Στο Τενεσί των ΗΠΑ, οι ιστορίες για τον μυθικό πια Τζακ Ντάνιελς έχουν αγγίξει καθεστώς λαϊκής παράδοσης, κάνοντας την πραγματικότητα αξεδιάλυτη από τον θρύλο.
Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί διαφορετικά για τον άνθρωπο που χάρισε στον κόσμο το κλασικό καπνιστό μπέρμπον με την ασπρόμαυρη ετικέτα και το εξίσου διαχρονικό τετράγωνο μπουκάλι, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα έργα και τις ημέρες του δημιουργού της φίρμας;
Σωματικά μικροσκοπικός και ασθενικός από παιδί, ο Ντάνιελς αφιέρωσε την τεράστια προσωπικότητά του στην ιδέα του να φτιάξει ένα ουίσκι που -χάρη στο φιλτράρισμα με άνθρακα και σε άλλους ιδιαίτερους παράγοντες- θα ήταν υπερήφανος να πουλά σε «αλμυρή» τιμή.
Κι έτσι στα 140 χρόνια της ιστορίας του εμβληματικού μπέρμπον, το απόσταγμα του Ντάνιελς έμελλε να μετατραπεί στο μπεστ-σέλερ ουίσκι της οικουμένης, διατηρώντας πάντα τη μυστική συνταγή του «πατέρα», αν και πλέον αναμεμειγμένη με δαιμόνιο μάρκετινγκ και στιβαρή διαφήμιση. Και βέβαια ο Τζακ Ντάνιελς δεν έφτιαξε μόνο ένα αχτύπητο γευστικά μπέρμπον, αλλά ένα σωστό σύμβολο των ΗΠΑ!
Παρά το γεγονός όμως ότι το όνομά του είναι γνωστό στα πέρατα της υφηλίου, η ιστορία της ζωής του καλύπτεται από τον μανδύα του θρύλου και του μυστηρίου…
Πρώτα χρόνια
Ο θρύλος του Τζακ Ντάνιελς γεννιέται από την ίδια τη στιγμή της γέννησής του. Κι αυτό γιατί κανείς δεν ξέρει ή δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο ο ποτοποιός. Κάποιες πηγές αναφέρουν ως πιθανή ημερομηνία γέννησης του Τζάσπερ Νιούτον «Τζακ» Ντάνιελς την 5η Σεπτεμβρίου 1846 (που είναι πια συμβατικώς αποδεκτή), αν και στον τάφο του λέει 1850. Κάτι που είναι αρκετά παράξενο, μιας και η μητέρα του πέθανε το 1847.
Αυτή η κουβέντα δεν θα είχε ενδεχομένως και τόση σημασία για κανέναν άλλο, αν και στην περίπτωση του Τζακ Ντάνιελς έχει κεφαλαιώδη ρόλο, καθώς ο θρύλος τον έχει αναγορεύσει σε παιδί-θαύμα της ποτοποιίας. Ήταν λοιπόν όντως παιδί; Αν μιλάμε για τη μύησή του στον κόσμο του ουίσκι, στα σίγουρα ναι.
Ο μικρόσωμος και ασθενικός Ντάνιελς γεννιέται λοιπόν σε φάρμα της κομητείας Μουρ του Τενεσί ως ένα από τα 12 παιδιά ενός αγρότη και της συζύγου του, η οποία ωστόσο πέθανε σύντομα και τον άφησε μόνο να μεγαλώνει για τα παιδιά. Φτώχεια καταραμένη μάστιζε τη φαμίλια κι έτσι όταν ο Τζακ έφτασε σε ηλικία 10 ετών, ο πατέρας αποφασίζει ότι ήταν ώρα να μάθει ο μικρός μια τέχνη για να συμβάλει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.
