Σημαντικά στοιχεία και δεδομένα αναφορικά με την ασθένεια του διαβήτη παρουσιάστηκαν κατά την 47η ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα από τις 13 έως και τις 16 Σεπτεμβρίου 2011.
Μεταξύ άλλων παρουσιάστηκαν οι επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) σε ευπαθείς πληθυσμούς καθώς και η μελέτη της βιλνταγλιπτίνης που κατέδειξε την ουσία ως καλά ανεκτή και αποτελεσματική σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.
Ο διαβήτης τύπου 2 ή «μη ινσουλινοεξαρτώμενος» καθώς και «διαβήτης ενηλίκων», όπως μερικές φορές ονομάζεται, εμφανίζεται όταν η παραγόμενη ινσουλίνη δεν είναι αρκετή ή είναι λιγότερο αποτελεσματική στην απομάκρυνση της γλυκόζης από την κυκλοφορία. Είναι συχνότερος από τον διαβήτη τύπου 1 και αντιστοιχεί στο 90-95% των συνολικών περιστατικών διαβήτη.
Αν ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 δεν αντιμετωπιστεί σωστά μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιες επιπλοκές, οι οποίες σχετίζονται με μειωμένο προσδόκιμο ζωής, σημαντική νοσηρότητα και βεβαρημένη ποιότητα ζωής. Ορισμένοι ασθενείς από αυτό τον τύπο διαβήτη, είναι περισσότερο επιρρεπείς σε ορισμένες επιπλοκές. Στους ασθενείς αυτούς περιλαμβάνονται οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, οι ασθενείς με υπέρταση καθώς και οι πάσχοντες όταν βρίσκονται σε περίοδο νηστείας.
Σχεδόν οι μισοί ασθενείς με ΣΔΤ2 έχουν ηλικία άνω των 65 ετών και το 20% περίπου των ηλικιωμένων θα εμφανίσει ΣΔΤ2 έως την ηλικία των 75 ετών. Η αντιμετώπιση της ασθένειας, ενέχει προκλήσεις λόγω της υψηλής συχνότητας εμφάνισης της ασθένειας, των παραγόντων κινδύνου και των συννοσηροτήτων, στις οποίες περιλαμβάνονται η διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, η κατάθλιψη, οι διανοητικές διαταραχές, η σωματική αναπηρία και διάφορα γηριατρικά σύνδρομα (όπως είναι η αδυναμία), καθώς και ο αυξημένος κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών από τη λήψη πολλαπλών φαρμακευτικών αγωγών.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην υπογλυκαιμία (χαμηλά επίπεδα γλυκόζης αίματος), η οποία συχνά δεν εντοπίζεται λόγω των περιορισμένων γνώσεων των ασθενών για τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας καθώς και λόγω της πιθανότητας σύγχυσης των συμπτωμάτων (αποπροσανατολισμός, σύγχυση) με αυτά άλλων ιατρικών παθήσεων.
Η σοβαρή υπογλυκαιμία χαρακτηρίζεται από δυσμενή πρόγνωση και υψηλότερο βαθμό θνησιμότητας στους ηλικιωμένους ασθενείς. Τα σοβαρά περιστατικά μπορεί να προκαλέσουν συναισθηματική δυσφορία και να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, πτώσεων και καταγμάτων.
Στους ασθενείς με ΣΔΤ2 ηλικίας άνω των 65 ετών, οι πτώσεις είναι η συχνότερη αιτία τραυματισμών και ενδονοσοκομειακής νοσηλείας λόγω τραυματισμού, και αιτιολογούν το 80% των καταγμάτων. Μια προοπτική μελέτη ασθενών ηλικίας άνω των 80 ετών με καλά ελεγχόμενο ΣΔΤ2 έδειξε ότι το 25% των σχετιζόμενων με τον διαβήτη εισαγωγών στο νοσοκομείο οφείλονταν σε σοβαρή υπογλυκαιμία.
Η Βιλνταγλιπτίνη παρουσίασε μετα-ανάλυση μελετών σε ασθενείς άνω των 75 ετών σύμφωνα με την οποία η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια χορήγησής της ήταν η ίδια όπως και στους νεώτερους ασθενείς.
Όσον αναφορά τους πάσχοντες από ΣΔΤ2 σε συνδυασμό με νεφρική δυσλειτουργία, αυτό παρατηρείται στο ένα τρίτο περίπου του συνολικού διαβητικού πληθυσμού. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας, οιδήματος (κατακράτησης υγρών) και καρδιακών συμβάντων.
Οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία και ΣΔΤ2 είναι περιορισμένες, καθώς πολλά αντιδιαβητικά φάρμακα δεν συνιστώνται αυτή τη στιγμή για τη θεραπεία ασθενών με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Η διαβητική νεφροπάθεια, μια μορφή νεφρικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με διαβήτη, εμφανίζεται όταν οι νεφροί αρχίζουν να εμφανίζουν απώλεια πρωτεϊνών στα ούρα (Λευκοματουρία).
Το 77% των ασθενών με ΣΔΤ2 πάσχει από υπέρταση, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί σε σχεδόν 45 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως. Η υψηλή αρτηριακή πίεση εκτιμάται ότι προκαλεί έως και το 75% του συνόλου των διαβητικών καρδιαγγειακών επιπλοκών όπως καρδιοπάθεια, περιφερική αγγειοπάθεια (στένωση των αρτηριών) και εγκεφαλικό.
Η έρευνα δείχνει ότι η πλειοψηφία των ασθενών με υψηλή αρτηριακή πίεση και διαβήτη, εμφανίζει υπερδραστηριότητα στο σύστημα ρενίνης – αγγειοτενσίνης – αλδοστερόνης (RAAS)19, ένα σύστημα το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης στο ανθρώπινο σώμα. Όταν σημειώνεται αυξημένη δραστηριότητα στο RAAS, παράγονται υψηλότερα επίπεδα αγγειοτενσίνης II, τα οποία προκαλούν την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπαθειών και νεφροπαθειών του ατόμου. Ο επιθετικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα επιβράδυνσης της επιδείνωσης της διαβητικής νεφροπάθειας.
Οι ασθενείς με ΣΔΤ2, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση νηστείας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Στους ασθενείς, η νηστεία αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής υπογλυκαιμίας κατά 7,5 φορές και τον κίνδυνο νοσηλείας λόγω υπογλυκαιμίας κατά 5 φορές. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η βιλνταγλιπτίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας στους ασθενείς που βρίσκονται σε κατάσταση νηστείας.
Αναφορικά με τη Βιλνταγλιπτίνη (Galvus) αποδείχθηκε ότι είναι καλά ανεκτή και αποτελεσματική σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Το Galvus διαθέτει προφίλ ασφάλειας παρόμοιο με αυτό του εικονικού φαρμάκου όταν προστίθεται στην αντιδιαβητική θεραπεία ασθενών με διαβήτη τύπου 2 και μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.
Η μελέτη της βιλνταγλιπτίνης, η οποία είναι η μεγαλύτερη μελέτη αναστολέα της διπεπτιδύλπεπτιδάσης-4 (DPP-4) σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (n=515) έδειξε, επίσης, ότι η βιλνταγλιπτίνη προστιθέμενη στην τρέχουσα θεραπεία οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις στον γλυκαιμικό έλεγχο. Η μελέτη συμπεριέλαβε 294 ασθενείς με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία και 221 ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, ενώ αμφότερες οι ομάδες τυχαιοποιήθηκαν στη λήψη βιλνταγλιπτίνης ή εικονικού φαρμάκου.
Τέλος στα επιπλέον δεδομένα ενδιαφέροντος που παρουσιάστηκαν στη συνάντηση, περιλαμβάνονταν τα ευρήματα μιας ομαδοποιημένης, αναδρομικής ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Novartis σε περισσότερους από 10.000 ασθενείς και αφορούσε 16 τυχαιοποιημένες, διπλά τυφλές μελέτες, οι οποίες εξέταζαν τη δράση μείωσης της αρτηριακής πίεσης του Rasilez (αλισκιρένη) σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη. Η ανάλυση έδειξε ότι οι ασθενείς με υπέρταση και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 υπό μονοθεραπεία με αλισκιρένη, εμφάνισαν σημαντικές δοσο-εξαρτώμενες μειώσεις στη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, οι οποίες ήταν παρόμοιες με τις μειώσεις στην αρτηριακή πίεση που παρατηρήθηκαν στους ασθενείς με υπέρταση. Ο συνδυασμός διαβήτη και υπέρτασης μπορεί να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο απειλητικών για τη ζωή καρδιαγγειακών και νεφρικών νοσημάτων. Σε πολλούς ασθενείς με διαβήτη και υπέρταση, το υπερδραστήριο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μπορεί να επηρεάσει τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και να αυξήσει τον κίνδυνο για την καρδιά και τους νεφρούς.