«Δεν μπορεί να τον γέννησε μάνα, είναι βέβαιο ότι γεννήθηκε από μια μπάλα», σημείωνε παλιότερα και πολύ εύστοχα ο Σταύρος Τσώχος για τον μοναδικό αυτό ζογκλέρ της στρογγυλής θεάς που ήρθε από τη Ρωσία για να διδάξει ποδοσφαιρική μαγεία σε έναν λαό. Ο καλύτερος κατά πολλούς παίκτης που ευτύχησε να δει ποτέ το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν ένας κοινής αποδοχής μάγος της μπάλας που κατάφερε το σχεδόν ακατόρθωτο: να αναγνωρίζεται από όλους τους φιλάθλους ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης! Είναι ο μπαλαδόρος που έγινε σύμβολο και ξέφυγε από την οπαδική προσκόλληση κάνοντας άπαντες να τον προσφωνούν «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων», μιας και οι χοροί και τα τσαλιμάκια του δεν μπορούσαν να περάσουν στα «ψιλά» του ποδοσφαιρικού μενού του. «Σαν τον Χατζηπαναγή δεν έχει υπάρξει άλλος», συνήθιζαν να ομολογούν όσοι είχαν την τύχει να τον δουν στο χορτάρι να φορά τη φανέλα του Ηρακλή και να κάνει ό,τι θέλει μέσα στον αγωνιστικό χώρο, λες και δεν υπήρχαν αντίπαλοι και φυσικοί νόμοι. Τα έξι γκολ του από απευθείας εκτέλεση κόρνερ το προσυπογράφουν αυτό και με το παραπάνω! Ο μεγάλος θρύλος των ελληνικών γηπέδων παραμένει το κορυφαίο όνομα σε εγχώριους όρους ντρίμπλας, καθώς μπορούσε να περνά τους αντίπαλους αμυντικούς με τουλάχιστον 100 διαφορετικούς τρόπους. Ένας απίστευτα τεχνικός παίκτης δηλαδή με ένα φαρμακερό αριστερό πόδι και ένα μυαλό που έπαιρνε την ομάδα και την οδηγούσε λες από το χέρι. Φυσικός ηγέτης και ζογκλέρ της στρογγυλής θεάς, ο άσος Χατζηπαναγής δυστύχησε να κάνει καριέρα σε μια άλλη εποχή για το ελληνικό ποδόσφαιρο, κάτι που τον έκανε να μοιάζει με μεγάλο αδικημένο: αν έπαιζε σήμερα, ο χαρισματικός αυτός σκόρερ θα συμπεριλαμβανόταν αναμφίβολα στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ελίτ, καθώς τα «αργεντίνικα» χαρίσματά του και η ικανότητα να ντριμπλάρει και μέσα σε περίπτερο θα του έφερναν τη διεθνή αναγνώριση που τόσο του άξιζε. Φοβερός δημιουργός και ακόμα τρομακτικότερος εκτελεστής, ο Βάσια των ελληνικών γηπέδων δεν αγωνίστηκε στα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ του καιρού του, κόσμησε όμως το ελληνικό ποδόσφαιρο όσο λίγοι και μας άφησε παρακαταθήκη τις εξωπραγματικές ενέργειές του. Και τις ντρίμπλες του φυσικά να χορεύουν σάμπα! Τα 64 γκολ στις 281 συμμετοχές του στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν αποκαλύπτουν ποιος ήταν ο άνθρωπος που ντρίμπλαρε ακόμα και με το τακουνάκι και περνούσε όλη την αντίπαλη ομάδα για να δώσει την τελική ασίστ που θα έχανε συνήθως ο συμπαίκτης του. Όταν μιλάει εξάλλου κανείς για παίκτη που χορεύει μέσα στο γήπεδο και γελοιοποιεί τους αντιπάλους με απανωτές ντρίμπλες, στο μυαλό έρχονται αβίαστα δύο χαρακτηριστικότατες περιπτώσεις: ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» Γιόχαν Κρόιφ και ο δικός μας Βασίλης Χατζηπαναγής…
Πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννιέται στις 26 Οκτωβρίου 1954 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν (της Σοβιετικής Ένωσης τότε) ως γιος ελλήνων πολιτικών προσφύγων (κυπριακής καταγωγής) που είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα πριν γεννηθεί ο Βασίλης. Ο μικρός δείχνει από τις πρώτες στιγμές την κλίση του στον αθλητισμό και ειδικά στο ποδόσφαιρο, κάτι που θα τον φέρει στις τάξεις του παιδικού τμήματος της Δυναμό Τασκένδης, στην οποία θα κάνει το επαγγελματικό του ντεμπούτο στα 17 του χρόνια. Στη Δυναμό θα παραμείνει μέχρι το 1972, όταν ανακαλύπτει το 18χρονο φιντάνι η Παχτακόρ Τασκένδης και αποφασίζει να επενδύσει στο ταλέντο του. Στις τρεις αγωνιστικές σεζόν που θα παραμείνει στην ομάδα θα κάνει τη μοιραία κίνηση που θα του στερούσε αργότερα τη συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας: παίρνει τη σοβιετική υπηκοότητα για να μπορεί να παίξει στα μικρά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα της ΕΣΣΔ αλλά και να συμμετέχει απρόσκοπτα στο τοπικό πρωτάθλημα. Το σοβιετικό αυτό διαβατήριο θα του έφερνε πολλές περιπέτειες, αν και τότε του εξασφάλιζε όχι μόνο τη φανέλα με το εθνόσημο της ΕΣΣΔ (την οποία φόρεσε συνολικά 25 φορές, τόσο στην εθνική ελπίδων και νέων όσο και την ολυμπιακή αποστολή) αλλά κυρίως τη μακροημέρευσή του στο σοβιετικό πρωτάθλημα, στο οποίο θα έκανε ένα καλό πρώτο όνομα: μεταξύ 1972-1975, ο Βάσια πέτυχε κάπου 22 γκολ σε 96 εμφανίσεις και έφυγε από την Ένωση και με ένα πρωτάθλημα στο παλμαρέ του (1972). Λίγο πριν αποβιβαστεί μάλιστα στη Θεσσαλονίκη το 1975, δίνει το πρώτο από τα γνώριμα ποδοσφαιρικά ρεσιτάλ του, όταν στο ματς με την παντοδύναμη Δυναμό Κιέβου σκοράρει ένα γκολ και βγάζει τέσσερις ασίστ, συμβάλλοντας τα μέγιστα στον θρίαμβο της Παχτακόρ με 5-0! Το όνομά του κυκλοφορεί στον αθλητικό Τύπο της Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ γίνεται πρωτοσέλιδο…
Η περίοδος του Ηρακλή
Τον Δεκέμβριο του 1975 ο Ηρακλής φέρνει στην Ελλάδα τον 21χρονο ομογενή Βασίλη Χατζηπαναγή. Όταν κατεβαίνει από το τρένο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, νιώθει ξένος αλλά δεν είναι, καθώς η φήμη του προηγούνταν: «Ήρθα με το τρένο στις 22/11 του 1975. Με περίμεναν 1.500 άτομα στο σταθμό, είχε πολύ κόσμο για ένα παιδί που ερχόταν από την Τασκένδη. Ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Εντάξει, ήμουν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση με την Παχτακόρ, αλλά εδώ ήταν διαφορετικά. Είδα τη γιαγιά μου να με περιμένει. Ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν την είχα δει από κοντά. Εκεί τη γνώρισα, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς μου». Την πρώτη κρούση για τον ομογενή Βάσια που τρέλαινε κόσμο στην Ένωση την είχε κάνει μάλιστα ο Ολυμπιακός, αν και μόνο εύκολο δεν ήταν να αποκτήσει παίκτη από το «κόκκινο» καθεστώς: «Πρώτος ήρθε ο Ολυμπιακός, είναι γνωστό αυτό. Παίζαμε στην Ισλανδία με την Εθνική ΕΣΣΔ. Η Παχτακόρ δεν μπορούσε να με πουλήσει, όχι μόνο εμένα, όλους. Δεν έφευγαν τότε οι παίκτες από τις ομάδες τους, εκτός κι αν γυρνούσε ένας παίκτης στη χώρα του με επαναπατρισμό. Τελικά ο Ηρακλής ήταν εκεί όταν υπέγραψε η γιαγιά μου τον επαναπατρισμό μου. Μόνο εγώ είχα φύγει με αυτόν τον τρόπο κι ένας άλλος Ισπανός από την Τορπέντο Μόσχας». Ο Ηρακλής κάνει ένα δώρο στον εαυτό του και το ελληνικό ποδόσφαιρο φέρνοντας τον Βάσια στο εγχώριο πρωτάθλημα. Το ντεμπούτο του θα γίνει στις 7 Δεκεμβρίου, όταν φορά για πρώτη φορά τη φανέλα του «Γηραιού» κόντρα στον Ατρόμητο Αθηνών και οι φίλαθλοι της ομάδας γεμίζουν ασφυκτικά το γήπεδο της Βέροιας (το «Καυτατζόγλειο» ήταν τιμωρημένο) προκειμένου να θαυμάσουν από κοντά το νέο ταλέντο. Λέγεται ότι οι φίλοι του Ηρακλή διπλασιάστηκαν στην πρώτη δεκαετία του Χατζηπαναγή στην ομάδα, καθώς ο παίκτης-θαύμα έκλεβε όλη τη δόξα της συμπρωτεύουσας! Με τον Ηρακλή ο Βάσια πήρε ένα αξέχαστο Κύπελλο Ελλάδας (τη σεζόν 1975-1976), στον κορυφαίο όπως λέγεται τελικό του θεσμού όλων των ελληνικών εποχών, όταν χόρεψε για άλλη μια φορά τον Ολυμπιακό και σημείωσε δύο τέρματα, αποσπώντας την καθολική αποθέωση του γηπέδου!
Η φτωχή τροπαιοθήκη του Χατζηπαναγή διαθέτει τον δυσανάλογο σε σχέση με τις ικανότητές του αριθμό των δύο επάθλων: το Κύπελλο Ελλάδας και ένα Βαλκανικό Κύπελλο (1984-85)! Αυτός ο θρύλος των γηπέδων έμελλε να λάμψει μόνο στον «Γηραιό», καθώς ούτε σε αθηναϊκή ομάδα πήγε ούτε και στα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ που τον λαχταρούσαν, όπως η Άρσεναλ, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Λάτσιο. Ήταν το δεσμευτικό του συμβόλαιο με τον Ηρακλή, το θέμα με τους ξένους, αλλά και οι άρρηκτοι δεσμοί που έφτιαξε με τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της που τον κράτησαν για πάντα κοντά της.
Αλλά και οι κακές επιλογές σε συνεργάτες, καθώς την πίκρα του δεν την κρύβει: «Στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος. Πολλοί λένε ότι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο μου χωρίς εγώ να κερδίσω τίποτε και μάλλον έχουν δίκιο. Η καριέρα μου θα ήταν σίγουρα καλύτερη αν δεν εμπιστευόμουν τυφλά ανθρώπους που τελικά στην πορεία απέδειξαν ότι δεν το άξιζαν». Χατζηπαναγής και Ηρακλής οδηγήθηκαν τελικά στα δικαστήρια. Ο Βάσια κρέμασε τα παπούτσια του ανήμερα των γενεθλίων του (26 Οκτωβρίου) το 1990, μετά τον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια, τη μοναδική μάλιστα συμμετοχή του σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης! Ήταν 36 χρονών.
Οι περιπέτειες με τη γαλανόλευκη φανέλα
«Όλοι με ρωτούσαν πώς γίνεται να μην παίζω στην Εθνική. Ήταν κακό που δεν έπαιζα με την Εθνική γιατί δεν με έβλεπε πολύς κόσμος. Έπρεπε να κάθομαι να εξηγώ. Πάντως, εντάξει, είχα πάνω από 20 φιλικά με την Εθνική [της Σοβιετικής Ένωσης], έπαιξα και τουρνουά, ήμουν στις Ελπίδες, αλλά και στην ολυμπιακή ομάδα που πήραμε την πρόκριση στο Μόντρεαλ». Οι λιγοστές αυτές συμμετοχές του με την Εθνική της ΕΣΣΔ αλλά και οι ιδιομορφίες των διεθνών κανονισμών του στέρησαν το μεγάλο του όνειρο να παίξει με τη γαλανόλευκη όσο και όπως θα ήθελε. Ο Χατζηπαναγής πραγματοποίησε μόλις μία εμφάνιση με το εθνόσημο της Εθνικής Ανδρών (με τις Ελπίδες έπαιξε σε μια χούφτα αγώνες), η οποία συμπύκνωσε την πικρία αλλά και την τραγική ειρωνεία της καριέρας του: «Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην Εθνική Ελλάδος, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί για να παίξω στην εθνική μας ομάδα, καθώς είχα αγωνιστεί στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Έλεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο». Τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος τη φόρεσε πάντως δύο φορές, τη μία σε ένα φιλικό και την άλλη σε έναν αγώνα προς τιμήν του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Γκάνας το 1999, όταν ο 45άρης Χατζηπαναγής φόρεσε επιτέλους τιμής ένεκεν τη φανέλα με το εθνόσημο…
