Ως ένας πραγματικός κύριος θεάτρου και κινηματογράφου, ο μορφωμένος και κοσμογυρισμένος Δαμασιώτης υπηρέτησε την τέχνη του με τις ίδιες δόσεις σεβασμού και πάθους. Πρωταγωνιστής μεγάλος στο σανίδι, περιορίστηκε σε δευτερεύοντες ρόλους στο πανί, αν και το εκτόπισμά του ήταν τέτοιο που έκλεβε αβίαστα την παράσταση. Ποιος να τον ξεχάσει ως κλινήρη δήμαρχο στην αλησμόνητη «Κυρά μας τη μαμή» ή ως μεθύστακα στην «Καφετζού» να παραπονιέται στον αστυνομικό για κάτι που του ’πε ο Φωτόπουλος χωρίς να θυμάται τι! Με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, εντός και εκτός οθόνης, ο Δαμασιώτης ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος που ξεκίνησε από λυρικός τραγουδιστής, ζώντας μια δεύτερη και εξίσου μεγάλη καριέρα στην οπερέτα και τις μουσικές σκηνές. Ήταν η ίδια φωνή που θα τον φέρει στην επικράτεια της υποκριτικής, υπηρετώντας και τα δύο μετερίζια με την ίδια ευσυνειδησία. Ο βολιώτης ηθοποιός καθιερώθηκε νωρίς νωρίς στον χώρο, καθώς είχε σπουδές στο εξωτερικό και έναν κοσμοπολίτικο αέρα που τόσο χρειαζόταν το εγχώριο θέαμα εκεί στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τραγουδούσε στην όπερα, έπαιζε επιθεώρηση και αναγνωριζόταν απ’ όλους ως σπουδαίος ηθοποιός, ακόμα και από τα ιερά τέρατα που πλαισίωνε στο θέατρο και το σινεμά. Ο Ντίνος Δημόπουλος εξάλλου, που τον έπαιρνε πάντα στις ταινίες του, έλεγε γι’ αυτόν: «Αυθόρμητος, πηγαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που λες κι ερχόταν στην εποχή μας κατευθείαν από κείνες τις ιταλικές υπαίθριες φιέστες της Κομέντια ντελ Άρτε, μόνιμος σχεδόν συνεργάτης στις ταινίες μου, τόσο για το ήθος του όσο και για την ιδιομορφία των εκφραστικών του μέσων». Στην Κατοχή βρήκε μάλιστα χρόνο ανάμεσα στις τόσες υποχρεώσεις του να συνεχίσει την αντίσταση στον κατακτητή, όντας πάντα ενεργό μέλος του ΕΑΜ. Αυτός ήταν ο γραφικός νωματάρχης της «Μανταλένας» και ο κατσούφης δήμαρχος της Λεστινίτσας στην «Κυρά μας τη μαμή», ένας ηθοποιός με σπάνια υποκριτικά προσόντα που διασώθηκαν ευτυχώς από τις καμιά εικοσαριά ταινίες που πήρε μέρος, πάντα ως χαρακτηριστικός τυπίστας…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιώργος Δαμασιώτης γεννιέται το 1900 σε ένα χωριό του Πηλίου, μεγαλώνει όμως στον Βόλο. Από πολύ νωρίς στη ζωή του γοητεύτηκε από το λυρικό θέατρο κι έτσι αμέσως μετά το σχολείο θα βρεθεί να σπουδάζει κλασικό τραγούδι σε ωδείο του Παρισιού. Το οποίο έμελλε να είναι ο πρώτος μόνο σταθμός της μουσικής του εκπαίδευσης, καθώς μετά θα περάσει από μουσικές ακαδημίες της Ρώμης και του Μονάχου! Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1925. Τώρα ζει στην Αθήνα, πιάνει δουλειά σε μια οπερέτα και ταυτοχρόνως δίνει εξετάσεις στη νεόκοπη Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου που είχε ιδρύσει το Σωματείο Ηθοποιών (από το 1930 και μετά πέρασε στα χέρια του Εθνικού Θεάτρου). Το άπλετο ταλέντο του αναγνωρίστηκε ήδη από τα χρόνια της σχολής. Κι έτσι με το που δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις του το 1927 παίζοντας στον «Βασιλικό» του Μάτεση -σε σκηνοθεσία του δάσκαλού του, Φώτου Πολίτη-, με το χαρτί ανά χείρας πιάνει δουλειά στο Θέατρο Ολύμπια ανεβαίνοντας στο σανίδι για να παίξει «Φάουστ»!
Υποκριτική καριέρα
Μέσα σε λίγα χρόνια έχει αναγνωριστεί η κωμική του φλέβα και πλέον είναι αναπόσπαστο μέλος της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής. Όταν ενσαρκώνει δε τον Σάιλοκ του «Εμπόρου της Βενετίας» που ανέβασε το Εθνικό, στα 32 του πια, όλη η θεατρική Αθήνα μονολογεί για την ερμηνεία του! Παρά τις θεατρικές του υποχρεώσεις στους μεγαλύτερους θιάσους, όπως του Μουσούρη, της κυρίας Κατερίνας κ.λπ., και τις τόσες προσωπικές του επιτυχίες στη νεοελληνική επιθεώρηση, το μουσικό θέατρο δεν το εγκαταλείπει ποτέ. Είναι επίσης μόνιμο μέλος της Λυρικής Σκηνής και μαγεύει για άλλη μια φορά τα πλήθη με τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στις οπερέτες. Οι μουσικόφιλοι Αθηναίοι παραμιλούσαν για χρόνια για την αξέχαστη ερμηνεία του ως Φίγκαρο στον «Κουρέα της Σεβίλης». Όλες οι πόρτες είναι πια διάπλατα ανοιχτές γι’ αυτόν, τόσο στη Λυρική και το Εθνικό όσο και σε όλους λίγο-πολύ τους θιάσους, όντας ένας από τους πιο περιζήτητους ηθοποιούς της γενιάς του. Ερμηνεύει με άνεση τόσο πρόζα όσο και επιθεώρηση, αν και στα χρόνια της Κατοχής η οπερέτα είναι η μόνη διέξοδος, εξαιτίας της τριπλής λογοκρισίας που είχε επιβληθεί στον τόπο μας (από το μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τη διπλή κατοχή Ιταλών και Γερμανών). Ο αντιστασιακός Δαμασιώτης παίζει πια σε οπερέτες του Σακελλαρίδη, πλάι στις αδελφές Καλουτά, και μετά συμμετέχει ενεργά στο ΕΑΜ. Το θεατρικό του σπίτι είναι τώρα το Θέατρο Γκλόρια και για την παράσταση που ανέβηκε το πρώτο καλοκαίρι της Κατοχής θυμόταν ο Γιώργος Λαζαρίδης: «Εκεί ξανανεβαίνει η παλιά επιτυχημένη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη “Το Διαβολόπαιδο”, όπου μαζί με τις δύο πρωταγωνίστριες παίζουν ο Μίμης Κόκκινης, ο Πέτρος Κυριακός, ο γλυκύτατος καρατερίστας Γιώργος Δαμασιώτης, η Αέλα Πατρικίου και η Κούλα Νικολαΐδου». Μεταπολεμικά, επιστρέφει στην κανονική ροή της καριέρας του, γινόμενος πια νευραλγικό τμήμα των επιθεωρησιακών θιάσων. Το Ακροπόλ και το Βέμπο τον ήξεραν καλά, καθώς είχε κάνει ουκ ολίγες φορές τους θεατές να σκάσουν στα γέλια. Όπως στην εμβληματική παράσταση του 1954 «Τρόλεϊ μπας» (των Τραϊφόρου-Γιαννακόπουλου), όπου με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Χρήστο Τσαγανέα έγραψαν θεατρική ιστορία! Η δική του θεατρική ιστορία περιστράφηκε γύρω από τον αλησμόνητο Μενιδιάτη του, έναν επιθεωρησιακό τύπο λαϊκού ανθρώπου που σκάρωσε και εξέλιξε για χρόνια, ανεβαίνοντας στη σκηνή ακόμα και με ζωντανό γαϊδουράκι! Αλλά και τόνους ζαρζαβατικών φυσικά. Ήταν αυτή η χαρακτηριστική τυποποίηση της επιθεώρησης που θα τον κλείσει για αρκετά χρόνια στον Μενιδιάτη του, εκεί που άλλοι ενσάρκωναν άλλους λαϊκούς τύπους, όπως ο Βλάχος, η Υπηρέτρια, ο Ρουμελιώτης, ο Αρμένης κ.λπ. Αυτόν τον χωριάτη του θα κόμιζε και στη μεγάλη οθόνη, ενσαρκώνοντας ιδιαίτερους χωροφύλακες, δημάρχους και λιμενάρχες. Εμφανιζόταν συνήθως ως άνθρωπος δύσπιστος που νόμιζε πως όλοι ήθελαν να τον γελάσουν. «Βέβαια έπαιζε πάντα μικρούς ρόλους, αλλά μπορούμε να πούμε ότι ήτανε ρόλοι διαμαντάκια, διότι κουβαλούσε ακριβώς τη μεγάλη πείρα της επιθεώρησης», είπε γι’ αυτόν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο θα έρθει το 1948, στην ταινία «100.000 λίρες» («Γαμπροί με δόσεις») του Αλέκου Λειβαδίτη, πλαισιώνοντας ιδανικά Φωτόπουλο και Ηλιόπουλο. Ακολουθεί μια ομοβροντία ταινιών στη δεκαετία του 1950. Από το «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954), τον «Τζο τον τρομερό» (1955), τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» (1955), τη μοναδική «Καφετζού» (1956), τον «Μισογύνη» (1958) και την «Κυρά μας τη μαμή» (1958) που έδωσε κυριολεκτικά ρέστα, μέχρι τα φιλμ «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Κάθε εμπόδιο για καλό» (1958), «Αστέρω» (1959), «Αμαρυλλίς» (1959), «Γαμήλιες περιπέτειες» (1959), «Μανταλένα» (1960), «Σταχτοπούτα» (1960), «Έγκλημα στα παρασκήνια» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Χαμένα όνειρα» (1961) και «Το παιδί του μεθύστακα» (1961). Το 1961 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για τις ανάγκες των νέων του επαγγελματικών υποχρεώσεων για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, γι’ αυτό και σταματούν απότομα οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις. Στην «Κυρά μας τη μαμή» μάλιστα την ώρα που το ενδιαφέρον μονοπωλούν τα ιερά τέρατα Ορέστης Μακρής και Γεωργία Βασιλειάδου, την παράσταση κλέβει χωρίς κόπο ο Δαμασιώτης και ο κλινήρης δήμαρχός του που έχει κάνει ταραντέλα τη φουκαριάρα τη σύζυγό του… Ρέστα δίνει επίσης και στην «Καφετζού» του Σακελλάριου, όπου καταφτάνει μεθυσμένος στο καπηλειό του Φωτόπουλου για να μπεκροπιεί και διώχνεται κακήν κακώς από τον ταβερνιάρη. Στον δρόμο για το τμήμα ωρύεται συνεχώς στον αστυνομικό τρεκλίζοντας: «Μα γιατί να μου το πει εμένα αυτό, κύριε πόλιτσμαν; Γιατί να μου το πει εμένα αυτό;», λέει και ξαναλέει μέχρι που φτάνουν. Όταν τον ρωτά αγανακτισμένος ο Φωτόπουλος «Τι σου ’πα, βρε χριστιανέ μου; Τι σου ’πα;», ο Δαμασιώτης απαντά με τον γνώριμο τόνο του: «Δε θυμάμαι! Αλλά γιατί να μου το πεις αυτό εμένα;»… Οι είκοσι ταινίες του και οι χαρακτηριστικοί δεύτεροι ρόλοι του άφησαν παρακαταθήκη κλασικά στιγμιότυπα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.
Το αιφνίδιο τέλος πάνω στη σκηνή
Ήταν το 1961 όταν ο Δαμασιώτης αποφασίζει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή και την καριέρα του. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη μαζί με τη σύζυγό του, τη μεσόφωνο Κίτσα Δαμασιώτου. Εκείνος γίνεται μέλος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κι εκείνη βρίσκει τη θέση της ως δασκάλα μουσικής στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Με το ΚΘΒΕ θα μπει μάλιστα για πρώτη φορά σε αρχαίο θέατρο, με τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου. Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στα τέλη του 1963, όταν κάνει πρόβες για τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκογκόλ. Ο Δαμασιώτης παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του επάρχου και οι πολύωρες πρόβες αποδεικνύονται ιδιαιτέρως κοπιαστικές για τον ίδιο. Η πρεμιέρα έχει οριστεί για την Πρωτοχρονιά του 1964. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1963, γίνεται μια γενική πρόβα της παράστασης ανοιχτή στον κόσμο, τον στρατό και τη μαθητιώσα νεολαία δηλαδή, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, το οποίο περιττό να αναφερθεί είναι κατάμεστο. Με το που ανοίγει η αυλαία, ο Δαμασιώτης αναγγέλλει: «Και να ο επιθεωρητής, έρχεται». Μετά γυρνά στο κοινό και λέει: «Τι γελάτε, μωρέ; Τι γελάτε; Ίδιοι κι απαράλλαχτοι είστε!». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει καλά καλά τη φράση του και πέφτει στη σκηνή λιπόθυμος. Η παράσταση διακόπηκε, οι ηθοποιοί τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου πέθανε λίγες ώρες αργότερα από ανακοπή καρδιάς. Αντικαταστάθηκε στη διανομή από τον Χρήστο Ευθυμίου. Η σύζυγός του, που βρισκόταν στην Αθήνα, επέστρεψε εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη για την κηδεία του της επομένη… Ο Γιώργος Δαμασιώτης άφησε την τελευταία του πνοή στο μέρος που υπηρέτησε με μεράκι, ταπεινότητα και σεβασμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, το θεατρικό σανίδι, πριν ερμηνεύσει έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας του… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr