμονες ερωτήσεις των αστυνομικών αρνήθηκε την εμπλοκή του στην υπόθεση. Το πρωί της δολοφονίας, όπως εξήγησε στους αστυνομικούς, πήγε στο σπίτι της θείας του, για να του δώσει χαρτζιλίκι, αλλά κανείς δεν του απάντησε. Την έψαξε, όπως είπε, σε μαγαζί της γειτονιάς και στην λαϊκή αγορά και όταν δεν κατάφερε να τη βρει επέστρεψε στο σπίτι του. Ο Μανώλης Νίτης και ο Δημήτρης Γιακουμάκης εξετάστηκαν ακόμη και κατ’ αντιπαράσταση αλλά δεν προέκυψε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος τους. Σύμφωνα με την αστυνομία και οι δυο, ίσως, είχαν λόγους να σκοτώσουν τις γυναίκες αλλά δεν υπήρχαν αποδείξεις.
Οι αστυνομικοί επιχειρώντας να συνδέσουν τα κομμάτια του πάζλ του διπλού φονικού μελετούσαν ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους. Τρία άπλυτα σερβίτσια και ένα αναστατωμένο ντιβάνι στο γραφείο της βίλας ήταν αυτά που τράβηξαν την προσοχή τους. Ένα από τα σενάρια που μελετούσαν ήταν ο δράστης να γνώριζε τα θύματα του. Έφαγε μαζί τους και στη συνέχεια ξάπλωσε και όταν ξύπνησε μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και έσφαξε τις δυο γυναίκες την ώρα που κοιμόντουσαν. Όπως εκτιμούσαν και οι δυο ανιψιοί θα μπορούσαν να ήταν στη βίλα του Αμαρουσίου εκείνο το μεσημέρι, αφού κατά καιρούς έτρωγαν με τη θεία τους, αλλά σε αυτή την περίπτωση και οι δυο το αρνούνταν. Το ενδιαφέρον των αρχών εστιάστηκε και στα ίχνη αίματος που βρέθηκαν σε μια πεταμένη χαρτοπετσέτα αλλά και σε μια πρίζα του σπιτιού.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν στην έρευνα που έγινε στο σπίτι του Γιακουμάκη εντοπίστηκαν κηλίδες αίματος σε εσώρουχο του αλλά και στις κάλτσες του. Κηλίδες αίματος εντόπισαν οι αρχές και στην κόκκινη βέσπα. Την 1η Ιουλίου του 1965, περίπου μια εβδομάδα μετά το έγκλημα, η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του Δημήτρη Γιακουμάκη.
Η κατάθεση της μητέρας του ήταν αυτή που τον «έκαψε». Ο νεαρός είχε πει πως το μεσημέρι της δολοφονίας επέστρεψε στο σπίτι του και έφαγε για μεσημεριανό βραστό κρέας, ενώ η μητέρα του κατέθεσε πως είχε μαγειρέψει το συγκεκριμένο φαγητό δυο ημέρες νωρίτερα. Η γυναίκα είπε πως ο γιος της μετά το γεύμα βγήκε αλλά όταν της διάβασαν την κατάθεση του στην οποία ο ίδιος έλεγε πως κοιμήθηκε εκείνη διόρθωσε λέγοντας: «Μπορεί να μην θυμάμαι καλά».
«Εγώ είμαι τρελός και δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το έγκλημα και αυτό το σπίτι»
Ο Γιακουμάκης οδηγήθηκε για αναπαράσταση στη βίλα του Αμαρουσίου και μόλις μπήκε στην κρεβατοκάμαρα όπου έγινε το έγκλημα, όπως υποστήριξαν οι αστυνομικοί , ταράχτηκε και όταν τον παρότρυναν να πει τι είχε γίνει εκείνος έσπασε, αναστέναξε και είπε: «Θα τα πω όλα για αυτές τις βρώμες». Σε μια σύντομη ομολογία ισχυρίστηκε πως εκείνο το μεσημέρι πήγε στο σπίτι της θείας του και έφαγαν. Μετά αποσύρθηκε, δήθεν για να κοιμηθεί, στο ντιβάνι που ήταν στο γραφείο της ξαδέλφης του και οι δυο γυναίκες ξάπλωσαν στο διπλό κρεβάτι για να κοιμηθούν. Τότε εκείνος μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το κουζινομάχαιρο, με το οποίο έκοβαν το ψωμί, και ένα κατσαβίδι και χτύπησε μέχρι θανάτου τις δυο γυναίκες. Στη συνέχεια, σκούπισε το μαχαίρι, το άφησε στη θέση του και έφυγε.
Μετά από λίγο, όμως, ο νεαρός αναίρεσε την ομολογία του λέγοντας στους αστυνομικούς, γελώντας: «Εγώ ομολόγησα; Δεν είστε καλά. Εγώ είμαι τρελός και δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το έγκλημα και αυτό το σπίτι».
Το σκηνικό της αναπαράστασης επαναλήφθηκε ένα εικοσιτετράωρο μετά την σύλληψη του Γιακουμάκη. Έξω από την έπαυλη είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου και απειλούσε να τον λιντσάρει, ενώ άνθρωποι είχαν ανέβει ακόμη και στις στέγες γειτονικών σπιτιών για να δουν τον νεαρό. «Θάνατος στον κακούργο. Στο απόσπασμα ο φονιάς ή μήπως θα τον βγάλετε και αυτόν τρελό;», φώναζαν την ώρα που ο 25χρονος έμπαινε στο σπίτι, χλωμός και υποβασταζόμενος, ενώ είχαν ληφθεί δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.
«Θεία μου, θεία μου τι σου έκανα», είπε και λιποθύμησε την ώρα που οδηγήθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Χρειάστηκε μισή ώρα για να συνέλθει και στη συνέχεια περιέγραψε πως μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα καλέμι που είχε φέρει μαζί του και το μεγάλο μαχαίρι που είχε πάρει από την κουζίνα. Φορούσε μόνο το σώβρακο του, είπε. Εν μέσω λιποθυμιών και λυγμών, περιέγραψε πως πρώτα χτύπησε τη θεία του και στη συνέχεια την ξαδέλφη του. Για να τις αποτελειώσει, όπως ισχυρίστηκε, τις χτύπησε με το καλέμι στο κεφάλι και κρατούσε το σεντόνι ως ασπίδα για να προστατεύεται από τα αίματα που γέμιζαν το δωμάτιο.
«Πώς τις σκότωσες;», επέμεινε ο αστυνομικός, που τον συνόδευε. «Δεν ξέρω, αφήστε με, λυπηθείτε με», του απάντησε ο νεαρός.
Είχαν προηγηθεί τρεις αβίαστες ομολογίες, όπως ανακοινώθηκε από την αστυνομία. Σε αυτές, είχε ισχυριστεί πως το μοιραίο μεσημέρι ήταν ζαλισμένος γιατί είχε πιεί και δεν ήξερε τι έκανε. Επιπλέον, είχε παραδεχτεί πως μισούσε τη θεία του γιατί θα υιοθετούσε τη Βασιλική την οποία, επίσης μισούσε. Αναφερόμενος στις ώρες πριν τη δολοφονία ο Γιακουμάκης είπε, πως όταν δεν βρήκε τη θεία του στο σπίτι πήγε στον Πειραιά, στο καράβι όπου εργαζόταν παλαιότερα και βρήκε γνωστούς του με τους οποίους ήπιε κρασί. Παραδέχτηκε πως από το πλοίο πήρε το καλέμι, χωρίς ωστόσο να εξηγήσει, πως του ήρθε η ιδέα της δολοφονίας. Επέστρεψε στο σπίτι στο Μαρούσι όπου βρήκε τη θεία και την ξαδέλφη του και τον κράτησαν για φαγητό. Μετά το έγκλημα, όπως ισχυρίστηκε, ο 25χρονος πήγε στο μπάνιο πλύθηκε και έπλυνε το μαχαίρι, το οποίο στη συνέχεια άφησε στο μάρμαρο της κουζίνας. Ντύθηκε, φόρεσε τις κάλτσες του, όπου βρέθηκαν ίχνη αίματος και αναστάτωσε το σπίτι για να φανεί πως οι γυναίκες έπεσαν θύματα ληστών. Στη συνέχεια, πήρε μαζί του το καλέμι και αφού το καθάρισε, το επέστρεψε στο πλοίο απ’ όπου το είχε πάρει.
Αφού περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα πήγε στο πατρικό του και, όπως είπε, επέστρεψε τουλάχιστον τρεις φορές στο σπίτι του εγκλήματος. Λίγο πριν την απολογία, ενώπιον του ανακριτή, οι συνήγοροι του Γιακουμάκη, δήλωσαν στους δημοσιογράφους, πως ο εντολέας τους θα ισχυριστεί ότι έχει το ακαταλόγιστο καθώς είναι σχιζοφρενής, επικαλούμενος το ιστορικό σχιζοφρένειας του πατέρα του, ο οποίος ήταν φυματικός και νοσηλευόταν στο Νταού Πεντέλης. Επιπλέον, είπαν, πως ο νεαρός θα αναιρέσει την ομολογία του καταγγέλλοντας ότι ήταν απόρροια φαρμάκου που του έδωσαν οι αστυνομικοί. Ο Γιακουμάκης, όμως, όταν βρέθηκε στο ανακριτικό γραφείο επιβεβαίωσε τις ομολογίες του λέγοντας πως δεν έχει τίποτα άλλο, να προσθέσει. «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό το έγκλημα, αυτό το κακό. Δεν μπορώ να δώσω καμία εξήγηση και τις δυο αυτές τις γυναίκες τις υπεραγαπούσα. Ποτέ δεν είχαμε μαλώσει», είπε στο ανακριτή και επέμεινε πως εκείνη την ημέρα είχε μια θόλωση, πως ένιωθε μια ζάλη. Ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν λεπτομέρειες για το έγκλημα και όταν ο δικαστικός λειτουργός του υπέδειξε φωτογραφίες των θυμάτων, πάνω στο διπλό κρεβάτι, ταράχτηκε αλλά και πάλι είπε, πως δεν θυμόταν λεπτομέρειες. Ο Δημήτρης Γιακουμάκης προφυλακίστηκε στις 7 Ιουλίου 1965.
Η δίκη και η καταδίκη
Τον Απρίλιο του 1966, ο Δημήτρης Γιακουμάκης κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Αθηνών κατηγορούμενος για το διπλό φονικό. Η δικαστική αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και το ενδιαφέρον για την εξέλιξη της υπόθεσης ήταν μεγάλο, καθώς με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο Γιακουμάκης αρνήθηκε ότι είναι ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος, ενώ οι συνήγοροι του έθεσαν, εκ νέου, το θέμα της σχιζοφρένειας. Στα πρωτοσέλιδα τους οι εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για αδιαφορία του Γιακουμάκη. «Ο Γιακουμάκης «γλεντά» τη δίκη του, αδιαφορώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα», ανέφερε ένας χαρακτηριστικός τίτλος.
Ο Κυριάκος Γιακουμάκης, πατέρας της Βασιλικής, αδελφός της Λαζάρου και θείος του κατηγορούμενου, στην κατάθεση του εξέφρασε τη βεβαιότητα πως ο νεαρός ήταν ο δράστης του διπλού φονικού. «Ο κατηγορούμενος έσφαξε την αδελφή μου και την κόρη μου από μίσος και ζήλεια», είπε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε: «‘Ήταν φυγόπονος αλλά του άρεσε η πολυτελής ζωή. Τον είχα πάρει μαζί μου στο καράβι «Νήσος Κέρκυρα», αλλά έφυγε». Ο Κυριάκος Γιακουμάκης ισχυρίστηκε πως ο κατηγορούμενος είχε προμελετήσει το έγκλημα ενώ ταξίδευαν και για το λόγο αυτό, είχε πάρει από το καράβι την «καβίλια», ένα αιχμηρό, όπως περιέγραψε, ναυτικό όργανο με το οποίο χτύπησε στο κεφάλι τα δύο θύματά του.
«Ζήλευε την κόρη μου επειδή ήταν άριστη μαθήτρια και ήταν αγαπητή στη θεία της, η οποία θα την άφηνε κληρονόμο. Ο χαρακτήρας του ήταν πολύ κακός. Σκοπός του ήταν, μετά τους δυο φόνους, να ληστέψει τη θεία του και να εξουδετερώσει τη Βασιλικούλα από κληρονόμο. Από την αδελφή μου έκλεψε, μετά το έγκλημα, και ένα κινητό χρηματοκιβώτιο με 40.000 δραχμές, τις οποίες είχε για να αγοράσει ένα οικόπεδο», είπε ο μάρτυρας και επέμενε πως σκοπός του κατηγορούμενου ήταν η ληστεία, καθώς η αδελφή του είχε κρυμμένες στο σπίτι της περίπου 340.000 δρχ.
Σε ερώτηση της υπεράσπισης, αν ο κατηγορούμενος είναι ψυχοπαθής και αν ο πατέρας του έχει κάποια μορφή σχιζοφρένειας, ο μάρτυρας απάντησε με κατηγορηματικό τρόπο πως ο ανιψιός του είναι υγιής . Όσο για τον πατέρα του και αδελφό του, είπε πως κατελήφθη από μελαγχολία στην Μέση Ανατολή, όπου υπηρετούσε στα υποβρύχια, στον πόλεμο.
Ο Κυριάκος Γιακουμάκης κατέθεσε πως, λίγες ημέρες νωρίτερα, του τηλεφώνησε η μητέρα συγκρατούμενου του ανιψιού του και του είπε, πως μέσα στη φυλακή ο νεαρός αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο διέπραξε το έγκλημα, καθώς και ότι στο παρελθόν είχε και κάνει και άλλη δολοφονία, η οποία παρέμενε ανεξιχνίαστη. Μάλιστα, είπε στους δικαστές πως, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο νεαρός είχε εμφανιστεί στο σπίτι του με ματωμένα ρούχα και δικαιολογήθηκε πως είχε σφάξει δυο κουνέλια. Την επόμενη ημέρα, τόνισε ο μάρτυρας, ο Τύπος έγραφε για ένα μεγάλο έγκλημα για το οποίο ακόμη δεν έχει βρεθεί ο δράστης.
Η σύζυγος του και μητέρα της 15χρονης Βασιλικής, δεν άντεξε την αφήγηση, λιποθύμησε μέσα στα δικαστήριο και χρειάστηκε τη βοήθεια συγγενών της αλλά και της αστυνομίας για να συνέλθει.
Ο Αντώνης Γιακουμάκης, επίσης αδελφός της Λαζάρου και θείος του κατηγορούμενου, αλλά και η σύζυγος του Παρασκευή, χαρακτήρισαν τον νεαρό «φιλόπονο και εριστικό» και εμφανίστηκαν βέβαιοι πως είχε προμελετήσει το έγκλημα του, γιατί νωρίτερα, όπως είπαν, είχε αγοράσει ένα στιλέτο από περίπτερο στον Πειραιά. «Η Βασιλική ήτο πρότυπον νέας, ενώ ο κατηγορούμενος ήτο άνθρωπος κακού χαρακτήρος και εζήλευε την εξαδέλφην του, η οποία είχε κατακτήσει την συμπάθειαν της θείας της Ελένης Λαζάρου», κατέθεσε ο Αντώνης Γιακουμάκης με τη σύζυγο του Παρασκευή, να συμπληρώνει: «Ο κατηγορούμενος είναι κακών ενστίκτων άνθρωπος».
Ο αντισυνταγματάρχης Ελευθέριος Γιακουμάκης, θείος του κατηγορούμενου, θεωρήθηκε μάρτυρας «κλειδί» και για το λόγο αυτό, αν και είχε χειρουργηθεί δυο ημέρες νωρίτερα και οι γιατροί τον είχαν συμβουλεύσει να μην μετακινηθεί πριν περάσουν 15 ημέρες, εκείνος πήγε στο δικαστήριο με στρατιωτικό ασθενοφόρο, δηλώνοντας έτοιμος να καταθέσει. Είχε προηγηθεί αίτημα αναβολής, από την πλευρά της υπεράσπισης, με αφορμή το γεγονός ότι ο αντισυνταγματάρχης νοσηλευόταν.