Με 9 δολάρια όλα κι όλα στην τσέπη, ο μικρός Τζακ έψαξε μόνος την τύχη του και σύντομα βρέθηκε στη δούλεψη λουθηρανού ιερέα στη γειτονική πόλη Λίντσμπεργκ, ο οποίος είχε στην κατοχή του ένα παντοπωλείο και πάντα χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια. Ο πάστορας Dan Call πουλούσε στο μαγαζί του το ουίσκι που παρασκεύαζε μόνος του κι έτσι ο Τζακ μυήθηκε στην απόσταξη ήδη από τα μικράτα του.
Εντυπωσιασμένος από την τεχνική της απόσταξης, ο Τζακ αποφάσισε να μάθει καλά την τέχνη, καθώς γράμματα δεν είχε προλάβει να μάθει και το μέλλον του φάνταζε ξεκρέμαστο. Ο θρύλος λέει εδώ ότι ο 16χρονος πια Τζακ, παιδί-θαύμα στο ουίσκι όπως τον έλεγαν, αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την παραγωγή μπέρμπον. Αν ευσταθεί έστω και λίγο αυτό, ο έφηβος Τζακ άρχισε να πουλά το δικό του Τενεσί ουίσκι μόλις 3 χρόνια αργότερα: πρέπει λοιπόν να ήταν 19 ετών όταν λανσαρίστηκε στην αγορά το μπέρμπον του το 1866, όπως αναγράφεται εξάλλου στη φημισμένη ασπρόμαυρη ετικέτα που φιγουράρει πια σε κάθε φιάλη Jack Daniels: «Established and Registered in 1866»…
Στην πραγματικότητα, κανένα ντοκουμέντο ή μητρώο δεν επιβεβαιώνει τον μύθο. Μπορεί ο Ντάνιελς να έγινε όντως πολύ καλός στην απόσταξη ουίσκι ήδη από έφηβος ακόμα, την εταιρία του δεν την καταχώρισε πάντως στα μητρώα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης πριν από το 1875. Και μέχρι τότε βέβαια ήταν πια 29 χρονών, κάτι που σκοτώνει τον μύθο του αγοριού που έφτιαχνε το καλύτερο ουίσκι στο Τενεσί!
Και κάτι ακόμα: το ουίσκι που παραγόταν στο Τενεσί εφάρμοζε τις ίδιες παραδοσιακές μεθόδους που είχαν κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα οι αρχαίοι Σκοτσέζοι και Ιρλανδοί, μόνο που οι Αμερικανοί δεν το άφηναν να παλαιώσει. Καθαρό στο χρώμα ή με γεύση (και χρώμα) καραμέλας, το αμερικανικό μπέρμπον πωλούταν λίγες μόνο μέρες μετά την απόσταξή του κάνοντας τα όλα να έχουν την ίδια ακριβώς γεύση.
Όχι όμως και το ουίσκι του αιδεσιμότατου Call, ο οποίος είχε αναπτύξει τόσο τη δική του τεχνική απόσταξης όσο και έναν τρόπο να παλαιώνει στα γρήγορα το ουίσκι, χρησιμοποιώντας καβουρδισμένο στα κάρβουνα σιρόπι ζάχαρης, κάτι που έδινε στο δικό του απόσταγμα ιδιαίτερη γεύση και το έκανε δημοφιλές στα πέρατα του Τενεσί. Ο μικρός Γιάσπερ μυήθηκε λοιπόν στα μυστικά της τέχνης του ιερωμένου, αν και σύντομα θα γινόταν ακόμα καλύτερος ποτοποιός από τον δάσκαλο…
Ο νεαρός δημιουργός αφήνει το σημάδι του
Στη δεκαετία του 1860 που ξέσπασε ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος (1861), ο κληρικός και ο νεαρός του συνεργάτης έκαναν δουλειές όπως μπορούσαν. Ανήλικος για να καταταγεί, ο Τζακ, όπως τον αποκαλούσαν πια όλοι, πήγαινε με το κάρο το πολύτιμο φορτίο όπου υπήρχε αγοραστικό κοινό. Χάνοντας τον πατέρα του στον εμφύλιο και με τα άλλα του αδέλφια στον πόλεμο, τον επισκέπτεται η μοίρα: ο ιερωμένος Call λαμβάνει την επισκοπική διαταγή να παρατήσει είτε τον κλήρο είτε τις δουλειές με το αλκοόλ, καθώς αυτά τα δυο δεν πήγαιναν μαζί.
