Ακόμη μια προσπάθεια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, όσον αφορά την περίφημη πλέον μεταρρύθμιση στο Δημόσιο, όπως αυτή σχεδιάστηκε από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης με τη συνδρομή της Ομάδας Δράσης (Task Force), αλλά και των Γάλλων τεχνοκρατών, με στόχο να αποκτήσει η χώρα μια διοίκηση χωρίς τις αγκυλώσεις και τα προβλήματα ή την τεράστια γραφειοκρατία και τα έντονα φαινόμενα διαφθοράς, επιχείρησε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Αντώνης Μανιτάκης, κατά την παρέμβασή του στη δημόσια συζήτηση με θέμα «Πέρα από το μικρό ή το μεγάλο κράτος: μεταρρυθμίσεις για μία αδέσμευτη και κοινωνικά αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση», που διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης».
Ο κ. Μανιτάκης εξέφρασε την αγωνία του για το διχασμό που έχει αναπτυχθεί γύρω από το Δημόσιο, τονίζοντας ότι «το πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη χωρίστηκε στα δύο: σε φανατικούς οπαδούς των αθρόων και οριζόντιων απολύσεων και σε φανατικούς υποστηρικτές των μη απολύσεων». Κατά τον υπουργό, «το αποτέλεσμα σε αυτό το ιδεολογικό και στείρο, θεσμικά, δίλημμα συνθλίβεται κάθε συζήτηση για την ουσία και την πορεία της μεταρρύθμισης». Επεσήμανε ότι «στο βωμό ενός ιδεολογήματος, θυσιάζεται η προσπάθεια ποιοτικής αναβάθμισης της διοίκησης και υπονομεύεται το κλίμα της συναίνεσης, που είναι αναγκαίο, για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως για την αύξηση της αποδοτικότητας των δημοσίων υπαλλήλων και την πάταξη της γραφειοκρατίας και της διοικητικής διαφθοράς».
Πρόσθεσε, επίσης, ότι «κάθε συζήτηση για απολύσεις δημιουργεί άλογο φόβο σε όλους, ακόμη και στους άξιους υπαλλήλους, παραλύει και υπονομεύει κάθε εξαγγελία για μεταρρύθμιση και ακυρώνει τις διαδικασίες για αξιολόγηση. Δηλαδή, λειτουργεί ως άλλοθι για να μην γίνει τίποτε, να μείνουν τα πάντα ως έχουν και ωθεί τη διοίκηση στην παράλυση και τους δημοσίους υπαλλήλους στην αδιαφορία και δυστυχώς και στη λευκή απεργία».
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογράμμισε ότι «το ίδιο στείρα είναι και η κατηγορηματική άρνηση γενικά των απολύσεων», μία στάση που «ευνοεί τη μη εφαρμογή του κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων ως προς τις απολύσεις, καλύπτει τους πειθαρχικά υπόλογους, τους ακατάλληλους, τους ανίκανους, αυτούς που δεν τιμούν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού».
Για το αρχικό ζήτημα που τέθηκε από τους διοργανωτές της συζήτησης, «πέρα από το μικρό ή μεγάλο κράτος», ή ακόμη και για την αριθμητική ή ποσοτική διάσταση του προβλήματος, ο κ. Μανιτάκης είπε ευθέως ότι «όσο και αν αποτελεί αναγκαία και χρήσιμη βάση και καλή αφετηρία για συζήτηση, δεν είναι ικανή από μόνη της να μας διαφωτίσει και να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα». Συχνά παραπλανά, ενίοτε συγκαλύπτει και άλλοτε παραμορφώνει, συμπλήρωσε.
Επανέλαβε, ακόμα, ότι «ο δημόσιος τομέας κατάντησε, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, να είναι υπερδιογκωμένος, υπερτροφικός, ανορθολογικά οργανωμένος, τόσο σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, όσο και σε σχέση με τις δυνατότητες συντήρησής του», κάτι που οφείλεται όπως σημείωσε «στο πελατειακό κράτος, αλλά και μια αντίληψη που επικράτησε θεοποίησης και φετιχοποίησης του κράτους».
Κριτική στην τρόικα
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης άσκησε κριτική και στην τρόικα, επισημαίνοντας ότι «η συνταγή της αποτυπώθηκε αριθμητικά, ποσοτικά. Η οδηγία ήταν: μειώστε δραστικά τις δομές, καταργήστε οργανισμούς, κάντε συγχωνεύσεις».
Παρατήρησε δε ότι ήταν «εύκολη και εύπεπτη συνταγή, επειδή διατύπωνε το προφανές. Σχηματική, όμως, απλοϊκή και όχι απλή, στην ουσία της, αποδείχθηκε τελικά ανεδαφική στην άμεση εφαρμογή της». Με λίγα λόγια, τόνισε, ήταν μία μέθοδος που έπρεπε να ακολουθήσει τη «νομοθετική κοπτοραπτική», χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι «η απουσία ποιοτικών κριτηρίων απλώς ακύρωνε τη μεταρρύθμιση».
Ωστόσο, συνέχισε, «στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, με τεχνική βοήθεια της Task Force και την τεχνογνωσία των Γάλλων εταίρων μας, προσπαθούμε σήμερα να πραγματώσουμε τον στρατηγικό και ζωτικό στόχο της ριζικής αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών μας με εντελώς διαφορετική μέθοδο».
Αναφέρθηκε ακόμα στην πορεία της προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση, ολοκληρώνοντας ήδη το οδικό χάρτη και το σύστημα εκπόνησης μελετών αξιολόγησης δομών ανά υπουργείο, ενώ «οι ποσοτικοί στόχοι συνδυάζονται με κριτήρια ποιότητας και αξιολόγησης».
Για τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων
Σε ότι αφορά τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων ο κ. Μανιτάκης επεσήμανε, «όταν διαπιστώθηκε ότι ο στόχος της μείωσης των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 δεν ήταν ανέφικτος και θα επιτυγχανόταν με συνταξιοδοτικές αποχωρήσεις, στο δεύτερο μνημόνιο προστέθηκε ένας ακόμη ποσοτικός στόχος: των αναγκαστικών αποχωρήσεων (15.000). Και αυτό στόχευε σε καθαρά δημοσιονομικό όφελος, μάλιστα είχε προϋπολογιστεί η ακριβής εξοικονόμηση της σχετικής μισθολογικής δαπάνης».
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στάθηκε, για μία ακόμη φορά, στο ζήτημα της «δραματικής και ανεξέλεγκτης μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων», τονίζοντας ότι «το δημοσιονομικό αίτημα της δραστικής μείωσης των δημοσίων υπαλλήλων, από αίτημα εξυγιαντικό, κινδυνεύει σύντομα να γίνει, με τις αθρόες και μαζικές συνταξιοδοτήσεις, ο εφιάλτης της δημόσιας διοίκησης και των ταμείων συνταξιοδότησης».
Όπως επεσήμανε ο ίδιος, με βάση τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς, «ο αριθμός των συνταξιοδοτήσεων το 2012 έφθασε τις 32.000 και η μείωση του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015 θα προσεγγίσει τις 180.000 χιλιάδες. ‘Αρα το 2015 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι αρκετά κάτω από τις 600.000. Μείωση που ξεπερνά το 25% σε πέντε χρόνια και είναι τρομακτική, διότι δημιουργεί κενά τα οποία δεν μπορεί να καλυφθούν ούτε με αθρόες προσλήψεις ούτε με ανορθολογικές και μαζικές μετακινήσεις. Μείωση τρομακτική για τις δραματικές ελλείψεις, την παράλυση που μπορεί να προκαλέσει στις δημόσιες υπηρεσίες και στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως νοσοκομεία και υπηρεσίες κοινωνικές».
Ο κ. Μανιτάκης υπεραμύνθηκε της κινητικότητας των υπαλλήλων, την οποία χαρακτήρισε «απαραίτητη» και ως «κίνητρο και όχι ως τιμωρία», αλλά και ως «ένα από τα κλειδιά της μεταρρύθμισης στη δημόσια διοίκηση, ενώ σημείωσε ότι «η μετακίνηση θα πρέπει να γίνεται τόσο για το καλό της υπηρεσίας όσο και για την αξιοποίηση του υπαλλήλου».
Τέλος, τόνισε ότι «η συγκυρία είναι κρίσιμη και μοναδική για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και για το μέλλον της χώρας και πως η ποιοτική αναδιάρθρωση δομών και ανθρώπινου δυναμικού, πρέπει να γίνει το θεμέλιο για μια εθνική, αυτόνομη στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς δημοσιονομική κηδεμονία και διεθνείς επιτηρήσεις».