Ως μια από τις κορυφαίες μορφές του Ρομαντισμού, τον περίφημο βρετανό ποιητή, ζωγράφο και χαράκτη δεν τον κατάλαβαν οι σύγχρονοί του, γι’ αυτό και τον χαρακτήρισαν εκκεντρικό, ακόμα και τρελό.

Κι όμως, ο ίδιος ήταν νεωτεριστής και το πολύπλευρο έργο του σύντομα θα γινόταν προάγγελος των εξελίξεων που θα γνώριζε ο χώρος της τέχνης, με την ιστορία της αισθητικής να του επιφυλάσσει την τιμή του «προφήτη» των βρετανικών γραμμάτων.

Πέρα από τη βαθιά επίδραση που άσκησε στους Ρομαντικούς του 19ου αιώνα, η φήμη του Μπλέικ συνέχισε να μεγαλώνει κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με τα «καταραμένα» ζωγραφικά κυρίως έργα του να έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στον ποπ πολιτισμό μας, κοσμώντας εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων.

Όταν τα πράγματα έχουν εξάλλου να κάνουν με μεταφυσική, Βίβλο, Κόλαση κ.λπ., το όνομα του Μπλέικ και οι ζοφερές του παραστάσεις έρχονται πρώτα στο μυαλό!

Ο παραγνωρισμένος στην εποχή του καλλιτέχνης και οραματιστής συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής…

Πρώτα χρόνια

Ο Ουίλιαμ Μπλέικ γεννιέται στις 28 Νοεμβρίου 1757 στο Λονδίνο ως το τρίτο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας εμπόρων. Ο μικρός Ουίλιαμ εγκαταλείπει το σχολείο σε ηλικία 10 ετών για να αφιερωθεί στο σχέδιο, δείχνοντας την κλίση του από τρυφερή ηλικία. Με τις ευλογίες μάλιστα των γονιών του, το παιδί εκπαιδεύεται στο σπίτι από τη μητέρα του, την ίδια στιγμή που μελετά τη Βίβλο, η οποία θα έχει κολοσσιαία επίδραση τόσο στον ψυχισμό όσο και το έργο του: θα αποτελεί ισόβια πηγή έμπνευσης, δίνοντας στην καλλιτεχνική του ματιά την αίσθηση της πνευματικότητας.

Στην ίδια νεαρή ηλικία, ο Μπλέικ αρχίζει να βιώνει τα περίφημα εκστατικά οράματά του: σε ηλικία 4 ετών, ο Ουίλιαμ βλέπει το πρόσωπο του θεού να εμφανίζεται στο παράθυρο του σπιτιού του. Αργότερα θα δει τον προφήτη Ιεζεκιήλ κάτω από ένα δέντρο, στο όραμα «του δέντρου γεμάτου με αγγέλους». Τα οράματα του αγοριού, που θα συνεχιστούν για το υπόλοιπο της ζωής του, θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο τόσο στη ζωγραφική όσο και την ποίησή του…

Ο νεαρός καλλιτέχνης

Το καλλιτεχνικό δαιμόνιο του Μπλέικ φανερώθηκε από πολύ νεαρή ηλικία: σε ηλικία 10 ετών αρχίζει να γράφει τα πρώτα πρώιμα ποιήματά του, ενώ λίγο αργότερα γράφεται στη σχολή ζωγραφικής Henry Pars, με την εκπαίδευσή του στο σχέδιο και τη χαρακτική να μετρά αρκετά χρόνια μαθητείας δίπλα σε χαράκτες και γνωστούς κολορίστες, αλλά και σε περίφημες ακαδημίες τέχνης.

Την ίδια εποχή, αρχίζει να συγκεντρώνει μανιωδώς αντίτυπα πινάκων καλλιτεχνών που δεν ήταν πια στη μόδα, όπως του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Αγγέλου, κατηγορώντας τους σύγχρονούς του που είχαν γυρίσει την πλάτη στους μεγάλους δασκάλους και αναζητούσαν νέα ύφη στην απεικόνιση. Στο ίδιο μοτίβο, απορρίπτει τις λογοτεχνικές ακροβασίες του 18ου αιώνα και προτιμά τους Ελισαβετιανούς (Jonson, Spenser και Σέξπιρ φυσικά)…

Ο ώριμος καλλιτέχνης

Την επόμενη χρονιά, ο Μπλέικ συλλαμβάνει σε ένα όραμα μια νέα μέθοδο τυπώματος των βιβλίων του, την οποία ονομάζει «πεφωτισμένη εκτύπωση», την οποία θα χρησιμοποιεί πλέον σε όλα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε: καθένα από τα «φωτισμένα» βιβλία του αποτελούσε ένα αυτόνομο έργο τέχνης! Με τη νέα τεχνική στο πλευρό του, ο καλλιτέχνης αναπτύσσει το ιδιαίτερο ύφος που θα τον κάνει αργότερα σπουδαίο, επιτρέποντάς του να έχει τον πλήρη έλεγχο σε κάθε βήμα της τέχνης του.

Όντας ήδη αναγνωρισμένος χαράκτης, σύντομα θα έπαιρνε τις πρώτες παραγγελίες του για υδατογραφίες, σταθερά προσηλωμένος στα έργα του Μίλτον, του Δάντη, του Σέξπιρ και στη Βίβλο φυσικά.

Το 1779, σε ηλικία 21 ετών, ο Μπλέικ ολοκλήρωσε την 7ετή μαθητεία του και έγινε έτσι ειδικευμένος τεχνίτης στη χαρακτική, αναλαμβάνοντας τις πρώτες του δουλειές σε βιβλία και άλλες εκτυπωτικές διαδικασίες. Αεικίνητος και διψασμένος για ζωγραφική γνώση, γράφεται στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και Σχεδίου και τον επόμενο χρόνο αρχίζει να εκθέτει δικά του έργα (1780).

Το δημιουργικό ταλέντο του Μπλέικ αρχίζει να αποκαλύπτεται στην πλήρη έκτασή του την εποχή αυτή, με τον ίδιο να εκδίδει -με τη βοήθεια του προστάτη του- την πρώτη του ποιητική συλλογή: τα «Ποιητικά Σχεδιάσματα» (Poetical Sketches – 1783) συγκεντρώνουν τη δουλειά του των προηγούμενων 14 ετών και φανερώνουν την ιδιαίτερη λογοτεχνική του ματιά, αλλά και την ιδιοφυΐα του φυσικά.

Τον Αύγουστο του 1782, ο Μπλέικ παντρεύεται τη φτωχή και αναλφάβητη Catherine Sophia Boucher, στην οποία διδάσκει όχι μόνο γραφή και ανάγνωση, αλλά και σχέδιο και ζωγραφική. Ταυτοχρόνως, τη μυεί στα εκστατικά οράματα και σύντομα η νεαρή σύζυγος θα βιώνει αντίστοιχα όνειρα, αναγνωρίζοντας τη μεγαλοφυΐα του συζύγου της. Για τα επόμενα 45 χρόνια, μέχρι τον θάνατο δηλαδή του Μπλέικ, η σύζυγός του θα στέκεται αρωγός και συμπαραστάτης, βοηθώντας τον όπως μπορούσε στη δουλειά του.

Ένα τραυματικό γεγονός στη ζωή του Μπλέικ θα στιγματίσει τον βίο του το 1787: ο πολυαγαπημένος του αδερφός Ρόμπερτ παθαίνει από φυματίωση, σε ηλικία 24 ετών. Ο Μπλέικ βλέπει υποτίθεται την ψυχή του νέου καθώς εγκαταλείπει το σώμα του και γίνεται μάρτυρας του πνεύματος του Ρόμπερτ καθώς εισβάλει μέσα του: το γεγονός θα σφραγίσει έκτοτε την ποίηση του μεγάλου λογοτέχνη…

Η μετεγκατάσταση στο Σάσεξ και οι προσωπικές περιπέτειες

Το 1790 ο Μπλέικ μετακόμισε με τη γυναίκα του στο Lambeth, όπου θα παραμείνει την επόμενη δεκαετία συνεχίζοντας να κατασκευάζει χαρακτικά για τα ποιήματά του και να εξελίσσει τις θεματικές του. Είναι μια ιδιαίτερη γόνιμη περίοδος για τον καλλιτέχνη: εκδίδει -πάντα με δικά του έξοδα, για να αποφύγει τη λογοκρισία του κράτους και της εκκλησίας- έργα όπως «Το βιβλίο του Ούριζεν» (1794), «Ευρώπη: μια Προφητεία» (1794), «Το Τραγούδι του Λος» (1795) και «Το βιβλίο του Λος» την ίδια χρονιά. Και βέβαια την ίδια εποχή (1790-1793) ολοκληρώνει τους μνημειώδεις «Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης», όλα τους τυπωμένα με τη μέθοδο της «πεφωτισμένης εκτύπωσης».

Το 1800, ο Μπλέικ αποδέχτηκε την πρόσκληση του ποιητή William Hayley να μετακομίσει στο Σάσεξ και να γίνει προστατευόμενός του, βοηθώντας τον οικονομικά. Τον Αύγουστο του 1803 ωστόσο ο Μπλέικ θα κατηγορηθεί άδικα ότι ενεργούσε ενάντια στη χώρα του όταν επιτέθηκε και εκδίωξε στρατιώτη που βρήκε στην ιδιοκτησία του ποιητή. Ο πραγματικός λόγος ήταν ωστόσο οι φιλελεύθερες ιδέες του: ο Μπλέικ πίστευε στην Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση, ήταν υπέρμαχος της ισότητας των δύο φίλων και είχε διαρκώς στο στόχαστρο τόσο τη Βρετανική Αυτοκρατορία όσο και τον θεσμό της εκκλησίας.

Παρά τις δικαστικές περιπέτειες, ο Μπλέικ αθωώθηκε τον Ιανουάριο του 1804 και επέστρεψε τάχιστα με τη σύζυγό του στο Λονδίνο…

Κατοπινά χρόνια



Παρά το σημαντικό του έργο και τις μνημειώδεις εικονογραφήσεις τόσο στα δικά του ποιήματα όσο και σε αναγνωρισμένους ποιητές της εποχής (Μίλτον, Μπλερ κ.ά.), οι κριτικοί συνέχισαν να μην εκτιμούν τον Μπλέικ. Το 1804, ο ποιητής άρχισε να γράφει και να εικονογραφεί την περίφημη και προφητική «Ιερουσαλήμ» (1804-20), το πλέον φιλόδοξο έργο του, που έμελλε να είναι και το τελευταίο του.

Ταυτοχρόνως, αρχίζει να εκθέτει με μεγαλύτερη συχνότητα ζωγραφικούς πίνακες, όπως τον «Σατανά που καλεί τις στρατιές του», οι οποίοι ωστόσο είτε περιβάλλονται από εκκωφαντική ησυχία από πλευράς κριτικής είτε φέρνουν αντιθέτως σφοδρές επικρίσεις, κατηγορώντας τον δημιουργό τους ως «κακότυχο παράφρονα»!

Ο Μπλέικ, συντετριμμένος από τις κακές κριτικές και την έλλειψη προσοχής στο έργο του, άρχισε προοδευτικά να αποσύρεται από το προσκήνιο, θεωρώντας πια κάθε προσπάθεια μάταιη. Από το 1809-1818, φιλοτέχνησε ελάχιστα χαρακτικά, τα οποία δεν αποπειράθηκε καν να πουλήσει, με τον ίδιο να μαστίζεται πια από φτώχεια και παράνοια…

Το 1819 ωστόσο ο Μπλέικ αρχίζει να φιλοτεχνεί για σειρά από «κεφάλια οραμάτων», ισχυριζόμενος ότι οι ιστορικές και φανταστικές μορφές που ενσάρκωσε εμφανίστηκαν πράγματι ενώπιόν του! Μέχρι το 1825, ο ζωγράφος είχε σχεδιάσει περισσότερα από 100 τέτοιες κεφαλές, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν ο βασιλιάς Σολομών, ο μάγος Μέρλιν, ο «άνθρωπος που έφτιαξε τις πυραμίδες» κ.ά.

Ενεργά δραστήριος μέχρι το τέλος, παρά την έλλειψη καταξίωσης και τη φτώχεια, ο Μπλέικ δημιουργεί 21 μνημειώδεις εικονογραφήσεις για το βιβλικό «Βιβλίο του Ιώβ» αλλά και την «Κόλαση» του Δάντη, για την οποία μάλιστα άρχισε να μαθαίνει ιταλικά για την πληρέστερη κατανόησή της.

Το 1824 αρχίζει να δημιουργεί άλλα 102 υδατογραφήματα για τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, έργο που δεν θα ολοκληρώσει καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος το 1827. Στα τελευταία αυτά χρόνια της ζωής του, ο Ουίλιαμ Μπλέικ μαστιζόταν από άγνωστη ασθένεια, την οποία αποκαλούσε «η αρρώστια στην οποία δεν υπάρχει όνομα», με τα ξεσπάσματά της να τον αφήνουν ανήμπορο. Ο κορυφαίος καλλιτέχνης πέθανε στις 12 Αυγούστου 1827, αφήνοντας ατελείς δουλειές, όπως για τη βιβλική «Γένεση».

Όπως και στη ζωή έτσι και στον θάνατο, δεν έλαβε την αναγνώριση που του έπρεπε, με τους επικήδειους να παραείναι φειδωλοί στις φιλοφρονήσεις. Η «Literary Chronicle», για παράδειγμα, περιορίστηκε να τον σκιαγραφήσει ως «έναν από τους ευφυείς αυτούς ανθρώπους … οι εκκεντρικότητες των οποίων ήταν πιο μνημειώδεις από τα επαγγελματικά τους κατορθώματα».

Παραγνωρισμένος στη ζωή, ο Ουίλιαμ Μπλέικ θα έπαιρνε αργότερα τη θέση που του άξιζε στο πάνθεο της τέχνης ως ένας από τους «γίγαντες» λογοτεχνίας και ζωγραφικής, το όραμα του οποίου για την ποίηση, τη ζωγραφική και την ένωσή τους θα πυροδοτούσε αναρίθμητες μελέτες για το έργο του και θα επηρέαζε φυσικά στρατιές ολόκληρες μελλοντικών καλλιτεχνών…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr