Επικαλούμενος τη θετική στιγμή για επενδύσεις, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε την αποφασιστικότητα, όπως είπε, της κυβέρνησης «να στηρίξει κάθε σημαντική επενδυτική προσπάθεια που θα αποδώσει οφέλη στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία». Συγχρόνως, όμως, είναι «εξίσου αποφασιστική στην τήρηση της νομιμότητας, των ευρωπαϊκών κανόνων αλλά και των συμβατικών υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου όπως αρμόζει σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία».
Όπως άλλωστε διευκρίνισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, «αυτή άλλωστε είναι και η θεμελιώδης προϋπόθεση για την διοικητική αποτελεσματικότητα και την υλοποίηση κάθε επενδυτικού σχεδίου. Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως και στην περίπτωση της επένδυσης στο Ελληνικό».
Μετά δε, και τη χθεσινή γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, κατά την προσέγγιση της κυβέρνησης «γίνεται ένα μεγάλο βήμα για την υλοποίηση μιας σημαντικής επένδυσης, με σεβασμό στην κείμενη νομοθεσία, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ενώ εκμηδενίζονται οι νομικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μελλοντικά ανυπέρβλητα εμπόδια για την υλοποίηση της επένδυσης».
Όπως εξήγησε το ΚΑΣ γνωμοδότησε υπέρ της κήρυξης αρχαιολογικού χώρου έκτασης περίπου 300 στρεμμάτων εντός της περιοχής της επένδυσης ενώ ενέκρινε την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης που είχε καταθέσει ο επενδυτής, με τη διευκρίνιση ότι «η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή δεν συνεπάγεται περιορισμούς δόμησης αλλά μόνο αυξημένη επιτήρηση κατά την υλοποίηση της επένδυσης».
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διασφαλίσει την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης που ενδεχομένως θα απαιτηθούν στο μέλλον.
Η συγκεκριμένη απόφαση είναι πλήρως συμβατή με τις υποχρέωσεις του ελληνικού Δημοσίου που απορρέουν από την αρχική σύμβαση και ανοίγει το δρόμο για να πληρωθεί το σύνολο των αναβλητικών αιρέσεων για τη μεταβίβαση των μετοχών της Ελληνικό ΑΕ στον αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.
«Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομικής ορθότητας της διαδικασίας από όπου και αν αυτή προέρχεται υπονοεί ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να παρακάμψει ή/και να παραβεί το νόμο. Όποιος όμως υποστηρίζει αυτή την άποψη θα πρέπει ταυτόχρονα να εξηγήσει αν προτείνει επίσης την παράκαμψη του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και εν γένει πως αντιλαμβάνεται τη σχέση του ελληνικού δημοσίου με τους επενδυτές σε μια ευνομούμενη χώρα της ΕΕ», διεμήνυσε ο Δ. Τζανακόπουλος.