Μέσα από την ιστορική καταγραφή των όσων συνέβησαν τη συγκεκριμένη τριετία, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρεται στο σήμερα και στην κρίση που βιώνει η χώρα. Από τους αριθμούς, τα στοιχεία, τα συμπεράσματα που έχει επιμεληθεί ο Ι. Παλαιοκρασσάς (σταθερό μέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη) αντλούνται χρήσιμα συμπεράσματα για το «τώρα».
Στο βιβλίο δεν περιλαμβάνονται κρίσεις για πρόσωπα ή καταστάσεις, αλλά είναι σαφές ότι ο αναγνώστης μπορεί να εξάγει σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα που ξεπερνούν τους αριθμούς και τους πινάκες που παρουσιάζονται. Τα μηνύματα είναι σαφή, από τα αποσπάσματα που προ-δημοσιεύει σήμερα το «Εθνος της Κυριακής». Ειδικότερα δε, από τον πρόλογο που υπογράφει ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, είναι σαφής η προτροπή του προς την πολιτική ηγεσία να επιδείξει δύο χαρακτηριστικά, προκειμένου να βγει η χώρα από την πολύπλευρη κρίση: «Ειλικρίνεια και αξιοπιστία».
Συγκεκριμένα, ο κ. Μητσοτάκης στον πρόλογό του αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η σημαντική προσπάθεια που έγινε την περίοδο 1990-1993 είναι χρήσιμο να καταγραφεί στο μέτρο του δυνατού. Οχι τόσο για λόγους απόδοσης ιστορικής δικαιοσύνης, αλλά προπαντός γιατί μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για την αντιμετώπιση της σημερινής τραγικής κρίσης που περνά η χώρα μας. Ξαναδιάβασα, αυτές τις ημέρες, τις προγραμματικές μας δηλώσεις.
Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας την εποχή εκείνη ήταν το ίδιο. Αλλά η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν τελείως αλλιώτικη. Μια καινούργια κυβέρνηση έλεγε στον ελληνικό λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια και ζητούσε την κατανόησή του στη χάραξη της πολιτικής που η σκληρή πραγματικότητα επέβαλλε. Και η κυβέρνηση αυτή ήταν εξ ορισμού αξιόπιστη. Οι δύο αυτές λέξεις, ειλικρίνεια και αξιοπιστία, είναι το κλειδί για να λύσουμε και σήμερα τα προβλήματά μας».
«Αντιδημοτικά μέτρα»
Σε ό,τι αφορά το έργο της κυβέρνησής του, ο πρώην πρωθυπουργός κωδικοποιεί ως εξής τους βασικούς άξονες, στους οποίους κινήθηκε ως πρωθυπουργός: «Η κυβέρνησή μας είχε λάβει πλειάδα αντιδημοτικών μέτρων επί τρία ολόκληρα χρόνια και τα δημόσια οικονομικά επέτρεπαν να ασκηθεί μια πιο άνετη πολιτική το 1994.
Ο πληθωρισμός είχε ήδη υποχωρήσει και επρόκειτο να πέσει (όπως και έπεσε) κάτω του 11% στις αρχές του 1994, επίτευγμα τεράστιο για την εποχή. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είχαν αρχίσει να αποδίδουν, τα μεγάλα έργα υποδομής είχαν μπει σε τροχιά υλοποίησης, το άνοιγμα των αγορών “όπως στον τραπεζικό τομέα” είχε αρχίσει να αποδίδει, οι διαγωνισμοί στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σημείωναν μοναδική επιτυχία σηματοδοτώντας το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών.
Η Ελλάδα είχε πλέον εδραιώσει τον δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής, είχε διασφαλίσει την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, είχε επιτύχει αυξημένα κοινοτικά κονδύλια για τα επόμενα χρόνια, ενώ από 1ης Ιανουαρίου 1994 θα αναλάμβανε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΕΜΠΟΝΕΡΑ
Οι συντεχνίες φρέναραν τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές που γίνονται στο βιβλίο για τα ζητήματα της Παιδείας. Να πώς ο Κ. Μητσοτάκης περιγράφει τα αιματηρά γεγονότα στην Πάτρα, που οδήγησαν στον θάνατο του καθηγητή Τεμπονέρα και στην απόφαση του «να κάνει πίσω» στη μεταρρύθμιση που προωθούσε.
«…Την αφορμή για την έναρξη των καταλήψεων στα σχολεία έδωσαν τα Προεδρικά Διατάγματα που ρύθμιζαν την “οργάνωση και λειτουργία των σχολείων”.
Επρόκειτο για κωδικοποίηση της διάσπαρτης εκπαιδευτικής νομοθεσίας, την οποία είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και περιελάμβανε απαρχαιωμένες διατάξεις του 1955, ακόμη και της δικτατορίας.
Παράλληλα, εισάγονταν και σύγχρονες ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του μέτρου της αποβολής, η επέκταση της ενισχυτικής διδασκαλίας, η επαναφορά των πρότυπων σχολείων, η επιστροφή των σχολικών βιβλίων κ.λπ. Η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα της Πάτρας. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αντιτιθέμενες ομάδες κομματικών παραγόντων, σε υπό κατάληψη σχολείο, είχε ως τραγικό αποτέλεσμα τον φόνο ενός καθηγητή, στελέχους της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Ακολούθησαν οι εμπρησμοί από διαδηλωτές στην Αθήνα, προκαλώντας τον τραγικό θάνατο αθώων πολιτών. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, η κυβέρνηση υποχώρησε αποσύροντας το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα σε έναν καίριο τομέα για το μέλλον της χώρας.
Από μια πλευρά αυτό αποτελούσε πράξη πολιτικού ρεαλισμού, αλλά από την άλλη ήταν μία κρίσιμη υποχώρηση που συνεχίζεται επί μία 20ετία και πλέον.
Τα συντεχνιακά συμφέροντα των κατεστημένων του αναχρονισμού, στηριζόμενα κατά τρόπο οξύμωρο από τις δήθεν προοδευτικές δυνάμεις της Αριστεράς, καταφέρνουν, ακόμα και τώρα, να διασώζουν στην ελληνική παιδεία έναν μεσαίωνα οπισθοδρόμησης και διαπλοκής. Το ερώτημα “ποια θα ήταν η τύχη της ελληνικής παιδείας, εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε τότε επιμείνει”, ίσως συγκαταλέγεται στα περίφημα “εάν” της ιστορίας».