Εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, ταλαιπωρούν τα νοσήματα του θυρεοειδούς αδένα ενώ, σύμφωνα με τα δεδομένα διεθνών μελετών, τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται αύξηση των παθήσεων του θυρεοειδούς σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που αποδίδεται στο περιβάλλον, το είδος των τροφών, τις ιονίζουσες ακτινοβολίες και παράλληλα και στη συχνότερη διάγνωση.
Οι θυρεοειδοπάθειες στη χώρα μας εξακολουθούν να αποτελούν συχνή αιτία νοσηρότητας, ενώ ανιχνεύονται, πλέον και στον παιδικό πληθυσμό, ειδικά όταν υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι περισσότερες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι πιο συχνές στις γυναίκες με έξαρση στην περίοδο λίγων μηνών μετά τον τοκετό. Ήπιες μορφές είναι συχνές στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και η επίπτωση γίνεται αρκετά συχνή στις μεγάλες ηλικίες.
Τα παραπάνω τόνισαν σε συνέντευξη Τύπου, ειδικοί επιστήμονες με αφορμή τον αυριανό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Νοσημάτων του Θυρεοειδούς Αδένα, αναφέρει το ΑΜΠΕ.
Ο θυρεοειδής είναι ένας σημαντικός ενδοκρινής αδένας ο οποίος ρυθμίζει τις καύσεις και το μεταβολισμό του οργανισμού και παράγει δύο ζωτικής σημασίας ορμόνες, τη θυροξίνη (Τ4) και την τριιωδοθυρονίνη (Τ3).
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς ανέφερε η Ενδοκρινολόγος, Διευθύντρια στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» Βαρβάρα Βλασσοπούλου, εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις παθήσεις που αφορούν το μέγεθος (βρογχοκήλη – όζος) και στις παθήσεις που αφορούν στη λειτουργία (υποθυρεοειδισμός – υπερθυρεοειδισμός).
«Η έλλειψη ιωδίου», είπε η κ. Βλασσοπούλου, «ήταν μια από τις σημαντικές αιτίες που παλιότερα είχαμε συχνά βρογχοκήλη στην Ελλάδα, κυρίως στις ορεινές περιοχές. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν, ότι δεν υπάρχει πια έλλειψη ιωδίου, εκτός ίσως, από ελάχιστες πολύ μακρινές περιοχές. Παρόλα αυτά, οι παθήσεις του θυρεοειδούς εξακολουθούν να εμφανίζονται συχνά και προκαλούν σημαντική νοσηρότητα στον πληθυσμό».
Σε ό,τι αφορά στον υποθυρεοειδισμό, σημείωσε η κ. Βλασσοπούλου, η επίπτωσή του στο γενικό πληθυσμό είναι περίπου 5-7% και της ήπιας μορφής φθάνει μέχρι 15% στις ηλικιωμένες γυναίκες. Όταν ο θυρεοειδής δεν παράγει τη σωστή ποσότητα των θυρεοειδικών ορμονών, εκδηλώνονται διάφορα συμπτώματα, όπως γενικευμένη κόπωση, τάση για παχυσαρκία, βραδύτητα στις κινήσεις και τις αντιδράσεις, υπνηλία, ξηρότητα του δέρματος, δυσκοιλιότητα και, σε βαρύτερες περιπτώσεις, οίδημα στο πρόσωπο και τα άκρα, τριχόπτωση και βαρηκοΐα. Από την καρδιά παρουσιάζεται βραδυκαρδία.
Αντίθετα, στον υπερθυρεοειδισμό ο θυρεοειδής παράγει περισσότερες ορμόνες από όσες πρέπει. Αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση ταχυκαρδίας, απώλειας βάρους, δυσανεξίας στη ζέστη και εφιδρώσεις. Επίσης, χαρακτηριστικά του υπερθυρεοειδισμού είναι η ανησυχία, ο εκνευρισμός, το τρέμουλο των χεριών και η έντονη μυϊκή αδυναμία.
Η επίπτωση της υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς στο γενικό πληθυσμό είναι 0.2% στους άνδρες και 2% στις γυναίκες. Σύμφωνα με την κ. Βλασσοπούλου, αν παραμεληθεί και δεν διαγνωσθεί γρήγορα η νόσος, μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, κυρίως από επιπλοκές από την καρδιά (αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια κλπ).
Ο υποθυρεοειδισμός και ο υπερθυρεοειδισμός ανέφερε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας – Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων (E.E.E.-Π.Ε.Ε.), Αναπληρωτής Καθηγητής Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος .Μαστοράκος, μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα, τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας και για το λόγο αυτό, σε περιπτώσεις προβλημάτων γονιμότητας θα πρέπει πάντα να διερευνάται η πιθανή παρουσία τους.