Τη λένε Άχλαμ (Ahlem) και το όνομά της σημαίνει «όνειρο». Είναι δασκάλα μαθηματικών και μεγάλωσε με το όνειρο να κάνει διδακτορικό στη Συρία. Έχασε την οικογένειά της στον πόλεμο και αποφάσισε να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στην Ευρώπη. Δεν είχε την Ελλάδα στο μυαλό της ως προορισμό. Καθώς, όμως, βρέθηκε αντιμέτωπη με τα κλειστά σύνορα, γνώρισε καλύτερα τη χώρα και τους ανθρώπους της και σήμερα με θέρμη υποστηρίζει την απόφαση που πήρε να ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα.
«Εκτιμώ βαθιά το πώς με αντιμετώπισαν οι Έλληνες, ξέρω ότι δε θα συναντήσω αλλού την ίδια ζεστασιά. Θέλω να ζήσω στην Ελλάδα μία απλή ζωή, με αξιοπρέπεια και ειρηνικά και εύχομαι να έχω την ευκαιρία να κάνω ένα μεταπτυχιακό στα μαθηματικά», εξηγεί για την απόφασή της, αν και όπως προσθέτει, η καθημερινότητα στο Κέντρο Φιλοξενίας των Διαβατών, όπου διαμένει, «δεν είναι εύκολη, είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς εκεί, πόσο μάλλον να μάθει την όμορφη γλώσσα σας, προσπαθώντας να μελετήσει, είτε τη μέρα που έχει πολύ ζέστη, είτε το βράδυ χωρίς ρεύμα».
Στα Διαβατά ζει προσωρινά και η Αμπίρ με τον σύζυγο, το παιδί της και τις δύο αδελφές της. «Βρισκόμαστε εκεί δύο μήνες, αλλά ακόμη δεν έχουμε πάρει σειρά να κάνουμε αίτηση για άσυλο, είναι πολύ δύσκολη η αναμονή», λέει, προσθέτοντας ότι «για τα παιδιά που ζουν στον καταυλισμό είναι ακόμη πιο δύσκολο, πολλά αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα, ενώ για τα παιδιά που θέλουν να παρακολουθήσουν μαθήματα, οι συνθήκες είναι ακατάλληλες».
Οι δύο νεαρές γυναίκες- πρόσφυγες από τη Συρία μοιράστηκαν σήμερα το πρωί τις εμπειρίες και τα όνειρά τους, από το βήμα που τους δόθηκε στο 4ο Διεθνές Συνέδριο «Σταυροδρόμι γλωσσών & Πολιτισμών», που διοργάνωσε το Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Τ.Ε.Π.Α.Ε.) του ΑΠΘ. «Νέες προκλήσεις στην εκπαίδευση: το θέμα των παιδιών προσφύγων» ήταν το θέμα της στρογγυλής τράπεζας, που άνοιξε τις εργασίες του συνεδρίου, με στόχο να αναδειχθούν τα εμπόδια και οι δυνατότητες ένταξης στο σχολικό περιβάλλον των περίπου 22.000 παιδιών προσφύγων, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα σε διάφορες οργανωμένες δομές φιλοξενίας ή σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, επιθυμώντας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
«Ποια είναι τα παιδιά- πρόσφυγες, που θα ενταχθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας; Πόσα παιδιά; Ποιας ηλικίας; Σε ποια Κέντρα Φιλοξενίας; Ποιες είναι οι μητρικές τους γλώσσες; Ποια η προηγούμενη εκπαίδευσή τους; Πόσο σταθερός παραμένει αυτός ο πληθυσμός τους σε κάθε Κέντρο Φιλοξενίας;». Τα υπαρκτά ερωτήματα εξέθεσε η καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Ευαγγελία Τρέσσου, η οποία είναι και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής που σύστησε το υπουργείο Παιδείας για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής για τη Στήριξη των Παιδιών των Προσφύγων.
«Η εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, καθώς είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, οι περισσότεροι από τους οποίους χαρακτηρίζονται από ρευστότητα, ασάφεια, μεγάλο βαθμό απροσδιοριστίας», επισήμανε η καθηγήτρια.
Βασικές ασάφειες των παραγόντων που επηρεάζουν την εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων, σύμφωνα με την κ Τρέσσου είναι οι εξής:
– Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός των προσφύγων και των 22.000 παιδιών στα υπάρχοντα κέντρα φιλοξενίας δεν είναι σταθερός. Αυτό δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του αριθμού παιδιών που θα εγγραφούν, για να φοιτήσουν στα σχολεία της περιοχής.
– Οι πρόσφυγες θεωρούν τη χώρα μας πέρασμα για τον τελικό τους προορισμό, που είναι άλλες χώρες της Ευρώπης. Έτσι δεν το θεωρούν απαραίτητο να μάθουν ελληνικά, ούτε να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
– Στα σημεία εγκατάστασης που είναι μακριά από αστικές περιοχές η μετακίνηση των παιδιών προς και από το σχολείο δεν είναι εύκολη υπόθεση.
«Πολλές από αυτές τις ασάφειες θα διαλυθούν σύντομα ελπίζω, ώστε η προετοιμασία του εκπαιδευτικού συστήματος και ο σχεδιασμός παρεμβάσεων να διευκολύνουν την ένταξη των παιδιών στο σχολείο. Ασφαλώς αυτό δε σημαίνει ότι παράλληλα με την αναζήτηση και εξασφάλιση των απαραίτητων δεδομένων δε θα προετοιμάζονται τουλάχιστον οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία που βρίσκονται κοντά στις σταθερές δομές φιλοξενίας, ώστε να υποδεχθούν τα παιδιά πρόσφυγες. Όλα είναι εφικτά, αλλά και όλα είναι σύνθετα και δύσκολα. Χρειάζονται και εναλλακτικά σενάρια εκπαίδευσης για τις διαφορετικές καταστάσεις, ανάλογα με το κέντρο φιλοξενίας των παιδιών. Το κακό είναι ότι έχει περάσει ήδη πολύ καιρός και τώρα πρέπει να βιαστούμε», επισήμανε η καθηγήτρια.