Αναβολή σε δικαστήριο, επικαλούμενος ότι διεκδικεί χρήματα από το Δημόσιο, ζήτησε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ενώ η δικηγόρος του φέρεται να υποστήριξε ότι ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ πραγματοποίησε ραντεβού με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Χουλιαράκη, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα βγει άμεσα και εγκύκλιος για τη ρύθμιση των χρεών στο Δημόσιο.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», βρέθηκε κατηγορούμενος για παραβίαση του άρθρου 25 του ν. 1882/90, δηλαδή για «παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους».
Η πράξη τοποθετείται τον Μάρτιο του 2014, τότε που ο άλλοτε ισχυρός άντρας του ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στη φυλακή και δεν είχε τη δυνατότητα να καταβάλει χρήματα. Στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, όπου δικαζόταν η υπόθεση, δεν εμφανίστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αλλά εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.
Στον διάλογο με την έδρα, η δικηγόρος φέρεται να ζήτησε αναβολή στην υπόθεση, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, υποστηρίζοντας ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος διεκδικεί χρήματα από το κράτος, καθώς «αναμένει την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έχει κάνει προσφυγές μαζί με άλλους βουλευτές, ζητώντας αναδρομικά. Αξιώνει να λάβει 200.000 με 250.000 χιλιάδες ευρώ περίπου».
Η δικηγόρος φέρεται να έκανε λόγο επίσης και για ένα ραντεβού που έκανε ο κ. Τσοχατζόπουλος με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, κ. Χουλιαράκη, ο οποίος «τον διαβεβαίωσε ο ίδιος ότι έρχεται ρύθμιση που θα αφορά όσους δεν μπόρεσαν να μπουν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Του ανέφερε ότι αναμένεται άμεσα σχετική εγκύκλιος, που θα αφορά σε οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορία».
Το δικαστήριο αποφάσισε τελικά να δώσει αναβολή στην υπόθεση, προκειμένου ο πρώην υπουργός να προσκομίσει σχετική απόφαση ρύθμισης των χρεών του.
Σημειώνεται πως οι προσφυγές βουλευτών που ζητούν αναδρομικά χρήματα είχαν απασχολήσει τη δημοσιότητα για πρώτη φορά το 2011. Οι βουλευτές ζητούν να αυξηθούν αυτοδικαίως οι αποδοχές τους με βάση ψηφίσματα της Βουλής που προβλέπουν ίσες αποδοχές με τους δικαστές. Επικαλούνται τις αυξήσεις που αναγνώρισε για τους δικαστές το 2006 το Μισθοδικείο, αλλά και το μεταγενέστερο νόμο 3620/07 που ενσωμάτωσε τις αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστών.
Μεγάλος αριθμός βουλευτικών αγωγών εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε δικαιώσει συνταξιούχους βουλευτές, κρίνοντας ότι με βάση το Ζ’ ψήφισμα της Βουλής του 1975, οι αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών συμπαρασύρουν τις αποδοχές των βουλευτών. Στην απόφαση αυτή είχε αντιδράσει το υπουργείο Οικονομικών, καταθέτοντας αίτηση αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία είχε αναπέμψει και πάλι την υπόθεση στο Τμήμα. Συνολικά πρόκειται για περισσότερους από 160 βουλευτές, με τις προσφυγές τους να βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια.