Τι, άραγε, εξηγεί την αύξηση και τη μείωση της πείνας; Η πείνα ρυθμίζεται, εν μέρει, από σωματικούς και εγκεφαλικούς παράγοντες (εσωτερικοί ή βιολογικοί). Οι υποδοχείς γεύσεις στο στόμα διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην πείνα, στέλνοντας αισθήσεις γεύσης στον εγκέφαλο, πληροφορώντας τον για το θρεπτικό περιεχόμενο της τροφής που γευτήκαμε.
Ο εγκέφαλος μας επιλέγει τις γεύσεις των φαγητών που περιέχουν θρεπτικές ουσίες που ίσως μας λείπουν. Αν μας λείπει πρωτεΐνη, επιθυμούμε πολύ μια μπριζόλα. Αν μας λείπει σάκχαρο, μπορεί να ανακαλύψουμε ότι επιθυμούμε πολύ αμυλούχα φαγητά όπως το ψωμί..
Αν και οι αισθήσεις που προέρχονται από το στόμα μας επηρεάζουν την πείνα, δεν αποτελούν τη μόνη πηγή της. Η πείνα επηρεάζεται επίσης και από το στομάχι. Οι επιστήμονες έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι στομαχικές συσπάσεις προκαλούν πείνα. Κύτταρα – υποδοχείς στο στομάχι ανιχνεύουν τόσο την ποσότητα όσο και το είδος τροφής που περιέχει.
Αν έχουμε φουσκώσει από το φαγητό σε ένα γεύμα, είναι πιθανό τότε να συνειδητοποιήσουμε με έντονο τρόπο τη λειτουργία των υποδοχέων διάτασης του στομάχου μας, οι οποίοι αντιδρούν στην παρουσία τροφής. Αυτοί οι υποδοχείς πληροφορούν τον εγκέφαλο για την ποσότητα τροφής στο στομάχι στέλνοντας νευρικές διεγέρσεις κατά μήκος του πνευμονογαστρικού νεύρου στον εγκέφαλο, μειώνοντας την ένταση της πείνας μας.
Οι υποδοχείς στο στομάχι επηρεάζουν επίσης την πείνα, εντοπίζοντας την παρουσία θρεπτικών ουσιών και μεταβιβάζοντας την πληροφορία αυτή στον εγκέφαλο. Αυτό εξηγεί το γιατί όταν γεμίζουμε το στομάχι μας με μαρουλοσαλάτα δεν είμαστε τόσο ικανοποιημένοι όπως όταν το γεμίζουμε με αρκετά κομμάτια πίτσα. Η πίτσα είναι πλουσιότερη σε θρεπτικές ουσίες.
Όμως οι πληροφορίες σχετικά με το θρεπτικό περιεχόμενο της τροφής στο στομάχι δεν στέλνονται κατά μήκος του πνευμονογαστρικού νεύρου. Αυτό το γνωρίζουμε χάρη σε μελέτες ζώων στα οποία το πνευμονογαστρικό νεύρο έχει αποσυνδεθεί από το στομάχι. Τα ζώα δεν ρυμίζουν πλέον την κατανάλωση τροφής τους σύμφωνα με την ποσότητα τροφής στο στομάχι τους, όμως συνεχίζουν να τη ρυθμίζουν συμφωνά με το θρεπτικό περιεχόμενο της τροφής.
Μεταγενέστερες έρευνες αποκάλυψαν επίσης ότι το στομάχι και το στόμα δεν είναι οι μόνοι παράγοντες ρύθμισης της πείνας. Η τροφή που είναι αποθηκευμένη στο στομάχι τελικά καταλήγει στο λεπτό έντερο, την κυρία έδρα της πέψης. Η παρουσία τροφής στο λεπτό έντερο το διεγείρει ώστε να εκκρίνει την ορμόνη χοληκυστοκινίνη, η οποία, με τη σειρά της, διεγείρει το πνευμονο-γαστρικό νεύρο να στείλει νευρικές διεγέρσεις στον εγκέφαλο, μειώνοντας την ένταση της πείνας μας.
Ένα ακόμη όργανο που ρυθμίζει την πείνα είναι το συκώτι, που αποθηκεύει γλυκόζη (ένα σάκχαρο) ως γλυκονόνο. Οι υποδοχείς γλυκόζης στο συκώτι στέλνουν νευρικές διεγέρσεις κατά μήκος του πνευμονογαστρικού νεύρου στον εγκέφαλο, πληροφορώντας τον για μεταβολές στο επίπεδο του σακχάρου στο αίμα. Το χαμηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα μας επιφέρει αίσθημα πείνας, ενώ το υψηλό επίπεδο επιφέρει αίσθημα κορεσμού.
Ειδικής σημασίας είναι για τη ρύθμιση της πείνας η ορμόνη ινσουλίνη, που εκκρίνεται από το πάγκρεας. Η ινσουλίνη βοηθάει το σάκχαρο του αίματος να εισχωρήσει στα κύτταρα του σώματος για να χρησιμοποιηθεί στο μεταβολισμό, προωθεί τη μετατροπή της γλυκόζης σε λίπος, κάνει τα γλυκά να έχουν καλύτερη γεύση και επιφέρει αισθήματα πείνας.
Στην ουσία, η πείνα εξαρτάται περισσότερο από τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης παρά τα μειωμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αυτό το γνωρίζουμε από μελέτες στις οποίες το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα διατηρούνταν σταθερό με μια συνεχή έγχυση γλυκόζης, ενώ τα επίπεδα ινσουλίνης αυξάνονταν. Τα υποκείμενα στις μελέτες αυτές ανέφεραν αυξημένη ένταση πείνας.
Μεταγενέστερες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πείνα επηρεάζεται και από τον υποθάλαμο. Ο νευροδιαβιβαστής νορεπινεφρίνη προωθεί την κατανάλωση τροφής διεγείροντας υποδοχείς στον υποθάλαμο. Δύο περιοχές του υποθάλαμου είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη ρύθμιση της πείνας. Ο ηλεκτρικός ερεθισμός του μεσοκοιλιακού υποθαλάμου, μιας περιοχής στο μεσαίο κάτω μέρος του υποθαλάμου, εμποδίζει την κατανάλωση τροφής, ενώ η καταστροφή του προκαλεί κατανάλωση τροφής. Ενώ ο μεσοκοιλιακός υποθάλαμος σχετίζεται με τη μείωση της πείνας, ο πλάγιος υποθάλαμος , που περιλαμβάνει περιοχές και στις δύο πλευρές του υποθαλάμου, σχετίζεται με την αύξηση της.
Η ηλεκτρική διέγερση του τελευταίου προάγει την κατανάλωση τροφής, ενώ η καταστροφή του την εμποδίζει. Αν και τα πρώτα πειράματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο πλάγιος υποθάλαμος δρα ως «κέντρο της πείνας» και ο μεσοκοιλιακός ως «κέντρο του κορεσμού» μας, μεταγενέστερα πειράματα έχουν οδηγήσει στη διαπίστωση ότι αυτές οι περιοχές είνα! ι απλώς και μόνο σημαντικά συστατικά στοιχεία του περίπλοκου συστήματος του εγκεφάλου για τη ρύθμιση της πείνας και της κατανάλωσης τροφής. Δεν υπάρχει κανένας απλός διακόπτης που να ανοιγοκλείνει την κατανάλωση τροφής.
Η πείνα, ειδικά στα ανθρώπινα όντα, ρυθμίζεται εκτός από εσωτερικούς και από εξωτερικούς παράγοντες. Η τροφή μπορεί να ενεργήσει ως έναυσμα για να μας κάνει να πεινάσουμε. Η γεύση, η οσμή, η όψη, ο ήχος και η υφή της τροφής μπορεί να μας «τραβήξουν» προς αυτήν.
Έχετε ποτέ παρακολουθήσει τηλεόραση, χωρίς να αισθάνεστε πείνα, για να πεινάσετε στη συνέχεια μόνο και μόνο επειδή παρακολουθήσατε ένα διαφημιστικό που δείχνει μια ελκυστική βιτρίνα με χάμπουργκερ; Ή, πιθανώς, να έχετε νιώσει χορτάτος έπειτα από ένα γεύμα με ποικιλία πιάτων, επιμένοντας ότι ούτε άλλη μια μπουκιά δεν πάει κάτω, ενώ τελικά κάποιος σας παρασύρει να φάτε ένα απολαυστικό επιδόρπιο με σοκολάτα. Όμως πώς είναι δυνατόν και μόνον η θέα του φαγητού να επιφέρει αισθήματα πείνας;
Ένας τρόπος είναι αυξάνοντας το επίπεδο της ινσουλίνης στο αίμα μας. Πράγματι, ακόμα κι όταν ονειροπολούμε σκεπτόμενοι το φαγητό, είναι δυνατό να διεγερθεί απ’ αυτό το πάγκρεας ώστε να εκκρίνει ινσουλίνη, κάνοντας μας να πεινάσουμε! και πιθανώς στέλνοντας μας σε αναζήτηση μιας πάστας ή μιας τυρόπιτας.
Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ρυθμίζουν την πείνα και την κατανάλωση τροφής, γιατί ορισμένοι άνθρωποι γίνονται παχύσαρκοι; Οι ερευνητές συνέδεσαν την παχυσαρκία με διαφορές στην ευαισθησία αντίδρασης σε εξωτερικές ενδείξεις φαγητού και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι παχύσαρκοι άνθρωποι επιδεικνύουν μεγαλύτερη ευαισθησία αντίδρασης σ’ αυτές τις ενδείξεις.
Οι μελέτες που ακολούθησαν παρείχαν, σ’ ένα βαθμό, υποστήριξη σ’ αυτή την πεποίθηση. Μία μελέτη διαπίστωσε πως σε αντίθεση με μη-παχύσαρκους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκουν το επιπλέον φαγητό, αφού έχουν ήδη καταναλώσει ένα γεύμα υψηλών θερμίδων, λιγότερο εύγευστο, οι παχύσαρκοι άνθρωποι βρίσκουν το φαγητό εξίσου εύγευστο ύστερα από ένα γεύμα με πολλές θερμίδες. Ίσως ένας λόγος που οι παχύσαρκοι άνθρωποι τρώνε περισσότερο από τους άλλους να είναι ότι το φαγητό συνεχίζει να είναι εύγεστο γι’ αυτούς, ακόμη και αφού έχουν χορτάσει.
Σε μιαν άλλη μελέτη, στην οποία χρησιμοποιήθηκε φυσική παρατήρηση, οι ερευνητές παρακολούθησαν ανθρώπους να τρώνε σ’ ένα γεύμα. Όταν η σερβιτόρα έκανε μία ορεκτική περιγραφή ενός επιδορπίου, οι παχύσαρκοι άνθρωποι έτειναν περισσότερο να το παραγγείλουν παρά όταν η σερβιτόρα δεν το περιέγραφε. Οι μη-παχύσαρκοι άνθρωποι έμειναν ανεπηρέαστοι από την περιγραφή της.
Αν και τέτοιες μελέτες παρέχουν υποστήριξη στην πεποίθηση πως οι παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν πιο ευαίσθητη αντίδραση στις εξωτερικές ενδείξεις φαγητού, αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί την κύρια αιτία της παχυσαρκίας τους.
Αντιθέτως, η παχυσαρκία τους ίσως προκαλεί την ανταπόκριση τους σε εξωτερικούς παράγοντες. Γιατί; Διότι πολλοί παχύσαρκοι άνθρωποι βρίσκονται διαρκώς σε δίαιτα, με αποτέλεσμα να στερούνται συχνά γευστικές απολαύσεις, γεγονός που τους καθιστά περισσότερο ευαίσθητους στην αντίδραση απέναντι σε ενδείξεις φαγητού. Επιπλέον, οι παχύσαρκοι άνθρωποι ίσως έχουν χρονίως υψηλά επίπεδα ινσουλίνης, που τους αυξάνουν το αίσθημα της πείνας και κατά συνέπεια, τους καθιστούν πιο ευαίσθητους στο να αντιδράσουν σε ενδείξεις φαγητού.
Επιπλέον, ένας άλλος εξωτερικός παράγοντας, μια αγχώδης κατάσταση, μπορεί να επιφέρει το αίσθημα της πείνας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την υπερβολική κατανάλωση τροφής. Υπό την επήρεια αγχωδών συνθηκών, που είναι πιθανό να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, όπως οργή, ανία, κατάθλιψη ή μοναξιά, οι παχύσαρκοι άνθρωποι τείνουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους μη-παχύσαρκους ανθρώπους να τρώνε υπερβολικά.
Όμως πώς το άγχος επιφέρει υπερβολική κατανάλωση τροφής; Μια υπόθεση είναι ότι διεγείρει τον εγκέφαλο να εκκρίνει ενδορφίνες, οι οποίες υποκινούν την κατανάλωση τροφής. Εξαιτίας του ότι τα επίπεδα ενδορφινών αυξάνουν όταν βρισκόμαστε υπό την επήρεια άγχους, ίσως συνεισφέρουν στην υπερβολική κατανάλωση τροφής που σχετίζεται με το άγχος. Ίσως οι παχύσαρκοι άνθρωποι τρώνε περισσότερο υπό την επίδραση του άγχους σε σχέση με τους μη-παχύσαρκους, εξαιτίας του ότι το άγχος επιφέρει μεγαλύτερες αυξήσεις στα επίπεδα ενδορφινών τους.
Όπως μπορεί κανείς να δει, η πείνα συνδέεται με πολλούς παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους συμβάλλουν στην παχυσαρκία.
Πηγή: mednutrition.gr