Η τεράστια περιουσία που κληρονόμησε όχι μία φορά, αλλά δύο, δεν αποθάρρυνε τον τζέντλεμαν Ελβς από τη σταυροφορία του να γίνει ο θρυλικότερος σφιχτοχέρης της παγκόσμιας ιστορίας. Κι αν τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία, πουθενά δεν είναι πιο πρόδηλο αυτό από την ιστορία του μεγαλειωδώς πλούσιου αλλά διαβολεμένα τσιγκούνη Τζον Ελβς, τα απαράμιλλα καμώματα του οποίου θα ενέπνεαν τελικά έναν ακόμα διάσημο φιλάργυρο, μόνο που αυτός υπήρχε αποκλειστικά στη φαντασία του Καρόλου Ντίκενς. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» (1843) βασίστηκε εν πολλοίς πάνω στον βρετανό πολιτικό, όπως μας λέει ο ίδιος ο Ντίκενς (το παραδέχεται στο τελευταίο του μυθιστόρημα, τον «Κοινό μας φίλο»). Αν και οι ομοιότητες είναι τόσο προφανείς που το μυστικό δεν θα μπορούσε να παραμείνει κρυφό για πολύ. Ο Τζον Ελβς έμαθε τις σφιχτές οικονομικές πολιτικές από την οικογένειά του. Η μητέρα του κληρονόμησε καμιά εκατοστή χιλιάδες λίρες όταν πέθανε ο σύζυγός της το 1718, 8-10 εκατομμύρια σε σημερινές τιμές δηλαδή, κι όμως πέθανε της πείνας γιατί δεν ήθελε να ξοδέψει μία σε περιττά πράγματα όπως το φαγητό και η καθημερινότητα. Η μεγαλύτερη επιρροή ωστόσο για την τσιγκουνιά του νεαρού Τζον ήταν ο διακαής πόθος του να εντυπωσιάσει τον βαρόνο θείο του, σερ Χάρβεϊ Ελβς. Μέχρι τότε ήταν δηλαδή ένας πάμπλουτος νεαρός που δεν σκεφτόταν τις σπατάλες, έπρεπε όμως να εναρμονιστεί με τα καβούρια που είχε στην τσέπη ο θείος αν ήθελε να κληρονομήσει τη δική του, επίσης αμύθητη, περιουσία. Κι έτσι τώρα περνούσαν τα βράδια τους μέσα στις σπατάλες της βρετανικής αριστοκρατίας με ένα ποτηράκι κρασί στο χέρι, μιας και ο δουλοπρεπής ανιψιός έκανε ότι ήθελε ο ευγενής Ελβς μπας και τον κληρονομήσει. Και τον κληρονόμησε το 1763, βάζοντας στο χέρι άλλες 250.000 λίρες, περισσότερα από 20 εκατομμύρια σήμερα(!), μόνο που του έμεινε μέχρι τότε ένα κουσούρι. Τώρα δεν ξόδευε μία και ζούσε σαν ρακένδυτος ζητιάνος. Ψευτοπερνούσε στα σκοτάδια για να μη χαλάει κεριά και μαζευόταν με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην ανάψουν τα τζάκια στα άλλα δωμάτια. Τα οποία άλλα δωμάτια εξάλλου δεν ήταν ακριβώς βιώσιμα, μιας και ο Τζον δεν ξόδευε μία για τη συντήρησή τους. Μέχρι τα τελευταία του μάλιστα τα πάμπολλα σπιτικά του ήταν σωστά ερείπια, αν και εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται, ζώντας σαν νομάς από το ένα χάλασμα στο άλλο. Και τα ρούχα του όμως είχαν φθαρεί ανεπανόρθωτα, καθώς φορούσε την ίδια φορεσιά πρωί-βράδυ, ακόμα και στο κρεβάτι, και δεν την έβγαζε μέχρι να τριφτεί ολότελα. Ρούχα έβρισκε από τα σκουπίδια, αν και όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην άλλη συνήθειά του: δεν πλήρωνε ποτέ για άμαξες και μετακινούνταν αποκλειστικά με τα πόδια, ακόμα και μέσα στη βροχή. Και μετά καθόταν με τα βρεγμένα μέχρι να στεγνώσουν, μια πολύωρη διαδικασία καθώς φωτιά δεν άναβε για κανέναν λόγο. Τρεφόταν με μουχλιασμένα και σάπια φαγητά και ο θρύλος τον ήθελε να κλέβει ακόμα και τις νεροπούλια του Τάμεση από τα δόντια των τρωκτικών. Ο γιατρός του άλλωστε είχε να το λέει για το βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι του και τραυμάτισε σοβαρά και τα δυο του πόδια, παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι. Ο Ελβς του είπε να θεραπεύσει μόνο το ένα του πόδι, βάζοντας στοίχημα πως το άλλο θα γινόταν από μόνο του καλά και μάλιστα γρηγορότερα. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες που δικαιώθηκε ο σπαγκοραμμένος, ήταν κάτι παραπάνω από χαρούμενος που όχι μόνο γλίτωσε την αμοιβή του γιατρού, αλλά έβγαλε κιόλας μερικές πένες από το στοίχημά τους. Με αυτά και με αυτά, εκλέχτηκε κάποια στιγμή βουλευτής το 1772, δαπανώντας για την προεκλογική του εκστρατεία… 18 πένες! Μόνο που η ζωή του πολιτευτή αποδείχτηκε δαπανηρή για τον ίδιο. Τώρα έπρεπε να πηγαίνει συχνά στο Λονδίνο για να παραβρίσκεται στο Κοινοβούλιο. Κι έτσι αναγκάστηκε να αγοράσει ένα ψωράλογο και να κάνει τεράστιες παρακάμψεις στον δρόμο του για να μην πληρώνει τα ενοχλητικά διόδια. Και όλο τον δρόμο τον έβγαζε με ένα βραστό αυγό που έπαιρνε από το σπίτι. Δώδεκα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε τελικά από τα ανώτατα αξιώματά του καθώς η πολιτική του θέση αποδείχτηκε οικονομικά δυσβάσταχτη. Και τότε καταβυθίστηκε σε ακόμα μεγαλύτερα βάθη τσιγκουνιάς. Αν και όταν πέθανε το 1789, άφησε περισσότερες από 800.000 λίρες στους δύο νόθους γιους του. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν ήταν παρά μαθητούδι μπροστά του…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζον Μέγκοτ γεννιέται στις 7 Απριλίου 1714 μέσα σε αξιοσέβαστη οικογένεια. Ο πατέρας του Ρόμπερτ ήταν γνωστός και πάμπλουτος ζυθοποιός του κεντρικού Λονδίνου και ο παππούς του, σερ Τζορτζ Μέγκοτ, βουλευτής της περιφέρειας επί σειρά ετών. Όσο για τη μητέρα του, ήταν εγγονή του σερ Ελβς, βαρόνου και βουλευτή του Σάφολκ. Το γονίδιο της τσιγκουνιάς το κληρονόμησε στην οικογένεια η γιαγιά του Τζον, μητέρα της μητέρας του, μια αριστοκράτισσα με απίστευτα πολλά καβούρια στην τσέπη. Ο μικρός Τζον έλαβε βέβαια την καλύτερη δυνατή μόρφωση που μπορούσε να εξασφαλίσει τόσο η κοινωνική του θέση όσο και ο πλούτος της οικογένειας και μετά το σχολείο ταξίδεψε μάλιστα για ένα καλό διάστημα στη Γενεύη για να γίνει ακόμα καλύτερος ιππέας και ξεφτέρι στο κυνήγι. Ικανότητες απαραίτητες για έναν βρετανό ευγενή του 18ου αιώνα. Πριν γίνει μάλιστα γνωστός για την τσιγκουνιά του αναφέρεται ως ένας από τους καλύτερους ιππείς της Ευρώπης! Σε αυτά του τα ταξίδια θα γνωρίσει μάλιστα και θα κάνει παρέα με τον ίδιο τον Βολταίρο, που όλοι παραδέχονταν πως έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Ο Τζον εντυπωσιάστηκε ωστόσο περισσότερο από τα άλογα παρά από τη σκέψη του γάλλου φιλοσόφου. Ο Τζον έχασε τον πατέρα του το 1718, όταν ήταν ακόμα παιδάκι 4 ετών, και κληρονόμησε την πρώτη σεβαστή περιουσία του. Οι 100.000 λίρες που έμειναν αμανάτι στη μητέρα ήταν ένα ποσό αμύθητο για την εποχή. Κι όμως εκείνη πέθαινε τώρα της πείνας καθώς δεν ήθελε να ξοδέψει σελίνι. Όταν πέθανε κι εκείνη πρόωρα, από κακή διατροφή φυσικά, ο Τζον κληρονόμησε ένα τεράστιο κτήμα και μια έπαυλη στο σημερινό Όξφορντσαϊρ, το οποίο είχε αγοράσει ο πατέρας έναν χρόνο πριν φύγει από τη ζωή. Πλέον ζούσε σαν σωστός δανδής, συχνάζοντας στα μεγαλύτερα σαλόνια του Λονδίνου και ξοδεύοντας απίστευτα ποσά στα χόμπι του, το κυνήγι και τη χαρτοπαιξία. Και βέβαια ντυνόταν με ό,τι ακριβότερο και καλύτερο μπορούσε να του εξασφαλίσει η ευρωπαϊκή μόδα. Τότε ήταν όμως που θα έμπαινε στη ζωή του ο βαρόνος θείος του, για να απαλύνει την απώλεια των αδικοχαμένων γονιών του. Ο σερ Χάρβεϊ Ελβς, αδερφός της μητέρας του, ήταν παροιμιωδώς τσιγκούνης, σαν τη δική του μητέρα, και απαιτούσε από τον ανιψιό του την ίδια εισοδηματική πολιτική αν ήθελε να τον κληρονομήσει μια μέρα. Να μην ξοδεύει μία δηλαδή. Ο σερ Χάρβεϊ κοκορευόταν λοιπόν που ξόδευε μόλις λίγο παραπάνω από 100 λίρες για τα ετήσια έξοδά του! Αυτός τον μύησε στις χαρές τού να μη σπαταλάς ούτε πένα από τα λεφτά σου, εκμεταλλευόμενος τις εξτραβαγκάντσες της βρετανικής αριστοκρατίας για να τρως και να πίνεις τζάμπα. Το 1751, για να γίνει ακόμα πιο αρεστός στον θείο, ο Τζον αλλάζει το επίθετό του από Μέγκοτ σε Ελβς, χαροποιώντας τον όσο λίγα πράγματα στον κόσμο. Θα έπρεπε βέβαια να περιμένει μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1763 για να κληρονομήσει την αμύθητη περιουσία του σπαγκοραμμένου θείου. Η οποία περιουσία συνέχισε μάλιστα να αβγατίζει παρά το γεγονός ότι ο νεαρός δεν σκάμπαζε μία από διαχείριση. Δεν ξόδευε όμως, κι έτσι πώς να χαθούν όλα αυτά; Η μόνη σπατάλη που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν να δανείζει στους φίλους του. Μεγάλα μάλιστα ποσά, τεράστια, τα οποία κατά περίεργο τρόπο δεν ζητούσε ποτέ πίσω. Και συνέχιζε να δανείζει ακόμα και σε όσους είχαν την κακιά συνήθεια να μην του τα γυρνούν ποτέ…
Καταραμένη τσιγκουνιά
Όταν κληρονόμησε όμως την περιουσία του θείου, είχε ήδη κληρονομήσει και το κουσούρι του. Δεν ξόδευε πια μία και για τίποτα και όλοι αναρωτιόνταν πώς κατάφερνε να ζει. Κανείς δεν καταλάβαινε άλλωστε ποιος ήταν όταν τον συναντούσε στον δρόμο, μιας και ο κομψευόμενος άλλοτε νεαρός της αριστοκρατίας κυκλοφορούσε πια σαν ζητιάνος, με φθαρμένα και βρόμικα ρούχα και χωρίς σελίνι στην τσέπη. Αυτός βέβαια όχι μόνο δεν ντρεπόταν όταν του βάζαν καμιά πένα στο χέρι, περνώντας τον για επαίτη, αλλά το καταχαιρόταν κιόλας. Η έπαυλή του έξω από το Λονδίνο αλλά και τα τόσα πολυτελή διαμερίσματά του στην πόλη ήταν επιπλωμένα με κάτι παλιατζούρες. Όταν χτυπούσε μάλιστα κάτι στο κυνήγι, δεν έτρωγε τίποτα άλλο μέχρι να τελειώσει το θήραμά του. Έστω κι αν αυτό σήμαινε πως γευόταν σάπιο κρέας, μιας και τα περιθώρια συντήρησης ήταν πενιχρά στην εποχή αυτή. Η βίλα του ήταν πια ετοιμόρροπη. Όταν φιλοξένησε έναν βράδυ κάποιον κοντινό συγγενή του, έναν ανιψιό του, ο μουσαφίρης έμεινε ξάγρυπνος από τα σταξίματα της στέγης, καθώς η βροχή περνούσε σχεδόν ανεμπόδιστα στην κάμαρά του. Τα θρυλικά του καμώματα για να μην ξοδεύει μία και τα απροσμέτρητα βάθη που τον έφτανε η τσιγκουνιά του απαθανατίστηκαν σε όλη τους τη δόξα από τον βιογράφο του, Έντουαρντ Τόφαμ, που ήταν εξάλλου προσωπικός του φίλος και τον γνώριζε καλά. Αυτός μας λέει: «Ήταν περίεργο να παρατηρεί κανείς όλα αυτά τα μικρά που έκανε για να εξοικονομεί χρήμα … Αφού καθόταν όλη νύχτα παίζοντας χιλιάδες, πλάι στους πιο καλοντυμένους και ακόλαστους ανθρώπους του καιρού, μέσα σε πολυτελή δωμάτια με επίχρυσους καναπέδες, κεριά και τόσους υπηρέτες στη διάθεσή του, θα σηκωνόταν στις 4:00 το πρωί, όχι όμως για το σπίτι του, αλλά για το Σμίθφιλντ! Εκεί συναντούσε τα δικά του βόδια, που τα έφερναν οι υπηρέτες του στην τοπική εμποροπανήγυρη από τη φάρμα του στο Έσεξ. Κι εκεί ακριβώς ο ίδιος άντρας, ξεχνώντας τις σκηνές που είχε μόλις αφήσει, θα στεκόταν στο κρύο και τη βροχή διαλαλώντας την πραμάτεια του για ένα σελίνι». Σύμφωνα μάλιστα με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Μίλερ, που μάζεψε λίγο αργότερα ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον Ελβς, ο τσιγκούνης κροίσος «παραπονιόταν πικρά για τα πουλιά που του έκλεβαν το στάχυ του για να χτίσουν τις φωλιές τους». Ο οποίος αδιαφορούσε ακόμα και για την υγεία του αρκεί να μη βάλει το χέρι στην τσέπη. Έλεγε πως μισούσε τους γιατρούς, αν και όλοι ήξεραν ότι δεν ήθελε απλώς να πληρώνει την αμοιβή τους. Γιατί όταν κάποιος φίλος γιατρός από τις τόσες διασυνδέσεις του με την υψηλή κοινωνία προθυμοποιούνταν να τον κουράρει αφιλοκερδώς, ο Τζον δεν έλεγε ποτέ «όχι». Ακόμα και το τραύμα στο μάγουλο από ένα ατύχημα στο κυνήγι δεν πήγαινε να κοιτάξει, κι ας τον πονούσε τόσο. Είχε πάντως και χιούμορ, λέγοντας στον πολύ κακό στο σημάδι νεαρό κυνηγό που τον πυροβόλησε άθελά του: «Αγαπητέ κύριε, αφήστε με να σας συγχαρώ, θεωρώ πως κάποια μέρα κάτι θα χτυπήσετε». Παρά την εξαιρετική τσιγκουνιά του όμως, ο Ελβς έχασε πραγματικά τεράστια ποσά σε θαλασσοδάνεια, απλήρωτα χρέη και κάκιστες επενδύσεις. Δεν τα ζητούσε μάλιστα ποτέ πίσω, θεωρώντας πως ένας τζέντλεμαν δεν ασχολείται με τέτοια μικροπράματα σαν τα λεφτά. Γι’ αυτό και ήταν τελικά εκκεντρικός, καθώς η τσιγκουνιά του είχε να κάνει αποκλειστικά με τον δικό του τρόπο ζωής. Εκτός κι αν μιλάμε βέβαια για τυχερά παιχνίδια και στοιχήματα, καθώς εκεί όρια δεν είχε η σπατάλη του. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το περιστατικό που διηγούνταν για χρόνια στο Λονδίνο, όταν δάνεισε μια μέρα σε έναν φίλο λόρδο κάπου 7 χιλιάδες λίρες για να στοιχηματίσει στις ιπποδρομίες. Τη μέρα της κούρσας, ο Ελβς έφτασε ταλαίπωρος στον ιππόδρομο πάνω στο ξακουστά λιπόσαρκο άλογό του, το οποίο δεν είχε φυσικά πέταλα και το έπαιρνε μόνο όταν ο καιρός ήταν βροχερός. Ίππευε λοιπόν για 14 ώρες και δεν είχε φάει τίποτα, καθώς άφηνε το κομματάκι του κέικ που βρήκε στην τσέπη του για τον ιππόδρομο. Κάθισε δίπλα στον λόρδο, του εξομολογήθηκε πως το κέικ ήταν στο παλτό του εδώ και δυο μήνες, το έφαγε και του ορκίστηκε μετά πως «ήταν σαν να το έφτιαξες τώρα»!
Πολιτική καριέρα
Ήταν το 1772 όταν, με τις διασυνδέσεις του κύκλου του και το βαρύ όνομά του, ο Τζον Ελβς έγινε μέλος του βρετανικού Κοινοβουλίου χωρίς να δαπανήσει μάλιστα λίρα. Εκτός από κείνες τις 18 πένες που τον ανάγκασαν να πληρώσει για να συμμετάσχει στη διαδικασία! Στη Βουλή των Αντιπροσώπων μπήκε μάλιστα από το παράθυρο, στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών, κι αυτό για να υπονομευτεί η πολιτική καριέρα κάποιου άλλου. Η πολιτική του καριέρα θα απλωθεί μάλιστα σε τρεις θητείες, καθώς κανείς δεν κατέβαινε αντίπαλός του στην εκλογική του περιφέρεια. Και θα ήταν μάλιστα ο ίδιος που θα επέλεγε να μη συμμετάσχει στις εκλογές του 1784, καθώς τα έξοδα της συχνής μετακίνησης στο Λονδίνο λογίστηκαν ανυπολόγιστα. Στα 12 χρόνια του στη Βουλή δεν σηκώθηκε μία φορά να μιλήσει στο σώμα! Ήταν σαν να μην υπήρχε στην αίθουσα. Και όπως όλοι οι βουλευτές ορκίζονταν, φορούσε μονίμως τα ίδια ρούχα, παρά το γεγονός ότι άλλαζαν οι εποχές του έτους και οι εποχές της μόδας γενικώς. Ο Ελβς κουράστηκε πάντως πολύ στη μακρά κοινοβουλευτική του θητεία καθώς για να μην πληρώνει διόδια περνούσε πολλές ώρες πάνω στη σέλα, διαβαίνοντας κακοτράχαλα δρομάκια και κάνοντας τεράστιες παρακάμψεις. Στα «συν» πάντως του πολιτικού του βίου ήταν το γεγονός ότι αρνήθηκε πεισματικά να κάνει χρήση των κοινοβουλευτικών προνομίων καθ’ όλη τη θητεία του. Όπως και τη χρηματοδότηση για την καθιερωμένη προεκλογική εκστρατεία φυσικά. Ο Ελβς δεν εκφώνησε ποτέ ούτε λόγο…
Τελευταία χρόνια
Μετά το πέρας του δημόσιου βίου του, ο Τζον αφιερώθηκε ολόψυχα στην τσιγκουνιά του, καταλήγοντας μαέστρος του πώς να μη χαλάς δραχμή. Τώρα ζούσε σαν νομάς μετακινούμενος από σπίτι σε σπίτι. Και είχε πολλά είναι η αλήθεια, πάρα πολλά, αν και τα άφηνε στην τύχη τους και δεν ήταν παρά ετοιμόρροπα ερείπια. Οι νοικάρηδές του τον άφηναν να κοιμάται μερικά βράδια εκεί, κι έτσι ψευτοπερνούσε τα χρόνια του. Έτρωγε αποκλειστικά ό,τι χτυπούσε στο κυνήγι ή ό,τι τον φίλευαν, καθώς ο κύκλος του ήταν μεγάλος και τρανός. Όταν μάλιστα οι υπηρέτες του τον θεοπαρακαλούσαν να ανάψει το τζάκι της κουζίνας, εκείνος έλεγε πως το μάσημα της τροφής ήταν «αρκετή άσκηση» ώστε να παραμένει κάποιος ζεστός. Ακόμα και το σανό που τάιζαν οι ευγενείς τα άλογά τους έκλεβε πια, περνώντας αρκετές μέρες τρώγοντας χόρτο. Δεν ήταν μάλιστα καθόλου ασυνήθιστο να μένει σε ξενοίκιαστα σπίτια, είτε δικά του είτε άλλων, για να μην αναγκάζεται να δαπανά ποσά για τη συντήρησή τους. Χρειαζόταν άλλωστε μόλις ένα ζευγάρι κρεβάτια, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι και μια «γριά γυναίκα» (οικονόμο), όπως μας λέει ο βιογράφος του, για να τα βγάλει πέρα. Η ίδια «γριά γυναίκα» πούντιαζε βέβαια από το κρύο, καθώς ούτε φωτιά άναβε ούτε τα σπασμένα παράθυρα επιδιόρθωνε. Πολλές φορές έπεσε φυσικά άρρωστος του θανατά σε κάποιο από τα δεκάδες σπίτια του και οι δικοί του όργωναν το Λονδίνο για να τον βρουν. Και μόνο από καθαρή τύχη σωνόταν κάθε φορά. Κάποια στιγμή που τον έψαχνε ο ανιψιός του, συνταγματάρχης Τιμς, τον βρήκε μόνο όταν ένα αγόρι του είπε για έναν «γέρο ζητιάνο» που είδε να μένει στον στάβλο της βίλας του Ελβς! Εκεί τον βρήκε σε κακό χάλι, αφού ακόμα και η «γριά γυναίκα» τον είχε εγκαταλείψει. Δεν τον εγκατέλειψε βέβαια. Ο ανιψιός τη βρήκε νεκρή στον πάνω όροφο του στάβλου. Κοντά στα τελευταία του δεν ήταν πια στην καλύτερη πνευματική του κατάσταση, καθώς τα βασανιστήρια που υπέβαλλε τον εαυτό του και η κακή διατροφή είχαν αφήσει το στίγμα τους. Τώρα έκρυβε μικροποσά εδώ κι εκεί, από τα ανοίκιαστα σπίτια του μέχρι και ερείπια, και πήγαινε καθημερινά να δει αν υπήρχαν ακόμα τα λεφτά. Βίωνε παραισθήσεις και φοβόταν πως θα πεθάνει στην ψάθα, την ίδια ώρα που οι υπηρέτες του τον άκουγαν διαρκώς να βλέπει εφιάλτες με φανταστικούς κλέφτες που τον καταληστεύουν. Όταν έστειλαν τον οικογενειακό γιατρό να τον δει, εκείνος σχολίασε με νόημα ότι με βάση τη ζωή που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει η περιουσία του έπρεπε κανονικά να ζήσει άλλα 20 χρόνια, καθώς δεν έπασχε από τίποτα παρά από αφόρητη τσιγκουνιά. Η οποία είχε αφήσει τον φόρο της πάνω του, μιας και ο Ελβς ήταν φανερό πως ήταν ετοιμοθάνατος. Ακόμα και τον συμβολαιογράφο που έφερε στο νεκροκρέβατό του για τη σύνταξη της διαθήκης του ανάγκασε να τη γράψει στο ημίφως, καθώς το τζάκι δεν άναψε ποτέ, τώρα θα άναβε που πέθαινε; Κι όλα αυτά την ώρα που η περιουσία που μοίραζε στα δυο εκτός γάμου παιδιά του και τον ανιψιό του κυμαινόταν στις 800.000 λίρες! Και γάμο δεν έκανε ποτέ γιατί μια τέτοια ιστορία δεν ήταν παρά περιττά έξοδα. Τώρα κοκορεύοταν εξάλλου ότι είχε ξεπεράσει τον θείο του, αφού ζούσε με λιγότερες από 50 λίρες τον χρόνο. Έτσι τον βρήκαν έναν πρωινό στο κρεβάτι του, παγωμένο από το κρύο και με τα ίδια ρούχα και παπούτσια που φορούσε εκείνη την περίοδο. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Νοεμβρίου 1789. Μοίρασε 500.000 λίρες (περίπου 30 εκατομμύρια σήμερα) στους δυο γιους του, τους οποίους φρόντισε ωστόσο να μη μορφώσει, μιας και πίστευε ότι «το να βάζεις πράγματα στα κεφάλια των ανθρώπων είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να βγάζεις τα λεφτά από τις τσέπες τους», και τα υπόλοιπα τα άφησε στον αγαπημένο του ανιψιό. Το 1843, ο Κάρολος Ντίκενς ταξίδεψε στο Μάντσεστερ και είδε από κοντά την εξαθλίωση της εργατιάς. Επιστρέφοντας από τις φάμπρικες έγραψε τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», επιστρατεύοντας τον μίζερο Εμπενίζερ Σκρουτζ που θησαύριζε σε βάρος των φτωχών. Είχε φυσικά στον νου του τον Τζον Ελβς… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr