«Ξέρω ότι το μόνο που θυμούνται από εμένα είναι τα οπίσθιά μου», ισχυριζόταν με μια γερή δόση παραπόνου η αλλοτινή σεξοβόμβα του ελληνικού κινηματογράφου, που μετατράπηκε σε ιέρεια της εγχώριας softcore πορνογραφίας. Η σέξι παρουσία του σελιλόιντ έμεινε αναγκαστικά εγκλωβισμένη στην εντυπωσιακή εξωτερική της εικόνα, παίζοντας στο πανί το καυτό θηλυκό ή την κατεργάρα γυναίκα. Ήταν εξάλλου το βαρύ χαρτί της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας μιας ολόκληρης εποχής, χρόνια δύσκολα τόσο για το αισθησιακό σινεμά όσο και το γυμνό, που παρέμενε από εξοβελιστέο κοινωνικά μέχρι και ακραίο ταμπού μιας συντηρητικής Ελλάδας. Κι όμως, η «Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό» διακρίθηκε ακριβώς εκεί, σε ρόλους μοιραίου θηλυκού, αφήνοντας τον φωτογραφικό ή κινηματογραφικό φακό να αποτυπώσει το καλλίγραμμο σώμα της σε αποκαλυπτικές σκηνές που έκοβαν άλλοτε την ανάσα στον ανδρικό πληθυσμό, ο οποίος μόνο συνηθισμένος δεν ήταν να βλέπει γυμνά γυναικεία σώματα. Η ίδια ήταν ωστόσο πάντα πολλά περισσότερα από τον ρόλο στον οποίο την περιόρισε τόσο η εμπορική κινηματογραφία μας όσο και το ερωτικό σινεμά κατόπιν. Έχοντας περάσει από σχολή χορού, αλλά και τόσο από την Καλών Τεχνών όσο και τη δραματική του Εθνικού Ωδείου, η ξανθιά σεξοβόμβα με τα προκλητικά χείλη και το αισθησιακό κορμί ξεκίνησε την καριέρα της ως εξαιρετικό ταλέντο, πριν αιχμαλωτιστεί στη σαγήνη που ασκούσε στο ανδρικό φύλο. Ακόμα και ο σύζυγός της, ο σκηνοθέτης Ντίμης Δαδήρας, αξιοποίησε κινηματογραφικά μόνο την εξωτερική της εικόνα, αφήνοντας την ηθοποιό Γκιζέλα Ντάλι, κατά κόσμον Διαμάντω Μαυροειδή, στο περιθώριο των αποκαλυπτικών εμφανίσεών της. Παρά το γεγονός ότι όλοι παραδέχονταν πως μόνο ατάλαντη δεν ήταν η ωραία και μοιραία του πανιού, την καθήλωσαν σε μικρές εμφανίσεις ως πέτρα του σκανδάλου, πριν πάρει τα ηνία το «ροζ» σινεμά που ξεπήδησε τη δεκαετία του 1970, αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερο τα κάλλη της. Σταδιακά οι ρόλοι της γίνονταν πιο τολμηροί, όπως άλλωστε και οι τίτλοι των ταινιών, αν και κανονικό πορνό δεν γύρισε ποτέ. Κι έτσι τα παράτησε όλα κάποια στιγμή και αποσύρθηκε σε ένα χωριουδάκι στη Νάξο, ως ζωντανός μύθος μιας εποχής που τόσο χαρακτηρίστηκε από την Γκιζέλα Ντάλι. Εκεί πάλεψε με την επάρατο σαν παλικάρι που ήταν, αναρτώντας στην εξώπορτά της την ανατριχιαστική επιγραφή: «Δεν δέχομαι επισκέψεις λόγω ασθένειας». Όταν έφυγε από τον κόσμο το 2010, τα αφιερώματα μιλούσαν για τη μεγάλη σταρ των δεκαετιών του 1960 και του 1970 Γκιζέλα Ντάλι, αφήνοντας ξανά τη Διαμάντω Μαυροειδή στο περιθώριο της σαγηνευτικής της εικόνας…
Πρώτα χρόνια
Καριέρα
Η δεκαετία του 1960 θα χαρακτηριστεί από μικρούς ρόλους σε εμπορικές ταινίες της εποχής, καθώς η ηθοποιός καθιερώνεται αμέσως στον ρόλο της μοιραίας σεξοβόμβας και κανείς, ούτε οι παραγωγοί ούτε το κοινό, δεν μπορεί να της πει «όχι».
Ο Βέγγος της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, γι’ αυτό και θα ξανασυνεργαστούν αργότερα στο «Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές» (1970). Μέχρι τότε η ίδια είχε παίξει σε καμιά τριανταριά ταινίες, εξασφαλίζοντας δικαίως τον τίτλο της ελληνίδας σεξοβόμβας. Ξεχωρίζουν οι εμφανίσεις της στις ταινίες «Τρία κορίτσια από το Αμέρικα» (1964), «Ου κλέψεις» (1965), «Φτωχός εκατομμυριούχος» (1965), «Νυχτοπερπατήματα» (1965), «Δάφνις και Χλόη» (1970)…
Ο ελληνικός κινηματογράφος φαινόταν πως είχε βρει το sex symbol που χρειαζόταν και η Ντάλι έπαιξε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 σε πλήθος κινηματογραφικών παραγωγών, από αισθηματικές κομεντί και καθαρόαιμες κωμωδίες μέχρι δράματα, αισθηματικά και μελό. Και τότε, το 1970, σταματούν μαγικά να της χτυπούν την πόρτα, όπως εξίσου μαγικά τράβηξε το ελληνικό σινεμά τον δρόμο της παρακμής του.
Παρά το προχωρημένο των σκηνών και το πρόδηλο αισθησιακό περιεχόμενο, δεν μιλούσαμε ποτέ για hardcore πορνογραφία. Το 1973 πέρασε και από τους μικρούς δέκτες, συμμετέχοντας στο σίριαλ της ΥΕΝΕΔ «Ποιος είναι ο ένοχος», ενώ ανέβηκε και στο σανίδι, παίρνοντας μέρος κυρίως σε επιθεωρήσεις…
Τελευταία χρόνια