Ο Ελευθέριος Γιακουμάκης, στην κατάθεση του είπε, πως όταν επισκέφθηκε τον ανιψιό του στην Χωροφυλακή εκείνος λύγισε και του είπε: «Θείε μου τι έκανα, συγχώρεσε με». Εγώ του απάντησα, «Ας σε κρίνει ο Θεός και οι άνθρωποι», είπε στους δικαστές ο αντισυνταγματάρχης. Αλλά και ο ιατροδικαστής Καψάσκης κατέθεσε πως, κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης, ο Γιακουμάκης αν και δυσκολευόταν να επαναλάβει τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, όταν τον ρώτησε γιατί διέπραξε το διπλό φονικό εκείνος απάντησε: «Ήταν η κακιά ώρα».
Οι τόνοι ανέβηκαν στο δικαστήριο όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο Μανώλης Νίτης , ο δεύτερος ανιψιός της Λαζάρου, ο οποίος αρχικά είχε θεωρηθεί ύποπτος από την αστυνομία. Ο νεαρός περιέγραψε πως βρήκε τις δυο γυναίκες κατακρεουργημένες στην κρεβατοκάμαρα της βίλας. Ο μάρτυρας δέχτηκε τα πυρά της υπεράσπισης η οποία άφησε υπόνοιες για εμπλοκή του στην δολοφονία. Οι συνήγοροι επέμεναν πως ο κατηγορούμενος δεν είναι ο δράστης ισχυριζόμενοι, μάλιστα, πως ο δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσα στα πρόσωπα του περιβάλλοντος της Ελένης Λαζάρου, την οποία επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως «γυναίκα αμφιβόλου ηθικής». Μάλιστα, χαρακτήρισαν άνθρωπο «κλειδί» τον Νίτη και τον ρώτησαν αν είχε ερωτική σχέση με τη θεία του, κάτι που ο μάρτυρας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Οι μάρτυρες που ακολούθησαν τόνισαν πως «η Λαζάρου ήτο τίμια και δεν είχε ύποπτους σχέσεις» και οι συνήγοροι υπεράσπισης επανέφεραν τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε σώας τας φρένας, προκαλώντας την αντίδραση τόσο της πολιτικής αγωγής, όσο και του δικαστηρίου.
Η μάχη των ψυχιάτρων
Οι ψυχίατροι, Κ. Κωνσταντινίδης, Γ. Παπαναγιώτου και Π. Ραπίδης, που εξέτασαν το Γιακουμάκη, κατέθεσαν στο δικαστήριο πως ο κατηγορούμενος «ούτε έπασχε, ούτε πάσχει» και τον χαρακτήρισαν «ιδιόρρυθμο τύπο, που δεν προσαρμοζόταν εύκολα και δεν έκανε φιλίες». Μάλιστα, εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το διπλό έγκλημα, καθώς ο ίδιος τους είχε πει: «Εγώ έκανα εν ψυχρώ το έγκλημα. Μπερδεύτηκα με δυο κότες, τις έσφαξα και τελείωσα. Νομίζω ότι βρίσκομαι εδώ για ασήμαντη αφορμή. Τις σκότωσα μάλλον από εκδίκηση μου είχαν μπει στη μύτη».
Οι ψυχίατροι δέχτηκαν βροχή ερωτήσεων από τους συνηγόρους υπεράσπισης, οι οποίοι άλλαξαν υπερασπιστική γραμμή καθώς σταμάτησαν να επιμένουν πως ο Γιακουμάκης είναι αθώος και αντέτειναν πως είναι σχιζοφρενής προσκομίζοντας, μάλιστα και ιατρικές βεβαιώσεις για την ψυχοπάθεια του πατέρα του.
Και τότε παρουσιάστηκε το πρώτο ρήγμα στο μέτωπο των ψυχιάτρων. Ο Π. Ραπίδης, είπε πως δεν είναι βέβαιος ότι ο κατηγορούμενος είναι ψυχικά υγιής και πρότεινε την αναβολή της δίκης, για να εξεταστεί εκ νέου ο Γιακουμάκης από ψυχιάτρους. Η θέση αυτή προκάλεσε την αντίδραση πολιτικής αγωγής, εισαγγελέα και ενόρκων, ένας εκ των οποίων σχολίασε πως, τώρα τους δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για την ψυχική υγεία του κατηγορούμενου.
