Η βιταμίνη D ανήκει στις λιποδιαλυτές βιταμίνες. Πρόδρομες ενώσεις της είναι η 7- δεϋδροχοληστερόλη και η εργοστερόλη. Και οι δύο αυτές μορφές στερολών χρειάζονται την επίδραση της UVB ακτινοβολίας για την μετατροπή τους σε προβιταμίνη D3 και D2 αντίστοιχα. Στη συνέχεια, στο ήπαρ η βιταμίνη D3 μετατρέπεται σε 25(ΟΗ)D3. Μέσω δεύτερης υδροξυλίωσης στα νεφρά μετατρέπεται στη μεταβολικά ενεργή μορφή της, την 1,25(ΟΗ)2 D3 ή καλσιτριόλη.
Η παραγωγή βιταμίνης D εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι η εποχή, η ώρα της ημέρας, το γεωγραφικό πλάτος, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η διάρκεια της έκθεσης στον ήλιο, ο τύπος του δέρματος, η ηλικία και τέλος η χρήση αντηλιακού. Αξίζει να αναφερθεί πως ο υψηλός δείκτης προστασίας μπορεί να μειώσει την παραγωγή της προβιταμίνης D σε ποσοστό άνω του 99%.
Κύριες λειτουργίες της Βιταμίνης D
Η κύρια δράση της καλσιτριόλης είναι η αύξηση της εντερικής απορρόφησης του ασβεστίου και η ενεργή μεταφορά του φωσφόρου στο έντερο. Ως γνωστόν, η βιταμίνη D διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και μεταλλοποίηση των οστών και μαζί με το ασβέστιο βοηθάει στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Νεότερα Δεδομένα για τη Βιταμίνη D
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η βιταμίνη D αλληλεπιδρά με υποδοχείς μεμβρανών διάφορων ιστών, συμπεριλαμβανομένου της καρδιάς, των μυών, του εγκεφάλου και του δέρματος.
Η βιταμίνη D εν μέρει επιδρά σε γονίδια τα οποία κωδικοποιούν πρωτεΐνες που ρυθμίζουν τόσο την κυτταρική διαφοροποίηση όσο και την κυτταρική απόπτωση. Παίζει ρόλο στη ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, στη λειτουργία του νευρομυϊκού και του ανοσοσοποιητικού συστήματος και στη μείωση της φλεγμονής.
Νέα δεδομένα που προέρχονται από επιδημιολογικές μελέτες και μελέτες in vitro, αναδεικνύουν τη σημασία τη βιταμίνης D στην προστασία κατά των χρόνιων νοσημάτων όπως είναι ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο σακχαρώδης διαβήτης. Έχει φανεί πως η βιταμίνη D μπορεί να καταστείλει την ανάπτυξη όγκων σε μοντέλα πειραματόζωων. Αν και οι μηχανισμοί δεν είναι πλήρως κατανοητοί, υπάρχουν ενδείξεις πως η έλλειψη της βιταμίνης D εμπλέκεται στην παθογένεια του σακαχαρώδη διαβήτη τόσο τύπου Ι, όσο και τύπου ΙΙ. Επίσης, υπάρχουν επιδημιολογικά και κλινικά δεδομένα που συσχετίζουν την έλλειψη βιταμίνης D με την εμφάνιση υπέρτασης καθώς εμπλέκεται στον μηχανισμό του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης.
Τέλος, πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα μειωμένα επίπεδα βιταμίνης D κατά την προγεννετική περίοδο, σχετίζονται με μεταβολή της εγκεφαλικής δομής και λειτουργίας. Αυτό συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, σχιζοφρένειας, επιληψίας , νόσου Parkinson και Alzheimer.
Διαιτητικές Πηγές Πρόσληψης
Διαιτητικές πηγές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι κυρίως το μουρουνέλαιο και τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλα, τόνος, σκουμπρί, ξιφίας, πέστροφα). Ικανοποιητικές διαιτητικές πηγές θεωρούνται τα εμπλουτισμένα τρόφιμα όπως είναι τα δημητριακά πρωϊνού, τα ροφήματα σόγιας, οι μαργαρίνες και ο χυμός πορτοκαλιού. Λιγότερο καλές πηγές είναι το γάλα, το συκώτι και ο κρόκος του αυγού.
Συμπτώματα και Νόσοι που Σχετίζονται με Ανεπάρκεια της Βιταμίνης D
Η υποβιταμίνωση D προκαλεί ραχίτιδα και άλλες δυσπλασίες οστών στα παιδιά, καθώς επίσης οστεομαλάκυνση και οστεοπόρωση στους ενήλικες. Ωστόσο δεν είναι οι μοναδικές επιπτώσεις. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως η ανεπάρκεια της συγκεκριμένης βιταμίνης σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρδιακών νοσημάτων, υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι & II, σκλήρυνσης κατά πλάκας, ψυχιατρικών νοσημάτων και διάφορων τύπου καρκίνου (παχέως εντέρου, προστάτη,ενδομητρίου και μαστού).
Τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά, το σκουρόχρωμα δέρμα, η μειωμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, οι ηλικιωμένοι, τα άτομα που εμφανίζουν δυσαπορρόφηση λίπους και οι παχύσαρκοι που έχουν υποβληθεί σε γαστρεκτομή, αποτελούν τους κύριους προδιαθεσικούς παράγοντες για ανεπάκεια της βιταμίνης D.
Τοξικότητα
Στην περίπτωση υπερπρόσληψης της βιταμίνης D μπορεί να εμφανιστεί τοξικότητα. Η τοξικότητα έχει συσχετιστεί με υπερασβεστιαιμία και μπορεί να εκδηλωθούν διαρροϊκά επεισόδια και απώλεια βάρους.
Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη
Η ημερήσια συνιστώμενη πρόσληψη όπως ορίζεται από το Institute of Medicine ανέρχεται στα 600IU (15 μg) για τα παιδιά και τους ενήλικες και αυξάνει στα 800 IU (20 μg) για τους ηλικιωμένους άνω των 70 ετών. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τους ενήλικες είναι 4000 IU (100 μg) και όχι 2000 IU. Στις περισσότερες περιπτώσεις η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη δεν καλύπτεται από τις διαιτητικές πηγές και είναι σκόπιμη η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής υπό την καθοδήγηση διαιτολόγου ή ιατρού.
Πηγή: mednutrition.gr