Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πως το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολεμική σύρραξη ανάμεσα σε δύο χώρες. Το πάθος του αθλήματος όμως φαίνεται πως στο παρελθόν ξεπέρασε το χορτάρι και έφτασε μέχρι και τα… τανκς.

Πολλοί τον ονομάζουν «Πόλεμο του ποδοσφαίρου» (στα ισπανικά: La guerra del fútbol), ενώ άλλοι τον αποκαλούν «Πόλεμο των 100 ωρών». Σε κάθε περίπτωσή όλοι αναφέρονται στην τετραήμερη σύρραξη του 1969 μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ, για την οποία στάθηκαν αφορμή οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων των δύο γειτονικών χωρών της Κεντρικής Αμερικής για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970!

Ο πόλεμος ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου 1969, όταν ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ εξαπέλυσε επίθεση προς στην Ονδούρα. Σημειώνεται πως εκείνη την περίοδο και τις δύο χώρες κυβερνούσαν στρατιωτικές δικτατορίες. Μετά από τέσσερις ημέρες, το βράδυ της 18ης Ιουλίου επετεύχθη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός και απόσυρση των δυνάμεων του Σαλβαδόρ μέσω του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών.

Οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις

Οι εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου των δύο χωρών συναντήθηκαν στο γήπεδο στις 8 Ιουνίου του 1969 για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1970. Η Ονδούρα είχε τερματίσει πρώτη στον 1ο όμιλο και το Ελ Σαλβαδόρ ήταν πρώτο στον 3ο όμιλο, ενώ το άλλο ζευγάρι που σχηματίστηκε για τα προκριματικά ήταν ΗΠΑ-Αϊτή.

Ο νικητής από τους διπλούς αγώνες θα έφτανε ακόμα πιο κοντά στην πρόκριση για το Μουντιάλ του Μεξικό. Ο πρώτος αγώνας λοιπόν έληξε με την Ονδούρα να κερδίζει 1-0 με γκολ στα τελευταία δευτερόλεπτα. Είχε ήδη καλλιεργηθεί κλίμα μίσους με την Ονδούρα να έχει παραλύσει από διαδοχικές απεργίες, γεγονός που έφερε τους ταξιδιώτες αντιμέτωπους με τεράστιες δυσκολίες ώσπου να φτάσουν στο «Εθνικό Στάδιο».

Μάλιστα, ο Ryszard Kapuscinski, στο «The Soccer War», αναφέρει πως μια νεαρή φίλαθλος του Ελ Σαλβαδόρ δεν άντεξε το αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα και αυτοκτόνησε!

Επτά μέρες αργότερα η ρεβάνς στο Ελ Σαλβαδόρ έγινε με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, καθώς τα ΜΜΕ καλλιεργούσαν κλίμα εκδίκησης ολόκληρη την εβδομάδα. Δύο οπαδοί των φιλοξενούμενων τραυματίστηκαν στο γήπεδο και η αστυνομία έκανε χρήση υδραντλιών για να επιβάλει την τάξη. Στο αγωνιστικό κομμάτι, η ομάδα του Σαλβαδόρ επικράτησε με 3-0 με αποτέλεσμα η πρόκριση να κρίνεται σε τρίτο παιχνίδι επί ουδέτερου εδάφους, αφού τότε δεν μετρούσε η διαφορά των γκολ.


F4U Corsair

Οι δύο αντίπαλοι λοιπόν αναμετρήθηκαν στις 26 Ιουνίου 1969 στο «Αζτέκα» της πόλης του Μεξικό, με τα Μέσα των δύο χωρών να υποδαυλίζουν το πολεμικό κλίμα τις ημέρες των αγώνων.

Χιλιάδες οπαδοί ταξίδεψαν στο Μεξικό για να δουν τον αγώνα όπου το Ελ Σαλβαδόρ επικράτησε με 3-2 στην παράταση και πήρε το εισιτήριο για τον αγώνα με τν Αϊτή. Στον αγώνα με την Αϊτή νίκησε επίσης το Σαλβαδόρ με σκορ 1-0 και εξασφάλισε την πρόκριση στην τελική φάση του Μουντιάλ.

Μετά τη λήξη του αγώνα ξεκίνησαν συμπλοκές με νεκρούς και τραυματίες έξω από το «Αζτέκα» με τα επεισόδια από το γήπεδο να μεταφέρονται και εκτός Μεξικού. Η κατάσταση στα σύνορα των δύο χωρών χειροτέρευε και οι αψιμαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο, ενώ ο κίνδυνος για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου ήταν κάτι παραπάνω από ορατός.

Τα αίτια της σύρραξης

Η σύρραξη ονομάστηκε «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου», αλλά στην πραγματικότητα το άθλημα ήταν μονάχα η αφορμή για την έκρηξη του πολέμου. Οι πραγματικές αίτιες, όπως και σε κάθε πόλεμο που έχει δει η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσαν να έχουν σχέση με τη «στρογγυλή θεά». Απλώς για μία ακόμα φορά δύο στρατιωτικά καθεστώτα αποδείχθηκε να χρησιμοποιούν το άθλημα ως μέσο προπαγάνδας για να επιτύχουν τους πολιτικούς τους σκοπούς.
Οι ρίζες του πολέμου εντοπίζονται κυρίως σε δύο λόγους. Πρώτων στην χάραξη των συνόρων των κρατών η οποία έγινε με λάθος τρόπους και κριτήρια, το 1821 όταν οι δύο χώρες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους και δεύτερον εξαιτίας του μεταναστευτικού ρεύματος από το Σαλβαδόρ προς την Ονδούρα.

Με την πάροδο των ετών, από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι μετανάστες από το Σαλβαδόρ ξεπερνούσαν τις 300.000 και αριθμούσαν το 15% του πληθυσμού της Ονδούρας. Η εν λόγω μειονότητα τη δεκαετία του ’60 κατείχε μεγάλη έκταση γης στα σύνορα των δύο χωρών, προκαλώντας τις αντιδράσεις των ντόπιων.

Η αμερικανική εταιρεία United Fruit κατείχε και το 10% της γης, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για τους ντόπιους και τους γαιοκτήμονες να ανταγωνιστούν τις εταιρείες-κολοσσούς. Έτσι, ο δικτάτορας της Ονδούρας Λόπες Αρεγιάνο στράφηκε κατά της ακίνητης περιουσίας των μεταναστών από το Σαλβαδόρ, την οποία ουσιαστικά δήμευσε και τη μοίρασε στους ντόπιους ακτήμονες, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «The War of the Dispossessed: Honduras and El Salvador» ο Thomas P. Anderson.

Οι ακτήμονες τότε μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ, δεν είχαν περιουσία και ήταν ανεπιθύμητοι τόσο στην Ονδούρα όσο και στην πατρίδα τους.

Το πολεμικό κλίμα καλλιεργούνταν από τον Τύπο και οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώνονταν με τις εντάσεις μεταξύ των μεταναστών στα σύνορα. Ένας πόλεμος ήταν η λύση που ήθελαν τα δύο καθεστώτα για να βγουν από τα αδιέξοδα.

Οι συνέπειες του πολέμου

Πολλά ήταν τα θύματα και από τις δύο πλευρές του πολέμου. Τουλάχιστον 300.000 κάτοικοι του Ελ Σαλβαδόρ έφυγαν από τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου, ενώ σύμφωνα με τον Anderson, πολλοί εκδιώχθηκαν βίαια από την Ονδούρα, για να γυρίσουν στο Ελ Σαλβαδόρ, με την κυβέρνηση όμως να μην τους καλωσορίζει ούτε εκεί. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες αναγκάστηκαν να βρουν μόνοι τους ένα ασφαλές μέρος για να ζήσουν. Μέσα στα επόμενα χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους, το Ελ Σαλβαδόρ, το οποίο μαστίζονταν από προβλήματα τη φτώχεια.

Στον πόλεμο των τεσσάρων ημερών έχασαν τη ζωή τους 900 άνθρωποι (στρατιώτες και πολίτες από το Ελ Σαλβαδόρ), 100 στρατιώτες και 2000 πολίτες από την Ονδούρα.

Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου διεξήχθη στο έδαφος της Ονδούρας και οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ διαταράχθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Τα σύνορα ήταν επισήμως κλειστά και ο πόλεμος είχε ζημιές όχι μόνο στις οικονομίες των δύο χωρών αλλά καθυστέρησε την Κοινή Αγορά της Κεντρικής Αμερικής για 22 χρόνια. Οι μόνες που ενδυναμώθηκαν από τον πόλεμο ήταν οι χούντες των δύο χωρών.

Σημειώνεται πως απόρροια του «Πολέμου του Ποδοσφαίρου» ήταν και ο εμφύλιος πόλεμος στο Σαλβαδόρ, μεταξύ του σκληρού δεξιού καθεστώτος της χώρας και του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου «Φαραμπούντο Μαρτί» (FMLN), που διήρκεσε έως το 1991.

Στις 30 Οκτωβρίου 1980, τα δύο κράτη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και έθεσαν τις συνοριακές τους διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το 1992 το Διεθνές Δικαστήριο επιδίκασε το μεγαλύτερο μέρος των αμφισβητούμενων εδαφών στην Ονδούρα και το 1998 η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ υπέγραψαν συνθήκη οριοθέτησης των συνόρων.