«Ομολόγησε λόγω της ασθένειας του»
Η μητέρα του κατηγορούμενου Μαρία Γιακουμάκη, καταθέτοντας στο δικαστήριο, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο γιος της δεν είναι δολοφόνος και ισχυρίστηκε πως αγαπά τους συγγενείς του και ιδιαίτερα τη θεία του, συμπληρώνοντας πως ομολόγησε ένα έγκλημα που δεν έκανε, λόγω της ασθένειας του. «Το παιδί μου με την υποστήριξη του θείου του Κυριάκου (σ.σ. πατέρας θύματος ) έγινε ναυτικός, διότι δεν ήταν ικανός να παρακολουθήσει ανώτερες σπουδές. Κατά το διάστημα αυτό άρχισε να παρουσιάζει σημεία ψυχοπάθειας και να σπάει πράγματα στο σπίτι. Επίσης ήταν εριστικός», είπε η Μαρία Γιακουμάκη, υπογραμμίζοντας πως «Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της ψυχοπάθειας που δημιουργήθηκε, λόγω της κακής συμπεριφοράς του πατέρα του». Όπως ισχυρίστηκε η γυναίκα, δυο μέρες πριν το έγκλημα, ο γιός της επέστρεψε από τα καράβια και επισκέφτηκε τους συγγενείς τους και τον πατέρα του, στο σανατόριο. Την επομένη και μια ημέρα πριν το έγκλημα, επισκέφθηκε τη θεία του, η οποία του είπε, πως δεν μπορεί να τον δεχτεί γιατί ήταν μόνη στο σπίτι. Ωστόσο, το ίδιο απόγευμα, όπως της είπε, ο γιός της τηλεφώνησε στη θεία του και εκείνη τον προσκάλεσε για γεύμα, την επομένη. «Πήγε με την βέσπα του στο Μαρούσι αλλά στις 2 το μεσημέρι επέστρεψε στο σπίτι, λέγοντας πως η θεία του δεν ήταν εκεί, παρά το γεγονός ότι τον είχε προσκαλέσει». Μάλιστα, συμπλήρωσε πως και η ίδια είχε τηλεφωνήσει, νωρίτερα, στη Λαζάρου αλλά δεν της απάντησε.
Η παρουσία της μητέρας του στη δικαστική αίθουσα προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στον Δημήτρη Γιακουμάκη, ο οποίος έγινε εριστικός και άρχισε να απειλεί και να βρίζει τους συγγενείς του, αλλά και γονείς των θυμάτων.
«Υπόθεση Φαντομά»
Λίγο αργότερα ο νεαρός κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το διπλό φονικό. Ο κατηγορούμενος, στην απολογία του, αρνήθηκε να πει οτιδήποτε για το έγκλημα και στις επίμονες ερωτήσεις του προέδρου, είπε πως «αντιπαρέρχεται» όσα του καταμαρτυρούν και ότι όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες, περί εμφανίσεως του στον τόπο του εγκλήματος, θυμίζουν «υπόθεση Φαντομά». «Ουσιαστικά δεν υπήρξε κανένας μάρτυρας υπεράσπισής μου. Εβλήθην πανταχόθεν», είπε χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας πως «αυτά που είπαν, ότι πηγαινοερχόμουν με τη βέσπα, θυμίζουν υπόθεση Φαντομά». Ο νεαρός συνέχισε με έναν παραληρηματικό λόγο: «Για εμένα ο ψυχίατρος που θα με κάνει καλά είναι ένα πρόσωπο αγαπητό, θηλυκού γένους. Παραλίγο να πιστέψω και εγώ αυτά που ελέχθησαν εδώ μέσα. Στην αστυνομία, είπα ότι έκανα το έγκλημα, γιατί ήθελα να τους κάνω λίγο τον έξυπνο. Αν μου έλεγαν ότι είμαι και αστροναύτης θα το παραδεχόμουν. Έδωσα μπουνιά στο μαχαίρι και χτυπήθηκα. Δεν δέχομαι ότι έκανα το έγκλημα». Όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, εκείνο το πρωινό πήγε στον Πειραιά, όπου είχε κάποιες εκκρεμότητες να τακτοποιήσει. «Από τις 10 π. μ. γύρισα στο σπίτι μου. Μετά πήρα τη βέσπα μου και έφυγα για της θείας μου, της Ελενίτσας το σπίτι που με είχε μουσαφίρη. Έφτασα στις 11.30 με 12.00 π. μ., ήταν κατάκλειστα. Ξάπλωσα σε μια σεζλόνγκ στη βεράντα και περίμενα, γιατί νόμιζα ότι είχαν πάει να ψωνίσουν. Επειδή αργούσαν τις αναζήτησα σε γνωστούς. Μετά έφυγα και γύρισα στο σπίτι μου. Κοιμήθηκα και ξύπνησα γύρω στις 6 το απόγευμα. Ακολούθως ξεκίνησα για την Καλλίπολη που μένει η θεία μου, η Κατίνα. Στο παράθυρο της θείας μου είδα χαρακτηριστικά την Βασιλικούλα (σ.σ. είχε δολοφονηθεί, ώρες νωρίτερα). Μπήκα στο σπίτι αναζήτησα τη Βασιλικούλα, αλλά δεν την βρήκα». Αναφερόμενος στην αναπαράσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ομολόγησε το έγκλημα, είπε πως δεν θυμάται τίποτα: «Στην ψυχή μου στέκεται ψηλά η θεία μου και η ξαδέλφη μου. Έπεα πτερόεντα, όσα είπαν εις βάρος της θείας μου. Δεν υπάρχει φόνος κ. Πρόεδρε. Ώσπου να μου βγει η ψυχή, θα λέω ότι δεν έγινε φόνος ούτε από εμένα, ούτε από κανέναν άλλον. Ούτε στις φωτογραφίες των πτωμάτων πιστεύω. Γιατί εδώ στην Ελλάδα όλα γίνονται, το λέει και το τραγούδι, όλα είναι ψέματα και ας φαίνονται αλήθεια. Θέλω να σας ευχαριστήσω γι’ αυτό το τεστ, που με βοήθησε να γνωρίσω τον εαυτό μου».
Ο εισαγγελέας της έδρας Κατεβαίνης, πρότεινε την ενοχή του 25χρονου χωρίς κανένα ελαφρυντικό και να του επιβληθεί η εσχάτη των ποινών. Ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο, ως τον ειδεχθέστερο εγκληματία από όσους γνώρισε στην εισαγγελική του θητεία. Όπως είπε, «Ο Γιακουμάκης όχι μόνον δεν είναι σχιζοφρενής, αλλά αι πράξεις του διέπονται από ψυχράν λογικήν. Διέπραξε δε το διπλούν έγκλημα, ένεκα μίσους προς τας δυο γυναίκας και δια να κλέψη τα χρήματα, τα οποία η θεία του Ελένη Λαζάρου, εφύλασσεν εις διαφόρους κρύπτας της οικίας της».
Στις 7 Ιουλίου 1966, το δικαστήριο καταδίκασε δυο φορές σε θάνατο τον 25χρονο ναυτικό για τη δολοφονία της θείας και της ξαδέλφης του. Οι ένορκοι μετά από τρίωρη διάσκεψη αποφάνθηκαν πως είναι ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό και δεν του αναγνώρισαν καμία ψυχική διαταραχή. Στο τέλος, όμως, εξέφρασαν την ευχή να μην του επιβληθεί η ποινή του θανάτου, ευχή που δεν υιοθετήθηκε από τους δικαστές. Όπως ανέφεραν τα δημοσιεύματα του Τύπου, ο Δημήτρης Γιακουμάκης άκουσε ψύχραιμος και αδιάφορος την απόφαση. Ο αδελφός του ήταν ο μόνος που τον πλησίασε και του έσφιξε το χέρι, ενώ η μητέρα του δεν άντεξε να ακούσει την ετυμηγορία του δικαστηρίου και απουσίαζε από τη δικαστική αίθουσα. Δυο χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης Γιακουμάκης, ψύχραιμος, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο νεαρός ήταν ένας από τους τελευταίους ποινικούς που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.