Αν και θεωρούνται συχνά συνώνυμο της ερωτικής έλξης και χρησιμοποιούνται στα αφροδισιακά αρώματα, πρόσφατη μελέτη απέδειξε ότι οι φερομόνες δεν έχουν δραστικότητα στον άνθρωπο.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Royal Open Science, η ανδροσταδιενόνη και η εστρατετραενόλη δεν είχαν αξιόλογη επίδραση κυρίως στο βαθμό έλξης.
Οι δύο ουσίες διατίθενται στο εμπόριο από τη δεκαετία του 1990 ως ανθρώπινες φερομόνες, παρότι δεν υπάρχει καμιά επιστημονική απόδειξη ότι πράγματι έτσι είναι.
Διατίθενται σε μορφή αρωμάτων, κολόνιας αλλά και σε συμπυκνωμένη μη αρωματισμένη μορφή για να ενισχύουν τη σεξουαλική έλξη.
Οι φερομόνες είναι χημικές ουσίες που παίζουν ένα ρόλο στη σεξουαλική συμπεριφορά των ζώων. Εκκρίνονται από το σώμα και αναγνωρίζονται από ζώα του ίδιου είδους.
Η μελέτη διεξήχθη από αυστραλούς ερευνητές που εξέθεσαν 94 ανθρώπους (43 άνδρες και 51 γυναίκες) στις δύο φερομόνες επί μια ημέρα και σε ένα στοιχείο ελέγχου την επομένη.
«Τα αποτελέσματα συμφωνούν με αυτά άλλων πειραματικών μελετών που υποδηλώνουν ότι η ανδροσταδιενόνη και η εστρατετραενόλη έχουν ελάχιστες πιθανότητες να είναι ανθρώπινες φερομόνες», και να επιδρούν στον άνθρωπο, γράφουν οι συντάκτες της μελέτης.
Οι ερευνητές δεν αποκλείουν, ωστόσο, σεξουαλικές φερομόνες να μπορούν να επηρεάζουν την εκτίμησή μας για την έλξη ή την απιστία αλλά πιστεύουν ότι είναι «μάλλον απίθανο» να πρόκειται για τις δύο φερομόνες που εξετάστηκαν.
Σε προγενέστερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Proceedings of the Royal Society B τον Μάρτιο του 2015, ο βιολόγος Τρίσταμ Γουάιατ, του βρετανικού πανεπιστημίου της Οξφόρδης, είχε δηλώσει ότι οι λεγόμενες ανθρώπινες φερομόνες που πωλούνται στο εμπόδιο δεν είχαν επιστημονική βάση.
Πρόσθετε ότι τα νεογέννητα είναι κατά τα φαινόμενα η «καλύτερη επιλογή» για να βρεθεί η πρώτη ανθρώπινη φερομόνη, καθώς η συμπεριφορά τους είναι πιο απλή για να μελετηθεί σε σχέση με τη συμπεριφορά των ενηλίκων.