Κι έτσι ο νεαρός Τζακ αγοράζει σε προνομιακή τιμή το αποστακτήριο του ιερέα και είναι πια ιδιοκτήτης (αν και για τις χρονολογίες είπαμε ότι δεν υπάρχει συναίνεση). Και τότε έκανε την κίνηση που θα τον έστελνε στην κορυφή. Ψάχνοντας για καλύτερο μέρος για να στεγάσει την επιχείρησή του, βρήκε ένα κτηματάκι μισοτιμής στο Λίντσμπεργκ, το οποίο διέθετε ένα ασβεστολιθικό σπήλαιο και μια πηγή. Όπως καταλαβαίνουμε, το φρέσκο νερό της πηγής έγινε το σημαντικότερο εργαλείο της δουλειάς του και στα σίγουρα η καλύτερη αγορά που έκανε ποτέ!
Το καπνιστό ουίσκι του ήταν πια πιο εύγευστο από ποτέ και το προτιμούσαν όλοι από τα άλλα του ανταγωνισμού. Και με τον πόλεμο των πολιτειών να μαίνεται στο Τενεσί, ο Τζακ έβλεπε ότι το απόσταγμά του ήταν ανάρπαστο και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές! Με τα κέρδη αύξησε την παραγωγή του, προσέλαβε βοηθούς και συνέχισε τα πειράματά του τόσο με την απόσταξη όσο και την παλαίωση, την ίδια στιγμή που επανεφηύρε τον εαυτό του: το έλεγε εξάλλου από παιδί, αν ήταν ο κόσμος να τον θυμάται μετά τον θάνατό του, θα τον θυμόταν για το ουίσκι του.
Κι έτσι αγόρασε μακρύ παλτό, καπέλο, μεταξωτό γιλέκο, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν και γραβάτες και πέταξε τη στολή εργασίας από πάνω του μια και καλή. Ταυτοχρόνως, ίδρυσε την μπάντα «Jack Daniel’s Silver Cornet Band», ένα δεκαμελές συγκρότημα που αφιερώθηκε αποκλειστικά στην προώθηση του μπέρμπον σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ. Με χειροποίητες στολές από γνωστό αμερικανό ράφτη και με άμαξα με το λογότυπο της εταιρίας του, η ομάδα των μουσικών διασφάλισε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχαν εγκαίνια σαλούν, προεκλογικές συγκεντρώσεις και γιορτές ή αργίες χωρίς να δίνει το παρών το λογότυπό του (ταυτοχρόνως, ήταν ο πρώτος ποτοποιός που χρησιμοποίησε αερόστατα για να διαφημίσει το προϊόν του, κάτι που έκανε το κοινό να το περιβάλλει με δέος!)…
Πέρα από το δαιμόνιο μάρκετινγκ και τις καινοτόμες προωθητικές του ενέργειες όμως η πλέον έξυπνη απόφασή του ήταν ο τρόπος παρουσίασης του προϊόντος του. Ήταν εξάλλου από τους πρώτους που τύπωνε την επωνυμία της φίρμας του πάνω στη φιάλη του ουίσκι εδώ και χρόνια, αν και αυτό δεν ήταν πια αρκετό για τον ίδιο. Πλέον χάραζε το όνομα του αποστακτηρίου του πάνω στα κυλινδρικά μπουκάλια, αν και πάλι δεν ήταν ικανοποιημένος, καθώς αυτές οι φιάλες του συρμού χρησιμοποιούνταν από όλους τους ποτοποιούς του Τενεσί.
Κι έτσι όταν πωλητής μπουκαλιών τού δειγμάτισε το 1895 ένα πρωτότυπο τετράγωνο μπουκάλι, ο Τζακ ήξερε ότι είχε πετύχει διάνα! Οι νέες φιάλες όχι μόνο ξεχώριζαν από τον σωρό του ανταγωνισμού αλλά και το σχήμα τους ήταν ιδανικό για τη μεταφορά του φορτίου, καθώς δεν υπήρχε πια ο κίνδυνος να κυλήσουν τα μπουκάλια και να σπάσουν.
Παρά τις τεράστιες προωθητικές του εκστρατείες όμως και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ήξερε ότι αυτό που ξεχώριζε το προϊόν του ήταν η απαράμιλλη ποιότητά του, κάτι που δεν πείραξε ποτέ, τηρώντας ευλαβικά την τέχνη που είχε μάθει από τον αιδεσιμότατο. Κι έτσι όταν το 1904 ο τελειομανής Τζακ Ντάνιελς αποφάσισε ότι το ουίσκι του ήταν πια μοναδικό από κάθε άποψη ώστε να θελήσει να το κατεβάσει στον διαγωνισμό γευσιγνωσίας ουίσκι στη Διεθνή Έκθεση του ΣενΛιούις, δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο έκπληξη ότι έφυγε από κει με το πρώτο βραβείο ανά χείρας! Την επόμενη χρονιά, το 1905, το Jack Daniels διαγωνίστηκε με τα καλύτερα ευρωπαϊκά ουίσκι σε αντίστοιχο διαγωνισμό στη Λιέγη του Βελγίου και έφυγε πάλι με το Χρυσό Μετάλλιο, κάτι που εκτόξευσε το ουίσκι στη διεθνή του δόξα…
Παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1870 ο ανταγωνισμός στο Τενεσί τον είχε μιμηθεί σε όλα, ακόμα και στο φιλτράρισμα του ουίσκι σε καβουρδισμένη ζάχαρη, ο Τζακ υπερείχε ωστόσο σε όλα τα υπόλοιπα, από το καλό νερό και τα δημητριακά ανώτερης ποιότητας μέχρι και στον χρόνο που αφιέρωνε στο προϊόν του ώστε να παλαιώσει, καταλήγοντας σε περιεκτικότερο γευστικά και σαφώς καλύτερο μπέρμπον…
Το τυχερό Νο 7
Κανείς δεν ξέρει γιατί ο Τζακ Ντάνιελς έδωσε το όνομα «Old No. 7» στο ανώτερης ποιότητας μπέρμπον του, κι αυτό το μυστήριο έπαιξε τον δικό του ρόλο. Πολλές ερμηνείες έχουν προταθεί φυσικά όλα αυτά τα χρόνια και ποικίλουν καθοριστικά: ο Τζακ είχε 7 συντρόφους στη ζωή του, ο Τζακ πίστευε ότι το 7 ήταν τυχερό νούμερο, ο Τζακ τίμησε έτσι έναν καλό του φίλο που ήταν ιδιοκτήτης 7 πολυκαταστημάτων, ο Τζακ βρήκε ένα φορτίο με ξεχασμένο εδώ και 7 χρόνια ουίσκι κι έτσι αποφάσισε να το ονομάσει «Old No. 7», με τα σενάρια και τις θεωρίες να είναι πραγματικά ανεξάντλητες.
Ο επίσημος βιογράφος του Τζακ Ντάνιελς, Peter Krass, μας δίνει μια ακόμα πιο πεζή ερμηνεία: ήταν από τα φορολογικά μητρώα της φίρμας του, που είχε καταχωριστεί στη Επαρχία Νο 7 του Τενεσί, που πήρε την έμπνευση ο ποτοποιός να ονομάσει έτσι το προϊόν του. Όταν λοιπόν η εφορία ήρθε αργότερα και τον κατέταξε τυχαία στο Νο 16, ο Ντάνιελς δεν ήθελε να αλλάξει την ονομασία του ουίσκι και να διακινδυνεύσει την εμπορική του πορεία, γι’ αυτό και πλέον φιγούραρε ως «Παλιό Νο 7» (Old No. 7)…
Προσωπική ζωή
Ο Τζακ Ντάνιελς ποτέ δεν παντρεύτηκε ή απέκτησε παιδιά. Κάποιοι λένε ότι αυτό συνέβη επειδή είχε παντρευτεί τη δουλειά του, άλλοι πάλι γιατί δεν βρήκε την ιδανική γυναίκα, καθώς τα στάνταρ του παραήταν υψηλά. Ή ενδεχομένως γιατί ήταν απασχολημένος ολημερίς και ολονυχτίς να ψυχαγωγεί τον πληθυσμό του Λίντσμπεργκ, μέσα από τα τεράστια χριστουγεννιάτικα πάρτι του, τους χορούς μεταμφιεσμένων και την παρουσία του σε κάθε κοινωνικό γεγονός της κομητείας.
Ήταν βέβαια μεγάλος γυναικάς και η δίψα του για νεότερες ηλικιακά γυναίκες έμεινε εξίσου παροιμιώδης με το μπέρμπον του. Πάντοτε καλοντυμένος, σωστή κινητή διαφήμιση του προϊόντος του, ήταν αχτύπητος χορευτής, γλυκομίλητος και η ψυχή της παρέας, κάτι που τον έκανε μαγνήτη στο ωραίο φύλο. Κάποτε φέρεται να ζήτησε μία από δαύτες σε γάμο, αν και ο πατέρας της αρνήθηκε να του δώσει το χέρι της καθώς δεν αποκάλυπτε ποτέ την πραγματική του ηλικία (αν και οι κακές γλώσσες είπαν ότι παραήταν μικρή η νεαρά για τα δόντια του γηραλέου Ντάνιελς).
Στα πρότυπα πάντως της δικής του μαθητείας, μύησε στην τέχνη της απόσταξης τον γιο της αδερφής του, Lem Motlow, και έδωσε δουλειά σε πολλά ακόμα μέλη της οικογένειάς του…
Η γάγγραινα και το απρόοπτο τέλος
Ήταν ακριβώς η εργασιομανία που θα στερούσε τη ζωή στον μεγάλο ποτοποιό. Και η συνήθειά του να ξεκινά τη μέρα του νωρίς φυσικά, πριν εμφανιστούν ακόμα οι πρώτοι συνεργάτες του στη δουλειά. Όπως λέει η ιστορία, ένα πρωινό του 1906 ο Τζακ έφτασε και πάλι πρώτος στο αποστακτήριό του και προσπάθησε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιό του. Δεν θυμόταν όμως τον μαγικό αριθμό, η γραμματέας του δεν είχε έρθει ακόμα κι έτσι πάνω στα νεύρα του κλότσησε το αναθεματισμένο κουτί όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Το αριστερό του πόδι μελάνιασε, ο Τζακ κούτσαινε αν και δεν έδωσε πολύ σημασία στο γεγονός, δεν είχε εξάλλου καθόλου χρόνο για χάσιμο ή για γιατρούς. Το πράγμα χειροτέρευε όμως και σύντομα το τραύμα εξελίχθηκε σε σήψη. Κι έτσι ήρθε η γάγγραινα, ο ακρωτηριασμός του μέλους και πέντε χρόνια αργότερα, ο θάνατος (10 Οκτωβρίου 1911). Πριν συμβεί το μοιραίο, άφησε το αποστακτήριό του στα δυο του ανίψια και αποσύρθηκε σταδιακά από την ενεργό δράση.
Η ιστορία του χρηματοκιβωτίου ελέγχεται πια ως ανακριβής, ξέρετε όμως τι λένε: όταν λείπουν τα γεγονότα, ο μύθος καλύπτει τα κενά.
Και εδώ μιλάμε σίγουρα για μύθο που συμβάλει στο μυστήριο της ζωής του Τζακ Ντάνιελς, ο οποίος πίστευε εξάλλου ότι όσο πιο αξιομνημόνευτος έμενε ο βίος του, τόσο πιο διαχρονικό θα γινόταν το μπέρμπον του…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr