Στις μέρες μας οι επεμβάσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι συχνότατες στην καθημερινή κλινική πράξη και έχουν σκοπό είτε την θεραπεία ευμεγεθών καλοηθών όζων που συνοδεύονται ή όχι με υπερλειτουργία του αδένα, είτε του καρκίνου του θυρεοειδούς. Χωρίς να υπάρχουν επίσημα στοιχεία υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πραγματοποιούνται πάνω από 8000 επεμβάσεις θυρεοειδούς. Οι επεμβάσεις αυτές έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα στην πλειονότητα των ασθενών. Σε κάποιες σπάνιες όμως περιπτώσεις οι ασθενείς έκπληκτοι πληροφορούνται από τον θεράποντα Ενδοκρινολόγο ότι το πρώτο χειρουργείο δεν έλυσε το πρόβλημά τους και υπάρχει απόλυτη ανάγκη να ξαναχειρουργηθούν.
Οι κύριοι λόγοι είναι τρεις
- η ύπαρξη μεγάλου θυρεοειδικού υπολείμματος σε περιπτώσεις όπου στην πρώτη επέμβαση δεν διενεργήθηκε ολική θυρεοειδεκτομή
- η υποτροπή της νόσου δηλαδή η επανεμφάνιση του καρκίνου εκεί που αρχικά είχε αφαιρεθεί ο θυρεοειδής
- η ύπαρξη διηθημένων λεμφαδένων που δεν αφαιρέθηκαν στην πρώτη επέμβαση στις περιπτώσεις καρκίνου θυρεοειδούς
Ενώ παλαιότερα, όταν συνήθιζαν οι χειρουργοί να μην αφαιρούν όλο τον θυρεοειδή, οι υφολικές θυρεοειδεκτομές ήταν συχνές, συχνότερες και οι επανεπεμβάσεις για την αφαίρεση μεγάλου θυρεοειδικού υπολείμματος. Σήμερα όμως αυτή η ένδειξη επανεπέμβασης τείνει να εξαφανιστεί αφού οι περισσότεροι χειρουργοί πραγματοποιούν ολικές θυρεοειδεκτομές. Η υποτροπή αποτελεί αρκετά συχνά ένδειξη επανεπέμβασης αλλά η συχνότερη αιτία είναι αναμφισβήτητα η μη πραγματοποίηση λεμφαδενικού καθαρισμού, δηλαδή η μη συναφαίρεση παθολογικών λεμφαδένων κατά την πρώτη επέμβαση της θυρεοειδεκτομής. Κατά την αρχική επέμβαση δηλαδή αφαιρέθηκε ο θυρεοειδής αδένας αλλά παράλληλα δεν διενεργήθηκε λεμφαδενικός καθαρισμός για την αφαίρεση και διηθημένων λεμφαδένων στην περιοχή του τραχήλου.
Πως μπορεί να αποφευχθεί η ανάγκη επανεπέμβασης