Τον γενετικό κώδικα της μύγας τσε-τσε αποκωδικοποίησε για πρώτη φορά μια διεθνής ομάδα επιστημόνων. Το επίτευγμα δίνει πλέον αυξημένες δυνατότητες καταπολέμησης ή και οριστικής εξάλειψης της λεγόμενης «ασθένειας του ύπνου» ή αφρικανικής τρυπανοσωμίασης, που πλήττει κυρίως τους πληθυσμούς της υποσαχάριας Αφρικής.
Η χαρτογράφηση του γονιδιώματος του εντόμου κατέστη εφικτή έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια ερευνών και χάρη στη συνεργασία 146 επιστημόνων από 78 ερευνητικά ινστιτούτα 18 χωρών. Η μύγα, ρουφώντας το αίμα των θυμάτων της, είναι το μοναδικό «όχημα» μετάδοσης της τροπικής παρασιτικής νόσου, η οποία απειλεί τη ζωή περίπου 70 εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και πολυάριθμων ζώων σε 36 χώρες. Εκτός από τις απώλειες σε ζωές, έχει προκαλέσει ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ στην Αφρική.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τζιόφρι Ατάρντο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γιέηλ των ΗΠΑ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, τους New York Times και το Nature, έπρεπε να ξεπεράσουν πολυάριθμα εμπόδια, τεχνικά, βιολογικά και οικονομικά (η πολυετής έρευνα κόστισε περίπου 10 εκατ. δολάρια), για να φθάσουν στην πλήρη αποκωδικοποίηση του γονιδιώματος.
Το γονιδίωμα του είδους Glossina morsitans (υπάρχουν και άλλα είδη μύγας τσε-τσε) περιέχει περίπου 12.000 γονίδια και 366 εκατ. «γράμματα» του γενετικού «αλφαβήτου» και η αποκωδικοποίησή του έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο στο βρετανικό Ινστιτούτο γενετικής Wellcome Trust Sanger.
Η μύγα τσε-τσε υπάρχει στη Γη πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους, καθώς ένα απολίθωμά της, που χρονολογείται προ 34 εκατ. ετών, έχει βρεθεί στις ΗΠΑ. Δεν γεννιέται με το παράσιτο, αλλά το ρουφά μαζί με το αίμα που πίνει από τα θύματά της. Στη συνέχεια, όταν τσιμπάει άλλους ανθρώπους ή ζώα, τους μολύνει με το σάλιο της, μεταφέροντάς τους το παράσιτο.
Η νόσος του ύπνου (τρυπανοσωμίαση), της οποίας αρκετά συμπτώματα μοιάζουν με τη λύσσα, προκαλεί αλλαγή του βιολογικού «ρολογιού» (γι’ αυτό επιφέρει υπνηλία τη μέρα), αλλαγές στην προσωπικότητα του ασθενούς, σύγχυση, διαταραχές λόγου, επιληπτικές κρίσεις, δυσκολία βάδισης κ.α., εωσότου το θύμα -αν δεν πάρει τα κατάλληλα φάρμακα- πέσει σε κώμα και πεθάνει.
Η συγκεκριμένη μύγα έχει αναπτύξει μοναδικές και ασυνήθιστες βιολογικές μεθόδους για να μολύνει τα θύματά της, με τη βοήθεια και του άκρως εξελιγμένου αισθητηριακού συστήματός της, που βασίζεται τόσο στην όραση, όσο και στην οσμή. Ασυνήθιστη για έντομο είναι η αναπαραγωγή της (δεν γεννά αυγά, αλλά ήδη ανεπτυγμένα μικρά), η διατροφή της (τρέφεται μόνο με αίμα) και οι χρωματικές προτιμήσεις της (το μπλε και μαύρο χρώμα).
Τώρα πλέον, οι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο θα έχουν στη διάθεσή τους τούς γενετικούς κώδικες για τις πρωτεΐνες της μύγας τσε-τσε, η οποία είναι λίγο μεγαλύτερη σε μέγεθος από μία κοινή μύγα. Η καλύτερη κατανόηση της ιδιαίτερης βιολογίας της θα βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων μεθόδων για την καταπολέμησή της.
Ένα προληπτικό εμβόλιο είναι απίθανο, επειδή το παράσιτο έχει βρει τρόπο να διαφεύγει από το ανοσοποιητικό σύστημα. Αν και υπάρχουν άλλα φάρμακα για την «ασθένεια του ύπνου», αυτά είναι ακριβά, έχουν πολλές παρενέργειες και είναι δύσκολο να χορηγηθούν σε μεγάλες απομονωμένες περιοχές της Αφρικής, όπου η νόσος ενδημεί. Όταν η ασθένεια δεν αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, τότε αποβαίνει κατά 100% θανατηφόρα. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να βρεθούν νέοι τρόποι καταπολέμησης της ίδιας της μύγας.
Πάντως, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η νόσος φαίνεται να ελέγχεται σταδιακά, καθώς το 2013 αναφέρθηκαν περίπου 6.000 κρούσματα έναντι 26.500 το 2000 (φυσικά πολλά ακόμη δεν αναφέρονται ποτέ). Η τρυπανοσωμίαση προκαλεί πολύ λιγότερες λοιμώξεις και θανάτους σε σχέση με τις δύο άλλες κοινές τροπικές ασθένειες, που μεταδίδονται μέσω των κουνουπιών, την ελονοσία και το δάγκειο πυρετό. Οι μύγες τσε-τσε θεωρούνται ευκολότερος στόχος από τα κουνούπια για την εξολόθρευση τους.