Η συμμετοχή στη Μικτή Κόσμου
Η μεγαλύτερη αναμφίβολα στιγμή στην καριέρα του διψασμένου για διεθνή ματς Χατζηπαναγή ήρθε το 1984, όταν πήρε μέρος σε φιλικό της Μικτής Κόσμου στις ΗΠΑ και έπαιξε για πρώτη φορά με παίκτες της κλάσης του: Μπεκενμπάουερ, Κέμπες, Κίγκαν, Σίλτον, Κρολ, Φιγκερόα, Ούγκο Σάντσες κ.ά. Η αναμέτρηση διεξήχθη στις 22 Ιουλίου 1984 στο Νιου Τζέρσεϊ μεταξύ Μικτής Κόσμου και Κόσμος Νέας Υόρκης ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους οι 15.000 ήταν έλληνες ομογενείς, οι οποίοι είχαν σπεύσει για να θαυμάσουν τον Χατζηπαναγή και τον επίσης μεγάλο γκολτζή Θωμά Μαύρο. Ο Βάσια μπήκε αλλαγή στο 65ο λεπτό και μάγεψε την εξέδρα με τις περίτεχνες ενέργειές του.
Από την πρώτη επαφή του με την μπάλα, ο Βάσια έδειξε ποιος είναι και αν θα μπορούσε να σταθεί επάξια στα μεγάλα σαλόνια του διεθνούς ποδοσφαίρου. Όπως έκανε πάντα, δημιούργησε πλήθος ευκαιριών και στο 86′ σημάδεψε από το κόρνερ το κεφάλι του Θωμά Μαύρου, με τον τελευταίο να βρίσκει δοκάρι. Αυτή έμελλε να είναι η σημαντικότερη εμφάνισή του εκτός ελληνικών συνόρων. Σε ψηφοφορία της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας το 2003, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ανακηρύχθηκε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων στη χώρα μας!
Η ντρίμπλα που έκανε τον γύρο του κόσμου
Το σκορ του αγώνα Ηρακλής-ΑΕΚ τον Μάρτιο του 1982 μόνο οι ιστορικοί της στρογγυλής θεάς το θυμούνται (3-2), η ντρίμπλα ωστόσο του Χατζηπαναγή στον Τάκη Στυλιανόπουλο δεν έχει ξεχαστεί από κανέναν! Η ασύλληπτη ντρίμπλα με τακουνάκι του «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων» άφησε τον αμυντικό της ΑΕΚ να τον κοιτάζει αποσβολωμένος πριν σωριαστεί στο έδαφος! Τον δύσμοιρο Στυλιανόπουλο τον είχε ντριμπλάρει τρεις φορές στην ίδια φάση…
Από τον μνημειώδη τελικό του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό μέχρι την ντρίμπλα του αιώνα, ο Βάσια δεν άφησε κανέναν αμυντικό παραπονεμένο, ταλαιπωρώντας τους σε τέτοιο βαθμό που ο ποδοσφαιρικός θρύλος θέλει πολλούς αντιπάλους του να τον ικετεύουν πριν τον αγώνα να μην τους γελοιοποιήσει. Ο άσος του Ηρακλή μπορούσε να ντριμπλάρει και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, ενώ οι «παραστάσεις» που είχε δώσει κόντρα σε Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ δεν μπορούν να ξεχαστούν απ’ όσους ευτύχησαν να τις δουν από κοντά.
Σήμερα ο Βασίλης Χατζηπαναγής διοργανώνει τουρνουά ποδοσφαίρου για τα νέα ταλέντα. Όσο για τον απολογισμό της καριέρας του, την εκτίμηση ας την κάνει καλύτερα ο ίδιος: «Σε γενικές γραμμές, θέλω να πιστεύω ότι τα κατάφερα. Για να με εκτιμά ο κόσμος μέχρι σήμερα, πάει να πει ότι κάτι προσέφερα»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr