Με άρθρο του στην εφημερίδα Τα Νέα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι η χώρα πρέπει να οργανωθεί και πάλι εκ του μηδενός και προσθέτει πως πρέπει να ξαναγραφεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος γράφει για την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και κριτικάρει τις αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας. Μιλάει επίσης για τα γεγονότα των παρελάσεων αλλά και για τα μέτρα πουμ έχουν φέρει νέους φόρους.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του Βενιζέλου:
Η κρίση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα είναι βαθιά και πολυεπίπεδη. Δεν είναι κρίση µόνον οικονοµική, ούτε πολύ λιγότερο κρίση απλώς δηµοσιονοµική. Είναι κρίση ηθική και υπαρξιακή. Δοκιµάζεται πλέον η κοινωνική και εθνική συνοχή. Δοκιµάζεται η ικανότητά µας να συνεννοούµαστε µε ορθολογικό τρόπο γύρω από θεµελιώδη ζητήµατα εθνικής στρατηγικής.
Η χώρα διατρέχει κινδύνους που, δυστυχώς, δεν συνειδητοποιεί, γιατί ένα µεγάλο µέρος της πολιτικής της εκπροσώπησης και των διαµορφωτών της κοινής γνώµης έχει κάνει την επιλογή να παίζει «εν ου παικτοίς». Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να αλλοιώνεται ή ακόµα και να αντιστρέφεται η πραγµατικότητα. Η ελληνική κοινωνία δείχνει να απαντά µε λάθος τρόπο σε λάθος ερωτήµατα και να αγνοεί κρίσιµα δεδοµένα που απορρέουν από το συσχετισµό των δυνάµεων και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Αν πράγµατι η ελληνική κοινωνία δεν µπορεί να διαχωρίσει την πολιτική αντιπαράθεση από τον σεβασµό της εθνικής ιστορικής µνήµης και της πολιτειακής της εκπροσώπησης, τότε δεν ξέρω αν µπορεί να γίνει κάτι σε επίπεδο οικονοµικής πολιτικής. Αν πράγµατι η ελληνική κοινωνία δεν µπορεί να απαιτήσει από τους εκπαιδευτικούς σεβασµό των παιδιών µας που δεν πρέπει να χρησιµοποιούνται ως µοχλός άσκησης συνδικαλιστικής πίεσης την ηµέρα της εθνικής γιορτής, τότε δεν ξέρω αν έχει σηµασία οποιαδήποτε µεταρρύθµιση του εκπαιδευτικού συστήµατος.
Αν πράγµατι η ελληνική κοινωνία δεν µπορεί να αντιληφθεί πως χωρίς την είσπραξη των δηµοσίων εσόδων δεν µπορούν να πληρωθούν µισθοί και συντάξεις, τότε δεν ξέρω αν µπορούµε να βγούµε κάποια στιγµή από την δηµοσιονοµική περιπέτεια. Μόνη ελπίδα είναι να επιχειρείται µία επικοινωνιακή αλλοίωση της πραγµατικής στάσης της κοινωνίας. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε τίποτα από όσα συµβαίνουν ή µπορεί να συµβούν σε πολιτικό επίπεδο δεν έχει σηµασία. Αυτό είναι το δηµοκρατικό πρόβληµα της χώρας, στο οποίο θα επανέλθω.
Οταν, στα µέσα Ιουνίου, αποδέχθηκα το φορτίο του υπουργείου Οικονοµικών, είκοσι µήνες µετά τις εκλογές του 2009, είχα βεβαίως την εικόνα της κατάστασης. Αυτή όµως επιδεινώθηκε από τότε σε όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής, ενώ στο εσωτερικό της χώρας µία «τυφλή» πολιτική αντιπαράθεση συµβατικού χαρακτήρα, τείνει να καταστρέψει το ίδιο το ένστικτο αυτοσυντήρησης της πατρίδας µας.
Γνωρίζω πολύ καλά τα δικά µας λάθη, τις παραλείψεις, τις αµφιθυµίες, τις καθυστερήσεις των τελευταίων δύο ετών. Κανείς, από την άλλη πλευρά δεν µπορεί να αγνοήσει το µέγεθος της προσπάθειας των δυο αυτών χρόνων. Το δηµοσιονοµικό αποτέλεσµα, τις δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις, τις αλλαγές.
Βλέποντας, βεβαίως, τα πράγµατα αναδροµικά, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να έχουν τεθεί µε άλλους όρους τα ζητήµατα, αµέσως µετά τις εκλογές του 2009.
Το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε µία τεράστια ευθύνη, δυσανάλογα µεγάλη και επέτρεψε να καλλιεργηθεί σε µεγάλο µέρος της κοινής γνώµης η αίσθηση ότι το πρόβληµα δεν είναι ο δηµοσιονοµικός εκτροχιασµός και η ανεξέλεγκτη κατάσταση που είχε διαµορφωθεί µέχρι τον Οκτώβριο του 2009, αλλά η διαχείριση της κρίσης, από τότε µέχρι σήµερα.
Αυτή είναι µία ριζική ανατροπή των λογικών προϋποθέσεων της δηµόσιας συζήτησης. Τα δύο κόµµατα που µοιράστηκαν την ευθύνη της διακυβέρνησης τα τελευταία 37 χρόνια, επέλεξαν να κινηθούν σε διαφορετικά επίπεδα. Το ΠΑΣΟΚ να αναψηλαφήσει το παρελθόν του και τις κοινωνικές του αναφορές και να αναµετρηθεί µε µία ιστορική πρόκληση.
Η Νέα Δηµοκρατία να αντλήσει, µε τον πιο συµβατικό και παλαιοκοµµατικό τρόπο, τα όποια οφέλη από την φθορά που προκαλεί στην Κυβέρνηση η διαχείριση της κρίσης και η δυσαρέσκεια από την εφαρµογή σκληρών, αλλά αναγκαίων σωστικών µέτρων. Το σχήµα αυτό είναι εξ ορισµού άνισο και νοθεύει, τόσο την αίσθηση της ευθύνης για την κατάσταση της χώρας, όσο και την εκτίµηση για το ποιος και πώς µπορεί να εγγυηθεί την προοπτική της.
Πάνω στον καµβά αυτόν οργανώθηκε, µε τη βοήθεια των µικρότερων κοµµάτων της αντιπολίτευσης και µεγάλου µέρους των ΜΜΕ, µία απόλυτα αδιέξοδη εικόνα.
Η ανάληψη εκ µέρους της Κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του βάρους των δύσκολων αποφάσεων, που επιχειρούν να ανατρέψουν αντιπαραγωγικές και άνισες καταστάσεις δεκαετιών, επιτρέπει σε όλους τους άλλους να κάνουν, εκ του ασφαλούς, την δική τους κριτική, εξίσου εύκολα, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, είτε ταυτοχρόνως και από τις δύο πλευρές.
Ολοι µπορούν να είναι κατά της µονιµότητας στο Δηµόσιο, αλλά και κατά της επαναξιολόγησης των εργαζοµένων σε αυτό και της εργασιακής εφεδρείας. Ολοι µπορούν να είναι κατά της φοροδιαφυγής αλλά και κατά των µέτρων για την είσπραξη και απόδοση του ΦΠΑ και κατά των τεκµηρίων διαβίωσης και κατά του καθολικού ηλεκτρονικού «πόθεν έσχες» και κατά της ανάγκης να τεκµηριώνεται µε αποδείξεις ο τρόπος διάθεσης του διαθεσίµου εισοδήµατος του καθενός.
Ολοι µπορεί να είναι υπέρ της περικοπής των δηµοσίων δαπανών, αλλά κανείς δεν είναι έτοιµος να δεχθεί πως το µεγαλύτερο µέρος των δαπανών αυτών κατευθύνεται σε µισθούς, συντάξεις και επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταµείων. Ολοι θέλουν να κλείσουν δηµόσιες επιχειρήσεις και οργανισµοί, κανείς όµως δεν είναι έτοιµος να αποδεχθεί την επαναξιολόγηση ή πολύ περισσότερο την απόλυση του προσωπικού τους.
Η χώρα πρέπει να οργανωθεί και πάλι εκ του µηδενός. Να ξαναγράψει τους βασικούς της κανόνες, το ίδιο το κοινωνικό συµβόλαιο που λειτουργεί ως θεµέλιο κάθε Πολιτείας.
Αυτός θέλουµε να είναι ο στόχος του νέου Εθνικού Φορολογικού Συστήµατος, όχι οι τεχνικές λεπτοµέρειες αλλά οι µεγάλοι κανόνες που θεµελιώνουν την ίση και δίκαιη κατανοµή των βαρών και ανατρέπουν την πιο άγρια αδικία που συντελείται, για δεκαετίες τώρα, σε βάρος µισθωτών και συνταξιούχων χωρίς άλλα εισοδήµατα, σε βάρος όσων δεν µπορούν να αποκρύψουν εισοδήµατα από άλλες πηγές.
Στο µεταξύ όµως, ο κόµπος έφθασε στο χτένι µε την υποδοχή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 26ης Οκτωβρίου.
Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο αποφάσισε προχθές:
α. Να εκταµιευθεί προς την Ελλάδα η 6η δόση, ύψους 8 δισ. ευρώ, του αρχικού δανείου των 110 δισ. ευρώ που χορηγείται από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ µετά τον Μάρτιο του 2010.
β. Να δοθεί στην Ελλάδα νέο πρόγραµµα στήριξης από την Ευρωζώνη (EFSF) και το ΔΝΤ ύψους 100 δισ. ευρώ για την περίοδο 2012-2014 ώστε να καλυφθούν όλες οι δανειακές ανάγκες της χώρας, τα δηµοσιονοµικά της ελλείµµατα και οι ανάγκες επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της.
γ. Να καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες χρηµατοδότησης και άρα ρευστότητας του ελληνικού χρηµατοπιστωτικού συστήµατος µέσω του ευρωσυστήµατος, από τώρα και έως την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών που θα επιτρέψουν στο ελληνικό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα να λειτουργήσει ξανά αυτόνοµα. Αυτό σηµαίνει φυσικά και πολλαπλή πλήρη εγγύηση των καταθέσεων.
δ. Να περιοριστεί δραστικά, για την ακρίβεια στο ήµισυ, το δηµόσιο χρέος συνολικού ύψους 206 δισ. ευρώ που αυτή την στιγµή κατέχεται από τράπεζες και άλλους ιδιωτικούς φορείς διεθνώς, δηλαδή να περιοριστεί το ελληνικό δηµόσιο χρέος κατά 100 περίπου δισ. ευρώ, κατά 50% περίπου του ΑΕΠ, έτσι ώστε το 2020 το δηµόσιο χρέος να είναι 120% του ΑΕΠ, αντί για 173%, αν δεν αλλάξει τώρα κάτι, σύµφωνα µε την έκθεση του ΔΝΤ που αποδέχονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ.
Αυτό το σχήµα καθιστά το ελληνικό δηµόσιο χρέος µακροπρόθεσµα βιώσιµο, σε συνδυασµό µε το περιορισµένο µέσο επιτόκιο και την µακρύτερη µέση διάρκειά του. Προς τον σκοπό αυτό οι εταίροι µας χορηγούν στην Ελλάδα ενίσχυση 30 δισ. ευρώ (άρα συνολικά άλλα 130 δισ., που µαζί µε τα αρχικά 110 µας κάνουν 240 δισ. στήριξης). Αυτά τα 30 δισ. θα χρησιµοποιηθούν για να καλυφθούν, εν µέρει, τα άλλα 100 δισ. που αποµένουν ως αξίωση στα χέρια ιδιωτών κοµιστών του ελληνικού δηµοσίου χρέους.
Ολα αυτά έγιναν εφικτά µέσα σε εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς συνθήκες και ως αποτέλεσµα µίας εντατικής, δύσκολης και λεπτής διαπραγµάτευσης για δύο κατά βάση λόγους:
Ο πρώτος αφορά την Ελλάδα. Η Ελλάδα, χάρη στις βαριές θυσίες στις οποίες υπεβλήθη και υποβάλλεται ο λαός της, απέδειξε πώς µπορεί να πετύχει µία πρωτοφανή δηµοσιονοµική προσαρµογή, σε µικρό χρόνο, υπό συνθήκες βαθιάς ύφεσης και µε συνεχώς αυξανόµενο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του δηµοσίου χρέους. Οι θεσµικοί µας εταίροι και δανειστές κατάλαβαν τώρα ότι αυτό το πρόγραµµα πρέπει να συνοδευτεί από µία ριζική παρέµβαση ως προς το µέγεθος του δηµοσίου χρέους προκειµένου να αποδώσει όχι µόνο δηµοσιονοµικούς αλλά και αναπτυξιακούς καρπούς, να ανασχέσει την ύφεση, να αλλάξει τα επίπεδα ρευστότητας, να δώσει προοπτική στην ελληνική οικονοµία και άρα στην απασχόληση.
Τώρα που η Ελλάδα έδειξε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασµα το 2012 είναι εφικτός, οι εταίροι και δανειστές στήριξαν επιλογές που δεν είχαν ωριµάσει στην αντίληψή τους νωρίτερα. Τον Ιούλιο είχε γίνει ένα πρώτο βήµα που ανατράπηκε από σηµαντικές αλλαγές που µεσολάβησαν στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον (π.χ. πίεση σε βάρος της Ιταλίας και της Ισπανίας, υποβάθµιση ακόµα και των ΗΠΑ από έναν οίκο αξιολόγησης). Κυρίως όµως ανατράπηκε από την επιµονή των τραπεζών να µειώσουν όσο γίνεται περισσότερο, µε διαφόρους χρηµατοοικονοµικούς τρόπους, την συµµετοχή τους στο κόστος της ελάφρυνσης του ελληνικού δηµοσίου χρέους.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ευρωζώνη συνολικά που είδε πως χρειάζονται πολύ πιο ριζικές και καθαρές αποφάσεις προκειµένου να ανακοπούν οι ασύµµετρες επιθέσεις εναντίον του ευρώ από τις αγορές και τους διεθνείς κερδοσκοπικούς κύκλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να αποφασιστεί, επιτέλους, µία ολοκληρωµένη στρατηγική που πρέπει να υποστηριχθεί από σειρά µέτρων και ισχυρή πολιτική επιµονή προκειµένου να µην έχει την τύχη άλλων αποφάσεων οι οποίες αποδείχθηκαν αργές και δειλές. Τώρα όµως υπάρχει και γνώση και βούληση της Ευρώπης, θέλω να πιστεύω.
Απέναντι σε αυτή τη δέσµη αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η Ελλάδα και η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονοµίας, µέσα πάντα στην ευρωζώνη, βλέπουµε να οργανώνεται µία αρνητική υποδοχή. Ολες οι κυβερνήσεις των κρατών-µελών και όλοι οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσµοί θεωρούν ότι έγινε κάτι ιδιαίτερα σηµαντικό και ριζοσπαστικό για την Ελλάδα. Εδώ όµως βλέπουµε έρευνες της κοινής γνώµης να καταγράφουν αρνητική στάση της πλειοψηφίας των πολιτών ή ακόµη και διάθεση καταψήφισης των αποφάσεων σε περίπτωση διεξαγωγής δηµοψηφίσµατος, το οποίο παρ’ όλα αυτά ζητείται να οργανωθεί. Παράλληλα όµως η µεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώµης φαίνεται να είναι αναφανδόν υπέρ της παραµονής της χώρας στο ευρώ!
Αναρωτιέµαι, λοιπόν, ποιον λόγο µπορεί να έχει ένας πολίτης που δοκιµάζεται από την κρίση και βλέπει τα εισοδήµατά του να περιορίζονται ή τη δουλειά του να χάνεται, να µην θέλει περικοπή των οφειλών του ελληνικού Δηµοσίου προς τις τράπεζες που κατέχουν οµόλογά του.
Γιατί µπορεί να ενοχλείται ένας απλός πολίτης επειδή η χώρα του, αντί να χρωστά 200 δισ. στις τράπεζες θα χρωστά 100 δισ. και το δηµόσιο χρέος της χώρας το 2020 αντί να είναι 173% του ΑΕΠ θα είναι µόνο 120%, δηλαδή µικρότερο κατά 53 ποσοστιαίες µονάδες του ΑΕΠ;
Aναρωτιέµαι ποιον λόγο µπορεί να έχει ένας πολίτης να αντιδρά απέναντι στο γεγονός πως µόλις ολοκληρωθεί το σχήµα αυτό, η χώρα θα έχει χρέος 100 δισ. λιγότερο και άρα θα πληρώνει περίπου 4,5 δισ. λιγότερους τόκους κάθε χρόνο (100 δισ. x 4,5% µέσο ετήσιο επιτόκιο) έχοντας τη δυνατότητα να παρουσιάσει µεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσµατα και να συντάξει έναν προϋπολογισµό πιο φιλικό προς την ανάπτυξη και την κοινωνία;
Αντιλαµβάνοµαι τη σηµασία που δίνουν, και ορθά, πολλοί στο ζήτηµα των χαρτοφυλακίων των ασφαλιστικών ταµείων που περιλαµβάνουν οµόλογα του ελληνικού Δηµοσίου.
Οπως είπα κατ’ επανάληψη, εάν δεν είχε ληφθεί και αν δεν εφαρµοστεί η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, τα χαρτοφυλάκια των Ταµείων θα περιλάµβαναν οµόλογα που η εµπορική τους αξία κινείται κοντά στο 40% της ονοµαστικής, ενώ µε την νέα απόφαση, η ονοµαστική αξία των οµολόγων αυτών θα είναι πολύ µεγαλύτερη, στο επίπεδο του 65-70% και οι απώλειες στην περιουσία των Ταµείων θα αναπληρωθούν µε µεταφορά δηµόσιας περιουσίας.
Αυτή η µεταφορά δεν βαραίνει το δηµόσιο χρέος και θα γίνει µέσω ανώνυµης εταιρείας ειδικού σκοπού, οι µετοχές της οποίας θα διανεµηθούν αναλογικά στα Ταµεία. Επιπλέον, η ελάφρυνση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισµού από τόκους, θα καταστήσει ευκολότερη την επιχορήγηση των Ταµείων και πιο ασφαλείς τις συντάξεις. Το Δηµόσιο, ούτως ή άλλως, καταβάλλει κάθε χρόνο σε επιχορηγήσεις το 50% της ονοµαστικής αξίας του χαρτοφυλακίου των Ταµείων, άρα σε δύο χρόνια τους δίνει το 100% της ονοµαστικής αξίας.
Ποιοι έχουν λόγο να είναι δυσαρεστηµένοι από τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου; Προφανώς οι µεγάλοι µέτοχοι και οι διοικήσεις τραπεζών που αναγκάζονται να γράψουν ζηµίες πολύ µεγαλύτερες από αυτές που προέβλεπε η απόφαση του Ιουλίου. Αυτό αφορά και τις ελληνικές τράπεζες. Οµως, µεταξύ Εθνους και τραπεζών, υπερισχύει το Εθνος. Μεταξύ γενικού συµφέροντος και οποιουδήποτε ιδιωτικού συµφέροντος υπερισχύει το γενικό συµφέρον. Το µεγάλο πρόβληµα των ελληνικών τραπεζών δεν είναι τα οµόλογα του ελληνικού Δηµοσίου, αλλά τα προβληµατικά χαρτοφυλάκια των δανείων τους. Από το 2008 έως σήµερα το κράτος έχει αναλάβει το βάρος στήριξης, µε τη µορφή κεφαλαιακής ενίσχυσης και εγγυήσεων, των ελληνικών τραπεζών, ύψους 128 δισ. και από αυτά έχουν ήδη ενεργοποιηθεί τα 93 δισ. Το Δηµόσιο µετέχει στο σκληρό πυρήνα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών µε προνοµιούχες µετοχές 3,9 δισ. ευρώ, που το συνολικό τους ύψος είναι µεγαλύτερο από τη συνολική χρηµατιστηριακή αξία των µετοχών όλων των τραπεζών.
Αρα κανείς δεν έχει µεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πορεία των ελληνικών ιδιωτικών τραπεζών από το ελληνικό Δηµόσιο ως προνοµιούχο µέτοχο και εγγυητή τους. Τράπεζες για µας είναι οι καταθέτες και οι αναπτυξιακές τους λειτουργίες στην οικονοµία µέσω της χορηγήσεως δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θέλουµε ισχυρές και υγιείς ιδιωτικές τράπεζες. Μας αρκεί ένας αναδιοργανωµένος δηµόσιος πυλώνας. Δεν θέλουµε να αλλοιώσουµε τον ιδιωτικό χαρακτήρα των ιδιωτικών τραπεζών. Θέλουµε όµως το Δηµόσιο να βγει ωφεληµένο από τη διαδικασία κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών.
Τα κονδύλια συνεπώς που θα δοθούν από το EFSF για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, θα εγγραφούν προσωρινά στο δηµόσιο χρέος και θα διαγραφούν µε τη διάθεση των αντίστοιχων µετοχών στην αγορά, το ταχύτερο δυνατόν. Προτίµησή µας όµως και επιδίωξή µας είναι η διαδικασία αυτή να γίνει, ει δυνατόν, µε νοµικούς και στατιστικούς κανόνες που επιτρέπουν να µην εγγραφεί καν προσωρινά στο δηµόσιο χρέος το σχετικό βάρος.
Οπως όµως και αν τη δει κανείς την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, σε σχέση µε την υπάρχουσα κατάσταση ή σε σχέση µε την αρχική απόφαση του Ιουλίου, αυτή είναι συντριπτικά καλύτερη. Η µείωση του καθαρού χρέους τον Ιούλιο, εάν εφαρµόζονταν όλα κατά γράµµα, θα ήταν 26 δισ. ευρώ.
Τώρα τείνει στα 100 δισ. ευρώ. Κάποιοι θέλουν να αφαιρέσουν τα κονδύλια της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που εξήγησα πώς λειτουργούν σε σχέση µε το χρέος. Για τις ανάγκες της συζήτησης µπορώ να δεχθώ ακόµη και αυτό. Ακόµη και έτσι, το όφελος είναι σχεδόν τριπλάσιο. Ποιος έχει λόγο να δυσανασχετεί; Ποιος έχει λόγο να δηµιουργεί σύγχυση και θόρυβο; Κάποιοι που τα συµφέροντά τους θίγονται, όπως είπα. Αυτοί όµως δεν είναι οι έλληνες πολίτες, δεν είναι η κοινωνία στο όνοµα της οποία λέγονται προκλητικές και επικίνδυνες ανακρίβειες.
Εδώ παρεµβαίνει το επιχείρηµα της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας. Ο δηµαγωγικός ισχυρισµός ότι η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου περιορίζει την εθνική µας κυριαρχία, θέτει τη χώρα υπό επιτροπεία. Οποιος διαβάσει τη σχετική παράγραφο (υπ’ αριθµ. 10) της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, βλέπει µε πόση προσοχή είναι γραµµένη: Η κυριότητα της όλης διαδικασίας και η ευθύνη της εφαρµογής της ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση και την Βουλή των Ελλήνων.
Οι εταίροι µας και οι διεθνείς θεσµοί βοηθούν, στηρίζουν, παρακολουθούν, συντάσσουν εκθέσεις, επισηµαίνουν προβλήµατα, µεταφέρουν τεχνογνωσία προκειµένου να καθίσταται εφικτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων µας, που είναι απολύτως αναγκαία, ως δική µας επιλογή, για την ανασυγκρότηση της χώρας. Η µόνη αλλαγή, που η Ελλάδα ζήτησε, σε σχέση µε όσα ήδη ισχύουν και γίνονται, είναι να σταµατήσει η ανά τρίµηνο επίσκεψη της τρόικας, που λειτουργεί διεθνώς µε αρνητικό τρόπο, επικοινωνιακά. Προτιµότερη είναι η συνεχής παρουσία και συνεργασία για να προλαβαίνουµε και να διορθώνουµε προβλήµατα. Αυτό είναι το θεµέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ελλάδα ήταν πάντα µία φιλοευρωπαϊκή χώρα, µία χώρα οπαδός της ευρωπαϊκής οµοσπονδιακής προοπτικής. Πώς είναι δυνατόν να θεωρούµε ότι µπορεί να είµαστε µέλη µίας ισχυρής νοµισµατικής ένωσης και µίας ένωσης κρατών και λαών, χωρίς να υπάρχουν όλες οι αναγκαίες και αµοιβαίες παραχωρήσεις; Εκτός και αν θεωρούµε ότι η δηµοσιονοµική ανασυγκρότηση και η δηµιουργία θεσµικών αναχωµάτων προκειµένου να αποφύγουµε στο µέλλον έναν δηµοσιονοµικό εκτροχιασµό, είναι κάτι βλαπτικό για τη χώρα και την προοπτική της.
Θα µπορούσα να γράψω πολλά για τη δέσµη των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου και τη σηµασία τους. Οι αποφάσεις αυτές είναι τώρα στα χαρτιά. Πρέπει να εξειδικευτούν και να εφαρµοστούν. Αυτό απαιτεί σκληρή δουλειά, λεπτή και δύσκολη διαπραγµάτευση, τόσο στο εσωτερικό της ευρωζώνης και των ευρωπαϊκών και διεθνών θεσµών, όσο και σε σχέση µε τον διεθνή ιδιωτικό τοµέα.
Αυτό δεν είναι εφικτό χωρίς ένα αρραγές εσωτερικό µέτωπο, χωρίς οι έλληνες πολίτες να στηρίξουν την προσπάθεια, όχι της κυβέρνησης αλλά της χώρας. Εάν δεν πετύχουµε την εκτέλεση του προϋπολογισµού του 2011, εάν δεν µπούµε µε δυναµικό τρόπο στην εκτέλεση του προϋπολογισµού του 2012, όλα θα είναι και πάλι υπό αµφισβήτηση. Δεν θα υπάρχει ούτε νέο πρόγραµµα, ούτε 7η δόση, ούτε PSI plus, µε τόσο ευεργετικές συνέπειες για το µέγεθος του δηµοσίου χρέους και το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του.
Ας κάνω µία θεωρητική ερώτηση: Aν αυτή η δέσµη αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου ετίθετο πράγµατι σε δηµοψήφισµα, ποια απόφαση θα ήταν συµφέρουσα για το Λαό και το Εθνος; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις µίας αρνητικής απόφασης;
Ας κάνω ακόµα µία υποθετική ερώτηση: Αν η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές, µε όλες αυτές τις διαδικασίες σε εκκρεµότητα, πώς θα διασφαλιστεί η αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους µας και τις διεθνείς αγορές; Θα ανασταλούν οι διαδικασίες εκταµίευσης και οι διαδικασίες εξειδίκευσης και εφαρµογής της απόφασης; Mια υποχρεωτική προεκλογική δέσµευση όλων των κοµµάτων ή έστω των λεγόµενων «κυβερνητικών» κοµµάτων πως όλα όσα αποφασίστηκαν στις 26 Οκτωβρίου είναι αποδεκτά και σεβαστά από όλους είναι το ελάχιστο που µπορεί να συµβεί, όπως δείχνει η εµπειρία της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Ποιος είναι έτοιµος να αναλάβει πράγµατι αυτό το βάρος και τι θα σηµαίνει αυτό για τα κύµατα δηµαγωγίας που πέφτουν πάνω στην κοινή γνώµη και αλλοιώνουν την εικόνα που αυτή έχει για την πραγµατικότητα;
Με ποια αιτιολογία και αντιπρόταση τα κόµµατα της αντιπολίτευσης και ιδίως η αξιωµατική αντιπολίτευση, θα αρνηθούν να ψηφίσουν µια συµφωνία που ελαφρύνει τον Λαό από ένα σηµαντικό µέρος του βάρους του δηµοσίου χρέους; Στο όνοµα ποιου µπορεί να δοθεί µια αρνητική ψήφος όταν, για πρώτη φορά, η Βουλή θα έχει την ευκαιρία να αποφασίσει την µείωση και όχι την αύξηση του δηµοσίου χρέους;
Κανείς δεν δικαιούται πλέον να ωραιοποιεί ή να νοθεύει τις καταστάσεις. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται ολόκληρη και αυθεντική. Και είναι σκληρή ,αλλά είναι η µόνη ασφαλής βάση για το µέλλον της χώρας και την ανάκτηση του χρόνου και του χώρου που χάσαµε.
Πίσω από τις κραυγές και τις εύκολες κουβέντες υπάρχει η φωνή της Πατρίδας. Μπορούµε να πετύχουµε, αρκεί να είµαστε σοβαροί, ενωµένοι, υπεύθυνοι και να έχουµε συνείδηση της κατάστασης και της Ιστορίας. Πρέπει να είµαστε υποχρεωτικά αισιόδοξοι, γιατί αν αφεθούµε να παρασυρθούµε από την ηττοπάθεια και την απαισιοδοξία της περιρρέουσας ατµόσφαιρας, τότε θα έχουµε χάσει ένα πολύ µεγάλο ιστορικό στοίχηµα. Και η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη.
*Γ. Σεφέρη, Ηµερολόγιο Καταστρώµατος
( «την κραυγή/ βγαλµένη απ’ τα παλιά
νεύρα του ξύλου/ γιατί την είπες φωνή Πατρίδας; »)