Τον κίνδυνο μίας επικείμενης κοινωνικής έκρηξης, αν συνεχιστεί «η παράφρονη αυτή πολιτική» υπογραμμίζει σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής» ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης.
Ερωτηθείς αν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα ζούσαμε όσα συμβαίνουν σήμερα, ο ποιητής απαντά: «Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ένας αναμενόμενος εφιάλτης που τον υποπτευόμασταν ότι θα ‘ρχόταν κάποια μέρα για άγνωστες τότε σ’ εμάς ακριβείς περιστάσεις, σαν ένα προμήνυμα καταστροφής που δεν ήταν δυνατόν να μαντέψεις το τι θα ‘ταν, αλλά είχες μια ιδέα ότι θα ‘ταν οικονομικής φύσεως, εφόσον περιοδικά στο σύστημα εμφωλεύουν τέτοιες θύελλες, όπως έγραφε ο Μαρξ, ότι τις εμπεριέχει το καπιταλιστικό καθεστώς, και μάλιστα όταν μοιάζει να λειτουργεί ως ο καπιταλισμός της κατανάλωσης με ευφορία, οπότε συσσωρεύονται δάνεια με το εύκολο χρήμα απ’ τις πιστωτικές κάρτες, και τις φούσκες με τα δάνεια ακινήτων, οδηγώντας σε χρεοκοπίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως μου το είχε προβλέψει ένας φίλος οικονομολόγος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, φέρνοντας ως παράδειγμα ακριβώς αυτό το μοντέλο, αλλά ξεκινώντας στην Ιαπωνία. Δεν ξέρω αν το είχε προβλέψει τόσο κοντά στη Wall Street».
Αναφορικά με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, ο κ. Βαλαωρίτης σχολιάζει πως «η επιλογή από ένα μέρος των ψηφοφόρων του ολοκληρωτικού δεδηλωμένου ΧΑ ρατσιστικού νεοναζισμού με εγκληματικές μεθόδους των SS, δηλαδή ταγμάτων εφόδου, όχι μόνο δεν είναι λύση, αλλά μας πηγαίνει πίσω στη φοβερή δεκαετία του ’30 στη Γερμανία, όταν άκουγα τον Χίτλερ να γαβγίζει στο μικρό μου ραδιόφωνο από τα πρώτα, το 1935-39».
Ο ίδιος χαρακτηρίζει «στυγνή οικονομική δικτατορία» την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας λόγο για «γυμνή βία», ενώ ερωτηθείς για το τι οφείλουμε να κάνουμε δίνει την εξής απάντηση:
«Εμείς έχουμε τα χέρια μας δεμένα απ’ το ευρώ, αλλά μπορούμε να διατηρήσουμε τη διαύγειά μας και να κάνουμε πολεμική κριτική στην ευρωπαϊκή οικονομική ελίτ με επικεφαλής τη Γερμανία και να εξακολουθήσουμε να ζητάμε τις αποζημιώσεις πολέμου, την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου κατοχής, να τους υπενθυμίζουμε, όπως κάνουν οι Εβραίοι το ολοκαύτωμά τους, το δικό μας με τις σφαγές και καταστροφές εκατοντάδων χωριών και χιλιάδων ανθρώπων, να μην τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί για όσα μας οφείλουν, είδατε πόσοι λίγοι Γερμανοί ήρθαν φέτος στην Ελλάδα, ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι, πάνε οι ψευτοφιλίες των μεταπολεμικών χρόνων, και οι κούφιες μετάνοιες, δεν έχουμε δει ούτε ένα ευρώ απ’ αυτούς, τα δάνεια δεν είναι αποζημιώσεις, τα μνημόνια λιτότητας είναι ληστρικά γιατί όλα τα χρήματα του ελληνικού Δημοσίου πάνε στους δανειστές, με επιτόκια δηλαδή στους Γερμανούς, δεν θ’ αργήσει μια κοινωνική έκρηξη αν εξακολουθήσει αυτή η παράφρονη εκδικητική πολιτική. Αν σταματήσουμε την αντεπίθεση σ’ αυτόν τον πόλεμο εντυπώσεων και μάλιστα κραυγάζοντας πιο δυνατά, κανένας δεν θα μας ακούσει. Επειδή από μας δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, πρέπει να χτυπήσουμε στο κέντρο στη φωλιά τους».
Πάντως, ο ποιητής δηλώνει «απαίσια αισιόδοξος», και εξηγεί: «Αμα βλέπεις το άδικο και αγριεύεις είσαι αισιόδοξος, δεν σκύβεις κεφάλι. Θυμηθείτε το παράδειγμα του Μακρυγιάννη… Τα παιδιά του ανέτρεψαν αυτούς που τον παίδεψαν, τον κατεδίωξαν, τον βασάνισαν… Αισθάνομαι όλους τους Ελληνες παιδιά μου, είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να έχω γνωρίσει πολλούς από αυτούς από μικρούς. Δεν πιστεύω να ‘χει αλλάξει το μέταλλο της ψυχής τους. Αν αντισταθούν θα νικήσουν τους υπεύθυνους για ό,τι κακό επέβαλαν».