Όταν τα έργα και οι ημέρες σου στον κόσμο μετατρέπονται σε ένα από τα παγκόσμια αριστουργήματα του κινηματογράφου, τότε ξέρεις ότι μάλλον τα έχεις καταφέρει καλά στη ζωή. Ο λόγος για τον αμερικανό μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, η δίψα του οποίου για εξουσία αλλά και η μεγαλομανία του ενέπνευσαν τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς! Δεν ήταν και πολλά αυτά που δεν έκανε ο σκοτεινός μιντιάρχης των ΗΠΑ για να μετατρέψει τη φυλλάδα που κληρονόμησε από τον πατέρα του σε μιντιακή αυτοκρατορία και κράτος εν κράτει της Αμερικής, αφήνοντας παρακαταθήκη νέες δημοσιογραφικές μεθόδους που σήμερα ονομάζουμε «κιτρινισμό» και «σκανδαλοθηρία». Ο θρυλικός Χιρστ και ο ακόμα θρυλικότερος πόλεμός του με τον «πατριάρχη» της σοβαρής και διεισδυτικής δημοσιογραφίας Τζόζεφ Πούλιτζερ θα μετρούσε τις δικές του ένδοξες σελίδες, καταλήγοντας τελικά στη μετατροπή του φιλόδοξου εκδότη στον πρώτο μεγιστάνα της ιστορίας των ΜΜΕ! Ο Χιρστ καθέλκυσε στον μαχόμενο δημοσιογραφικό στίβο την τεχνική του εντυπωσιασμού, δημιουργώντας καυστικά, αναληθή και παραπλανητικά άρθρα που αφορούσαν σε σκάνδαλα, εγκλήματα και άφθονο σεξ. Η «κίτρινη» στρατηγική του απέδωσε και σύντομα η μικρή φυλλάδα των 77.000 φύλλων έφτασε να πουλά ημερησίως 1 εκατ. φύλλα, επιτρέποντάς του να γενικεύσει τη σκανδαλοθηρική ματιά του και να δημιουργήσει έναν κολοσσό που στο απόγειό του έλεγχε 30 περίπου μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά. Η επιρροή που ασκούσε πλέον στην κοινή γνώμη αλλά και οι σκιώδεις σχέσεις του με το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ θα γεννούσαν μια παράδοση εξάρτησης της πολιτικής από τη δημοσιογραφία που θα ανέδυε τον Τύπο στη θέση της τέταρτης εξουσίας! Γεγονός που φάνηκε τραγικά στον Ισπανο-Αμερικανικό Πόλεμο του 1898, ο οποίος και θεωρείται ορόσημο για τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα ΜΜΕ στην προετοιμασία και κήρυξή του, με πρωτοπόρο τον πανταχού παρόντα Χιρστ. Με σύνθημα «Είδηση είναι κάτι το οποίο κάποιος δεν επιθυμεί να δει τυπωμένο. Όλα τα υπόλοιπα είναι διαφήμιση», ο Χιρστ γέννησε τα σκανδαλοθηρικά ταμπλόιντ και επηρέασε όσο κανείς την εσωτερική σκηνή των ΗΠΑ, παραμένοντας ένας αλαζόνας και άπληστος άνθρωπος που όρια δεν γνώριζε στην επίτευξη των σκοτεινών σκοπών του. Φτάνοντας στη δεκαετία του 1920 να κατέχει 20 καθημερινές και 11 κυριακάτικες εφημερίδες σε 13 μεγάλες πόλεις της Αμερικής, αλλά και 6 περιοδικά, ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο και μια εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών επίκαιρων, ο Χιρστ μετατράπηκε σε βαρόνο της διαπλοκής πολιτικής και Τύπου, την ίδια ώρα που τα αναληθή και υπερπατριωτικά δημοσιεύματά του στέκουν φάροι δημοσιογραφικής αντιδεοντολογίας. Ο Χιρστ έκανε τη δημοσιογραφία εργαστήριο παραγωγής ειδήσεων και δυστυχώς ανακάλυψε σύντομα το μυστικό της επιτυχίας, εμπλουτίζοντας τα ρεπορτάζ με αισθησιακές σάλτσες, κατασκευασμένες ειδήσεις και τρομολαγνικούς τίτλους, πάντοτε γαρνιρισμένα με μπόλικο σεξ, έγκλημα και σκάνδαλα…
Πρώτα χρόνια
Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ γεννιέται στις 29 Απριλίου 1863 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια ως γιος ενός πολυεκατομμυριούχου γεωλόγου και μιας σοφιστικέ και ραφιναρισμένης δασκάλας είκοσι χρόνια νεότερής του. Ο πατέρας του είχε σταθεί πολύ τυχερός κατά τον Κίτρινο Πυρετό του 1849 και είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού, η οποία τον έκανε συνέταιρο στα μεγαλύτερα ορυχεία της Αμερικής και τον έμπασε από το παράθυρο στην πολιτική ως γερουσιαστή της Καλιφόρνια. Ο μικρός και κακομαθημένος Γουίλιαμ μεγαλώνει λοιπόν μέσα στην πολυτέλεια και απολαμβάνει όλα όσα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν τα εκατομμύρια του πατέρα του: μαθήματα στο σπίτι, πανάκριβα ιδιωτικά σχολεία, μεγάλες περιοδείες στην Ευρώπη για να έρθει ο μικρός σε επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τελικά. Ο Γουίλιαμ ήταν μάλιστα δημόσιος κίνδυνος στα μικράτα του και τον είχαν αποβάλει από διάφορα σχολεία, όπως και από το Χάρβαρντ, όταν οργάνωσε άλλη μια από τις περιβόητες φάρσες του που τον είχαν κάνει γνωστό στα πλουσιόπαιδα της ελίτ. Παρά το γεγονός ότι στο φημισμένο πανεπιστήμιο πρόλαβε να φοιτήσει μόλις δύο χρόνια πριν αποβληθεί οριστικά για ανάρμοστη συμπεριφορά, κατάφερε να κολλήσει το μικρόβιο της δημοσιογραφίας θητεύοντας για λίγο στις στήλες της πανεπιστημιακής εφημερίδας. Εντωμεταξύ, ο πατέρας Χιρστ είχε αποκτήσει τον έλεγχο μιας μικρής τοπικής εφημερίδας, της «San Francisco Examiner», την οποία οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι είχε κερδίσει στον τζόγο. Παρά ταύτα, το έντυπο τον βοηθούσε πολύ στον πολιτικό αγώνα του κι έτσι το κράτησε τελικά, όταν δύο χρόνια μετά την αποβολή του γιου του από το Χάρβαρντ (1887) έλαβε το περίφημο τηλεγράφημα του 24χρονου Γουίλιαμ: «Θέλω τη San Francisco Examiner!». Ο Τζορτζ Χιρστ του την έδωσε λοιπόν, προφανώς για να τον κρατήσει απασχολημένο από τις ασωτίες του, αν και ο τζούνιορ φαινόταν αποφασισμένος να τα καταφέρει, καθώς στο Χάρβαρντ είχε έρθει σε επαφή τόσο με την εφημερίδα «New York World» όσο και τον παθιασμένο εκδότη της Τζόζεφ Πούλιτζερ και είχε μαγευτεί από τη δημοσιογραφική δράση του. Όσο κι αν στο μέλλον θα γινόταν ο Νο 1 αντίπαλός του!
Δειλά βήματα στη δημοσιογραφία
Πάνω στην ώρα, ο πατέρας πεθαίνει και αφήνει τα εκατομμύριά του όχι στον κακομαθημένο γιο, αλλά στη γυναίκα του, η οποία αποφασίζει ωστόσο να δώσει ένα γερό καταπίστευμα στον Γουίλιαμ, αλλά και μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια τον μήνα για τα προσωπικά του έξοδα. Απαλλαγμένος από το άγχος της επιβίωσης, ο γλυκομίλητος Χιρστ αρχίζει και επενδύει τεράστια ποσά στην εφημερίδα, εκσυγχρονίζοντας τον εξοπλισμό και προσλαμβάνοντας τις μεγαλύτερες πένες της εποχής, μεταξύ των οποίων οι συγγραφείς-δημοσιογράφοι Μαρκ Τουέιν και Τζακ Λόντον! Πλέον ο «Examiner» ήταν το εργαστήριο για τα δημοσιογραφικά πειράματά του και δεν θα του έπαιρνε πολύ να καταλήξει στη μαγική συνταγή της μεγάλης κυκλοφορίας: κιτρινισμός, ανθρώπινες ιστορίες, σκανδαλοθηρία, ακόμα και εντελώς αβάσιμα άρθρα με άρωμα σκανδάλου. Στα πρωτοσέλιδα έπαιζαν πλέον ειδεχθή εγκλήματα και άφθονο σεξ, προβαλλόμενα σταθερά με πηχυαίους τίτλους, παρά το γεγονός ότι οι παραφουσκωμένες ιστορίες μικρή σχέση είχαν με την πραγματικότητα. Το 1/4 της ύλης ήταν τώρα επικεντρωμένο στο αστυνομικό ρεπορτάζ και άλλο τόσο σε υποθέσεις κρατικής διαφθοράς αλλά και εγκληματικής αμέλειας από μέρους θεσμών και ιδρυμάτων. Αποτέλεσμα; Μέσα σε λίγα χρόνια, ο «Examiner» άγγιξε από τα 77.000 φύλλα το 1 εκατομμύριο, βάζοντας έτσι τις βάσεις για τη γέννηση της «κίτρινης» δημοσιογραφίας! Ο δρόμος ήταν τώρα ανοιχτός για τον ίδιο για να εισβάλει στα μεγάλα εκδοτικά σαλόνια…
Χτίζοντας μια μιντιακή αυτοκρατορία
Με την επιτυχία του «Examiner» στην τσέπη, ο Γουίλιαμ Χιρστ βάζει στο στόχαστρο τόσο τη μεγάλη αγορά της Νέας Υόρκης όσο και το ίνδαλμά του -και πλέον ανταγωνιστή του-, τον Πούλιτζερ. Μέσω της πατρικής κληρονομιάς, αγοράζει από τον Πούλιτζερ το 1895 τη «New York Morning Journal» και έναν χρόνο αργότερα ιδρύει μια νέα εφημερίδα, την «Evening Journal». Η στρατηγική του ήταν ακριβώς η ίδια, καθώς η συνταγή του φαινόταν αλάνθαστη. Παρά τις δαιμόνιες και κιτρινιάρικες τακτικές του όμως, ο ανταγωνισμός στην κυκλοφορία της Νέας Υόρκης ήταν λυσσαλέος και ο πόλεμος μόνο εύκολος δεν ήταν. Γι’ αυτό και καταφεύγει στην πρακτική του αθέμιτου ανταγωνισμού, ρίχνοντας τις τιμές των εφημερίδων του στα Τάρταρα. Ο Πούλιτζερ αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο για να μη χάσει το αναγνωστικό του κοινό, αν και δεν θα ξέφευγε έτσι εύκολα από τον δαιμόνιο Χιρστ, ο οποίος άρχισε τώρα να του κλέβει το προσωπικό της «World», προσφέροντάς τους καλύτερες απολαβές αλλά και υψηλότερες θέσεις. Μέχρι το 1897, οι δύο νεοϋορκέζικες εφημερίδες του Χιρστ είχαν περάσει σε νούμερα το σοβαρό έντυπο του Πούλιτζερ, μετρώντας πια κυκλοφορία στο 1,5 εκατ. φύλλα την ημέρα! Ο Χιρστ κατέφευγε σταθερά σε τεχνικές εύκολου εντυπωσιασμού του κοινού, σοκάροντας όταν του δινόταν η ευκαιρία τους αναγνώστες του με φτιαχτές ειδήσεις ή παραφουσκωμένα θέματα από το πουθενά. Έχοντας πάντα στο στόχαστρο τον Πούλιτζερ, συνέχιζε να του κλέβει τα στελέχη και πλέον ένας δημοσιογράφος του Χιρστ πληρωνόταν διπλάσιο ακριβώς μισθό από ό,τι στην εφημερίδα του ανταγωνιστή του. Την ίδια ώρα, εγκαινίασε πρωτοφανείς για τον καιρό προσφορές για το κοινό του, όπως έγχρωμα κυριακάτικα ένθετα, καθημερινά κόμικς και αθλητικές σελίδες, συνεχίζοντας πάντα στο τρίπτυχο σκάνδαλο-έγκλημα-σεξ. Όπως το έθεσε γλαφυρά ένας από τους βιογράφους του μεγαλοεκδότη, «κάθε εφημερίδα του Χιρστ μοιάζει με μια γυναίκα που τρέχει στους δρόμους ουρλιάζοντας υστερικά με κομμένο το λαρύγγι»! Η επιρροή του στην κοινή γνώμη και τους πολιτικούς κύκλους ήταν πια τέτοια που κανείς δεν μπορούσε να του πει όχι, ιδιαίτερα μετά το 1898 και τον πόλεμο που βοήθησε να γίνει γεγονός! Το ξέσπασμα του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου του 1898 ήταν εν πολλοίς άμεσο αποτέλεσμα της υπερπατριωτικής δημοσιογραφικής κάλυψης των αρχικών επεισοδίων από τις εφημερίδες του Χιρστ, με τίτλους προκλητικούς και αναληθείς ιστορίες φρικαλεοτήτων. Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ πίστευε ακράδαντα ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να επέμβουν για να βοηθήσουν τους αντάρτες της Κούβας στον αγώνα τους κατά του ισπανικού ζυγού και έκανε ό,τι μπορούσε για να κεντρίσει την κοινή γνώμη. Πέρα από τους ανταποκριτές του στο νησί, απέστειλε έναν καλλιτέχνη, τον Φρέντρικ Ρέμινγκτον, να αποδώσει οπτικά ό,τι κατέγραφαν οι ρεπόρτερ του με λέξεις. Ό,τι ακολουθεί, ανήκει πλέον στην ανεκδοτολογία του Τύπου! Φτάνοντας ο Ρέμινγκτον στην Κούβα, βρήκε ήρεμη την κατάσταση, κάτι που ερχόταν ωστόσο σε τραγική αντίθεση με τη δίψα του Χιρστ να οδηγήσει την Αμερική σε πόλεμο, κι αυτό για να πουλήσει περισσότερα φύλλα. Ο Ρέμινγκτον τηλεγράφησε λοιπόν στον Χιρστ: «Όλα ήρεμα. Εδώ δεν υπάρχουν φασαρίες. Δεν θα γίνει πόλεμος. Θέλω να επιστρέψω». Ο Χιρστ του απάντησε αμέσως: «Μείνε εκεί. Εσύ θα φέρεις τις εικόνες και εγώ θα φέρω τον πόλεμο»! Όταν το αμερικανικό θωρηκτό «Μέιν» ανατινάχτηκε λοιπόν στον Κόλπο της Αβάνας, οι Ισπανοί επέμειναν ότι ήταν ατύχημα και πρότειναν να συσταθεί ερευνητική επιτροπή. Ο Χιρστ είχε όμως αντίθετη γνώμη και χωρίς την παραμικρή απόδειξη το απέδωσε σε σαμποτάζ, κάποιο «εχθρικό μυστικό σατανικό μηχάνημα»! Δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο κύμα πατριωτικού πάθους που σάρωσε τις ΗΠΑ (με τίτλους «Θυμηθείτε το ‘‘Μέιν’’!»), αποδείχθηκε τελικά ικανός να παράσχει στους ανταποκριτές του έναν πόλεμο. Πλέον είχε δείξει την τρομακτική του δύναμη και ο κόσμος του ανήκε. Στην τελευταία αυτή δεκαετία του 19ου αιώνα, ο Χιρστ έβαλε στο στόχαστρο την πολιτική καριέρα, παίζοντας ωστόσο πάντα δίγλωσσο παιχνίδι. Την ώρα που οι εφημερίδες του υποστήριζαν τους Δημοκρατικούς, εκείνος αντιτάχθηκε στον προεδρικό υποψήφιο των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 1896. Αλλά και όταν πίεζε για πόλεμο κατά των Ισπανών για την απελευθέρωση της Κούβας το 1898, οι Δημοκρατικοί ήταν αντίθετοι…
Πολιτική καριέρα
Στη στροφή του αιώνα, ο Χιρστ ήταν τώρα παντοδύναμος και είχε ξεπηδήσει από τον πόλεμο της κυκλοφορίας ως ο πρώτος μεγιστάνας του Τύπου! Ο δρόμος ήταν ορθάνοιχτος για τον ίδιο να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του και να μπει στην πολιτική. Έχοντας ήδη ιδρύσει ή αγοράσει εφημερίδες σε πολλές ακόμα πολλές, μεταξύ των οποίων το Σικάγο, η Βοστόνη και το Λος Άντζελες, άρχισε την περιπέτειά του για την προεδρία των ΗΠΑ εγκαινιάζοντας μια πρωτόγνωρη σε έκταση και χρήμα προεκλογική καμπάνια που θα του στοίχιζε περισσότερα από 2 εκατ. δολάρια! Αν και το ταξίδι του στην πολιτική δεν θα τον πήγαινε μακριά: παρά το γεγονός ότι εκλέχτηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1902 και το 1904 με τους Δημοκρατικούς, οι εκδοτικές του δουλειές τον κράτησαν μακριά από τις κοινοβουλευτικές του υποχρεώσεις, κάτι που δεν ξέχασε το κοινό και τον «μαύρισε» όταν κατέβηκε τόσο για δήμαρχος της Νέας Υόρκης (1905) όσο και για κυβερνήτης της πολιτείας (1906). Η πολιτική του καριέρα ήταν πια παρελθόν…
Κατοπινά χρόνια
Αφού απέτυχε στον πολιτικό στίβο, ο Χιρστ επέστρεψε δυναμικά στις εκδοτικές του δραστηριότητες αγοράζοντας τώρα τη μία εφημερίδα πίσω από την άλλη. Στις 27 Απριλίου 1903, ο αθεράπευτος, αν και σαραντάρης πια, εργένης παντρεύτηκε την 21χρονη Millicent Willson, μια χορεύτρια σε καμπαρέ της Νέας Υόρκης, η μητέρα της οποίας διατηρούσε τον πιο πολυτελή και πριβέ οίκο ανοχής της πόλης! Η νεαρή σύζυγος του χάρισε πέντε γιους και όλοι μπήκαν κάποια στιγμή στη μιντιακή αυτοκρατορία του πατέρα. Κάπου 14 χρόνια αργότερα, ο μπερμπάντης Χιρστ έβαλε στο στόχαστρο μια ακόμα χορεύτρια καμπαρέ, τη Marion Davies, και μέχρι το 1919 οι δυο τους ζούσαν μαζί στην Καλιφόρνια χωρίς να κρύβουν τον δεσμό τους. Την ίδια χρόνια πέθανε η μητέρα του και του άφησε όλη την πατρική περιουσία, στην οποία περιλαμβανόταν και μια έκταση 168.000 στρεμμάτων στην Καλιφόρνια, όπου θα έχτιζε προοδευτικά στις επόμενες δεκαετίες την περίφημη έπαυλή του, ξοδεύοντας απίστευτα ποσά για να την κάνει σωστό παλάτι. Το κάστρο του, φιλοτεχνημένο σε μπαρόκ ρυθμό, ήταν γεμάτο με ευρωπαϊκά έργα τέχνης αλλά και εξωτικά φυτά και ζώα που έφερνε από τα ταξίδια του ανά την οικουμένη. Ο Χιρστ δαπάνησε 37 εκατ. δολάρια στο προσωπικό του φρούριο, συν άλλα 50 εκατ. για τη διακόσμηση της έκτασης και άλλα 50 εκατ. για τη δημιουργία της συλλογής έργων τέχνης, της μεγαλύτερης που δημιουργήθηκε ποτέ από φυσικό πρόσωπο! Οι δουλειές πήγαιναν εξάλλου τόσο καλά που το παραδάκι έρρεε άφθονο, καθώς στη δεκαετία του 1920 ένας στους τέσσερις Αμερικανούς διάβαζε μία από τις εφημερίδες του μεγιστάνα, οι οποίες υπερέβαιναν σε αριθμό τις 30 και κυκλοφορούσαν σε 13 πόλεις. Όσο για τα έξι περιοδικά του, περιλάμβαναν τα «Cosmopolitan» και «Harper’s Bazaar». Παρά το γεγονός ότι στο τέλος της δεκαετίας ήταν στον κολοφώνα της δύναμής του, το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 τον γονάτισε οικονομικά, αναγκάζοντάς τον να κλείσει την εταιρία παραγωγής αλλά και αρκετά έντυπά του. Το 1937, το δικαστήριο διέταξε την αναγκαστική αναδιάρθρωση του ομίλου του και ο μεγαλοεκδότης αναγκάστηκε να πουλήσει ένα καλό ποσοστό των έργων τέχνης και των αντικών του για να ξεπληρώσει τους πιστωτές του. Οι δύο όμιλοι που διοικούσαν τις επιχειρήσεις του βρέθηκαν να χρωστούν 126 εκατ. δολάρια και ο Χιρστ εκποίησε ένα σεβαστό μέρος της προσωπικής του περιουσίας για να κάνει το χρέος βιώσιμο. Όσο πιο δύσκολη γινόταν η καθημερινότητά του βέβαια, τόσο πιο πικρόχολα και βιτριολικά γίνονταν τα άρθρα των εφημερίδων του, παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν πάντα στο απυρόβλητο. Και βέβαια την παρακμασμένη πια φήμη του δεν τη βοήθησε καθόλου το γεγονός ότι ήταν πάντα σε πλήρη διάσταση απόψεων με τους αναγνώστες του. Ο ίδιος είχε κηρύξει, για παράδειγμα, τον πόλεμο στον Ρούσβελτ, παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα του αναγνωστικού του κοινού ήταν άνθρωποι της εργατικής τάξης που λάτρευαν τον αμερικανό πρόεδρο. Και σίγουρα δεν τον βοήθησε καθόλου το γεγονός ότι το 1934 επισκέφθηκε το Βερολίνο και πήρε συνέντευξη από τον Αδόλφο Χίτλερ, βοηθώντας τον να βελτιώσει την εικόνα του τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς. Όταν το 1941 ο νεαρότατος σκηνοθέτης Όρσον Γουέλς γύρισε τον «Πολίτη Κέιν», λίγη προσπάθεια έκανε για να κρύψει ότι η ταινία αφορούσε στη ζωή του μεγαλομανή και αυταρχικού εκδότη. Παρά τις 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ και τον καλλιτεχνικό και εισπρακτικό θρίαμβο της ταινίας, ο Χιρστ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μποϋκοτάρει το φιλμ, καθώς μόνο ευχαριστημένος δεν ήταν από τη δημοσιοποίηση της προσωπικής του ζωής. Επιστρατεύοντας όποιον ήξερε και δεν ήξερε, προσπάθησε να εμποδίσει τη διανομή της ταινίας στις σκοτεινές αίθουσες και όταν απέτυχε, προσφέρθηκε να πληρώσει για την καταστροφή του φιλμ. Ο Γουέλς αρνήθηκε, η ταινία βγήκε στις αίθουσες και σήμερα λογίζεται ως η καλύτερη από καταβολής κινηματογράφου! Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του βλέποντας την άλλοτε πανίσχυρη περσόνα του να χάνει ολοένα και περισσότερο την επιρροή του τόσο στο κοινό όσο και το πολιτικό κατεστημένο, παρά το γεγονός ότι σφράγισε τον Τύπο ανεξίτηλα. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Αυγούστου 1952 στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνια, σε ηλικία 88 ετών. Το μέγαρό του με τα 165 δωμάτια, τα 41 τζάκια και τους εξωτικούς κήπους δεσπόζει ακόμη και σήμερα στους λόφους της Νότιας Καλιφόρνιας για να θυμίζει το μέγεθος και την αλαζονεία του άντρα που ενέπνευσε τον «Πολίτη Κέιν»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr