Ως ένας από τους πιο αναπάντεχους γυναικοκατακτητές του ελληνικού σινεμά, ο Νικήτας Πλατής κόσμησε παλκοσένικο και πανί με την ευγενική παρουσία και την καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία. Οι παλιότεροι τον θυμούνται πάντα στον αξέχαστο ρόλο που ερμήνευσε σε μια από τις μακροβιότερες και πιο πετυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης, τον «Μεθοριακό σταθμό», που προβαλλόταν από το 1974-1981. Ο λατρεμένος «κύριος σουρ» του «Μεθοριακού σταθμού», Παναγής Κούτελος στο σίριαλ, είχε βέβαια χρόνια στο πανί και αποτελούσε σταθερά στους δεύτερους ρόλους, δεν περίμενε λοιπόν την τηλεόραση για να γίνει γνωστός. Κι όταν μιλάμε εξάλλου για δεύτερους ρόλους, το εννοούμε αποκλειστικά ως προς τον χρόνο συμμετοχής! Ποιος μπορεί άλλωστε να τον ξεχάσει στον «Φίλο μου το Λευτεράκη» (1963) που ήθελε να χειρουργήσει τον Ντίνο Ηλιόπουλο πάνω από τα ρούχα; Μια κλασική σκηνή ανθολογίας του ελληνικού κινηματογράφου έφερε την υπογραφή του αλησμόνητου Πλατή. Πρόεδρος κατόπιν του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ο Πλατής ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο του καλλιτεχνικού χώρου, αφού εκτός από ηθοποιός ήταν και συγγραφέας πέντε θεατρικών έργων, 200 περίπου επιθεωρησιακών σκετς και πολλών στίχων και ποιημάτων, τα περισσότερα αφιερωμένα στην πατρίδα του την Αμοργό. Υπέροχος ηθοποιός, καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας και πρωτίστως καταπληκτικός άνθρωπος, όπως μας παραδίδουν τα θεατρικά πηγαδάκια και οι βιογραφίες όσων τον γνώρισαν από κοντά, ο Πλατής απολάμβανε την αγάπη και την εκτίμηση όλων. Και κυρίως του κοινού, που λάτρευε τις απότομες υφολογικές αλλαγές του και τη γλυκύτητα που εξέπεμπε ως ηθοποιός. Άλλη μια ξεχωριστή μορφή του ελληνικού κινηματογράφου, έγραψε τη δική του ιστορία ερμηνεύοντας ιδανικά καμιά εκατοσταριά δεύτερους ρόλους που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους πρωταγωνιστικούς. Ολότελα αναγνωρίσιμος και μια εξέχουσα κωμική φυσιογνωμία πανιού και γυαλιού, ο γοητευτικός Πλατής μετατράπηκε σε αγαπημένο του ωραίου φύλου, το οποίο τον έβρισκε ακαταμάχητο. Ο ίδιος ήταν πάντως παντρεμένος για χρόνια με την ηθοποιό Γκόλφω Μπίνη και δεν φαινόταν να νοιάζεται για το ασύστολο φλερτ…
Πρώτα χρόνια
Ο Νικήτας Πλατής γεννιέται το 1912 στη Χώρα της Αμοργού ως γιος του δασκάλου Μάρκου Πλατή. Ο Νικήτας μεγαλώνει στο νησί και κάνει από μικρός όνειρα για θεατρική καριέρα. Η οποία δεν μπορεί προφανώς να περιμένει, κι έτσι στα 16 του κατεβαίνει στην Αθήνα με όχημα την πένα του! Έτσι ξεκίνησε τη θεατρική του σταδιοδρομία το 1928, ως επιθεωρησιογράφος στα μπουλούκια του ελληνικού παλκοσένικου. Και ήταν ακριβώς το ταλέντο του στη γραφή που θα του δώσει κάποια στιγμή τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με το σανίδι και να δουν όλοι, και κυρίως ο ίδιος, ότι ήταν και εξίσου καλός ηθοποιός…
Πολυσχιδής καριέρα
Από το 1932 και μετά παίζει λοιπόν ως ηθοποιός σε μουσικοχορευτικές παραστάσεις και γράφει συνεχώς τα νέα του κωμικά σκετς. Το ντεμπούτο του θα λάβει χώρα στη μουσική παράσταση «Ριρίκα» του θιάσου Ρουγγέρη. Έκτοτε θα γίνει μόνιμο μέλος της νεοελληνικής επιθεώρησης και θα εμφανιστεί ακόμα και σε οπερέτες, διαγράφοντας μια μακρά και άκρως πετυχημένη πορεία στο θέατρο, στο οποίο ερμήνευε εξάλλου συχνά πρωταγωνιστικούς ρόλους και κάποια στιγμή σύστησε και τη δική του θεατρική εταιρία (μεταπολεμικά κυρίως). Τη θεατρική γραφή δεν την άφησε μάλιστα ποτέ και υπέγραψε συνολικά 200 περίπου κωμικά νούμερα και πέντε ολοκληρωμένα θεατρικά έργα. Κι όλα αυτά μέσα στις συνεχείς θεατρικές και κινηματογραφικές του υποχρεώσεις. Ο κινηματογράφος θα τον ανακαλύψει βέβαια όψιμα, αφού ήταν ήδη 46 ετών όταν έκανε το ντεμπούτο του στο πανί, στην ταινία «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» (1958). Την ίδια χρονιά θα παίξει και στην «Κυρά μας τη μαμή» και ένας κλασικός δευτερορολίστας του ελληνικού σινεμά είχε έρθει για να μείνει. Η κινηματογραφική του παρουσία ήταν αδιάλειπτη από το 1958-1973, συμμετέχοντας σε πλήθος ταινιών, με πολλές από αυτές να λογίζονται πλέον κλασικές. Και σίγουρα ολότελα αγαπημένες.
Η Φίνος Φιλμ μάς λέει ότι πήρε μέρος σε 112 ταινίες, οι 13 εκ των οποίων για λογαριασμό του Φίνου. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιες, χαρακτηριστικές ήταν οι εμφανίσεις του στις ταινίες «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» (1963), «Οι κληρονόμοι» (1964), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Τέντυ μπόι, αγάπη μου» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1965), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση» (1966), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Ο εξυπνάκιας» (1966) «Μιας πεντάρας νιάτα» (1967), «Ο τρελός τα ‘χει 400» (1968), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ησαΐα μη χορεύεις» (1969), «Ένας τρελός γλεντζές» (1970), «Ο αρχιψεύταρος» (1971), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» (1971), «Υπέροχες νύφες, κορόιδα γαμπροί» (1972), «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα» (1972), «Τα χρόνια της οργής» (1973) και τόσες ακόμα… Τελευταία του ταινία ήταν τα «Μονά ζυγά δικά μου» του 1979. Οι σκηνές που γύρισε μάλιστα με τον Ντίνο Ηλιόπουλο θεωρούνται δικαιολογημένα ορόσημα στην ελληνική κωμωδία. Όπως, για παράδειγμα, στην ταινία «Φωνάζει ο κλέφτης» (1965), όταν ως διοικητής του αστυνομικού τμήματος ανακρίνει τον κρατούμενο λογιστή…
Εξίσου μεγάλη καριέρα έκανε και στην τηλεόραση, αρχής γενομένης από τις σειρές της κρατικής «Μπολσόι Ιβάν» και «Μπιγκ Τζων» το 1972. Ευρύτερα γνωστός θα γίνει βέβαια με την αξέχαστη συμμετοχή του στο σίριαλ της ΥΕΝΕΔ «Μεθοριακός σταθμός», το οποίο έκανε πρεμιέρα τον Νοέμβριο του 1974 και σταμάτησε να παίζεται τον Δεκέμβριο του 1981! Ο «Μεθοριακός σταθμός» χάρισε στο ελληνικό κοινό τον «κύριο σουρ», από αυτό το αγγλικό «sure» που επαναλάμβανε συνεχώς ο Πλατής για να δείξει την ευρύτατη γλωσσομάθειά του. Η διακοπή της σειράς έπειτα από τόσα χρόνια κυριαρχίας στους τηλεοπτικούς δέκτες έφερε μελαγχολία στον Πλατή, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος στο βιβλίο του. Διανύοντας τα τελευταία πια χρόνια της ζωής του, στράφηκε στην ποίηση, ολοκληρώνοντας μια πολυσχιδή καριέρα που απλώθηκε πάνω από πολλά…
Προσωπική ζωή
Ο γυναικοκατακτητής Νικήτας Πλατής περιπλανήθηκε από κρεβάτι σε κρεβάτι μέχρι να κατασταλάξει στον έρωτα της ζωής του. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με την Αγγελική και τη δεύτερη με την ηθοποιό Γκόλφω Μπίνη, με την οποία απέκτησε και τον μοναχογιό του Σωτήρη. Ο οποίος πρόλαβε να του χαρίσει δύο εγγονάκια πριν φύγει πρόωρα από τη ζωή. Το 1982 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα Παραπονεμένα», μια ανθολογία στιχουργημάτων του που δεν είχαν ευτυχήσει να μελοποιηθούν όπως άλλοι στίχοι του, οι οποίοι έπαιξαν ως τραγούδια σε αξέχαστες κινηματογραφικές κωμωδίες και θεατρικές παραστάσεις. Στον πρόλογο του βιβλίου περιγράφει πώς άρχισε να γράφει μετά το κόψιμο του «Μεθοριακού σταθμού», που τον έβαζε στα σπίτια εκατοντάδων χιλιάδων, όντας πια σε οριστική απραξία. Τον Πλατή τον αγαπούσαν όλοι οι συνάδελφοί του κι εκείνος αρεσκόταν πολύ να βοηθά τους νέους καλλιτέχνες, σε όποιον χώρο κι αν δραστηριοποιούνταν. Η πιο γνωστή σχετική ιστορία είναι αυτή με τον γιο του Στελλάκη Περπινιάδη, Βαγγέλη, τον οποίο έβγαλε ο Πλατής στο θέατρό του «Αύρα» το 1948 για να αρχίσει να τραγουδάει. Για το πώς τον βοήθησε ο Πλατής στα πρώτα του βήματα, ο λαϊκός βάρδος Βαγγέλης Περπινιάδης θυμόταν: «Ήταν αρχές Ιουνίου 1947 όταν βρέθηκα ανάμεσα σε πολλά νέα παιδιά στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως, εκεί που παρουσίαζε τα νέα ταλέντα ο Μίμης Τραϊφόρος. Όταν τον πλησίασα μπροστά στο μικρόφωνο, με ρώτησε: ”Τι τραγούδι θα μας πεις, μικρέ μου;”. Το ”Λίγες καρδιές αγαπούνε”, του απάντησα. Ο Τραϊφόρος ενθουσιάστηκε από τη φωνή μου αλλά και γιατί το τραγούδι αυτό ήταν γνωστή μεγάλη επιτυχία της συζύγου του, της Σοφίας Βέμπο. Ενώ όλα τα παιδιά στο διαγωνισμό εκείνο το βράδυ έλεγαν από ένα ή μισό τραγούδι, εμένα όταν τελείωσα μου πρότεινε να πω και δεύτερο. Και πράγματι είπα κι άλλο τραγούδι, επιτυχία κι αυτό της Βέμπο: ”Σβήσε το φως κι έλα κοντά μου”. Κατεβαίνοντας από τη σκηνή, ο Τραϊφόρος μου είπε να μη φύγω. Ακολουθώντας τον στα παρασκήνια, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε, αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον συνομιλητή του και όταν τελείωσαν, μου είπε: “Μικρέ μου, είσαι πολύ τυχερός”. Στο τηλέφωνο ήταν ο Νικήτας Πλάτης, θιασάρχης στο θέατρο ”Αύρα” του Κορυδαλλού. Πριν προλάβει να μου εξηγήσει ο Τραϊφόρος, ο Πλάτης ήταν μπροστά μου και μου είπε: “Από αύριο το βράδυ θα έρχεσαι στο θέατρο, θα λες τρία-τέσσερα τραγούδια ενδιάμεσα από τα σκετς της παράστασης και θα παίρνεις 30 δραχμές”». Τόσο απλά… Δύο χρόνια μετά την έκδοση των «Παραπονεμένων», στις 14 Νοεμβρίου 1984, ο Νικήτας Πλατής θα έφευγε από τη ζωή ξαφνικά, στον καναπέ του την ώρα που έβλεπε τηλεόραση. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr