Στα δικαστήρια του Ναυπλίου θα οδηγηθούν τα μέλη διεθνούς κινηματογραφικού συνεργείου, με την κατηγορία της προσβολής αρχαιολογικού μνημείου και συγκεκριμένα του αρχαίου θεάτρου Επιδαύρου.
Ειδικότερα, ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης Ολιβιέ Ζοσουά, ο οποίος γύριζε σκηνές ντοκιμαντέρ για τον Γερμανό σκηνοθέτη Ματίας Λάνγκχοφ, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου συνελήφθη από την αστυνομία μαζί με τον Λάνγκχοφ, τη Γαλλίδα ηθοποιό Νικόλ Μάρσι και τον εικονολήπτη.
Τα μέλη του συνεργείου συνελήφθησαν τις πρώτες πρωινές ώρες της περασμένης Πέμπτης στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με την κατηγορία της προσβολής του μνημείου.
Η σύλληψη έγινε ύστερα από καταγγελία αρχαιοφύλακα, ότι κατά τη διάρκεια γυρίσματος του ντοκιμαντέρ, για το οποίο το κινηματογραφικό συνεργείο δηλώνει ότι είχε λάβει ειδική άδεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες, είδε τη Γαλλίδα ηθοποιό, να κινείται γυμνή μεταξύ πρώτου και δεύτερου διαζώματος στο αρχαίο θέατρο.
Τα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου συνελήφθησαν για προσβολή του μνημείου και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Ναυπλίου, όπου ύστερα από προφορική εντολή του εισαγγελέα αφέθηκαν ελεύθεροι και σχηματίστηκε δικογραφία.
Ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης Ολιβιέ Ζοσουά, ο οποίος συνελήφθη στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου μαζί με τον Γερμανό σκηνοθέτη Ματίας Λάνχοφ και τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου του, με την κατηγορία της «προσβολής τού μνημείου», με σημερινή του ανοιχτή επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Δύο χρόνια μετά από τη δημιουργία της ταινίας “Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας” στη Μακρόνησο, αποφάσισα να αφιερώσω ένα ντοκιμαντέρ στον σκηνοθέτη Ματίας Λάνχοφ. Για περισσότερα από 50 χρόνια, ο Ματίας Λάνχοφ δεν έχει πάψει να επανέρχεται στα αρχαιοελληνικά κείμενα, να τα φέρνει αντιμέτωπα και σε αντήχηση με τον σύγχρονο κόσμο μας, στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης. Κι αν οι σκηνοθεσίες του ταρακουνούσαν κάποιες φορές τα κείμενα, στόχος πάντα ήταν να τα καταστήσουν όσο γίνεται πιο ζωντανά. Υπό αυτή του την ιδιότητα, ο Ματίας Λάνχοφ είναι περισσότερο Έλληνας από πολλούς Έλληνες πολίτες. Δεν είναι ένας “καλός Έλληνας”, είναι όμως ένας υπερ-Έλληνας» αναφέρει ο Ολιβιέ Ζοσουά στην επιστολή του, που έχει τίτλο «Για τη ζωή και τον θάνατο των αρχαιολογικών μνημείων».
«Ήταν λοιπόν για μένα λογικό» συνεχίζει ο ίδιος, «να κινηματογραφήσω ένα μέρος αυτού του ντοκιμαντέρ για τον Ματίας Λάνχοφ στην Επίδαυρο, τόπο-μήτρα του ελληνικού θεάτρου, σκηνοθετώντας έναν νυχτερινό διάλογο ανάμεσα στον Ματίας Λάνχοφ και τον Γάλλο δραματουργό και φίλο του Μισέλ Ντόιτς, μέσα στο αρχαίο θέατρο. Όπως αναφέραμε στην αίτηση κινηματογράφησης που ενέκρινε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, θα κινηματογραφούσαμε επίσης κάποιες εικόνες που ο Ματίας Λάνχοφ σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως μέρος των σκηνικών βίντεο της νέας του παράστασης με τίτλο “Cinéma Apollo”, η οποία εμπνέεται από το μυθιστόρημα “Η Περιφρόνηση” του Αλμπέρτο Μοράβια και από την ομώνυμη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Η συνέχεια έδωσε τη σχετική τροφή για σκανδαλοθηρία: Οι φύλακες του αρχαιολογικού χώρου έκριναν ότι οι εικόνες που κινηματογραφούσε ο Ματίας Λάνχοφ για τη σκηνή τού “Οδυσσέας και Κίρκη” ήταν “πορνογραφικές”! Ολόκληρο το συνεργείο οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Ναυπλίου και οι εικόνες κατασχέθηκαν. Το ντοκιμαντέρ μου διακόπηκε.
Οπότε αναρωτιέμαι: Αποστολή της αρχαιολογίας είναι, νομίζω, να φέρνει στο φως, να μελετά και να διατηρεί τα υπολείμματα κόσμων του παρελθόντος. Είναι απαραίτητη για τη “ζωή” αυτών των χαμένων, μέχρι τη στιγμή της ανακάλυψής τους, θησαυρών, ακόμη κι όταν είναι γυμνοί, όπως τόσα πολλά αρχαιοελληνικά αγάλματα που θαυμάζουμε μέσα στα μουσεία.
Ενώ κάποιοι καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και ο Ματίας Λάνχοφ πασχίζουν να ζωντανέψουν τις πέτρες της Επιδαύρου με τη δύναμη του ζωντανού θεάτρου και της τέχνης γενικότερα, άλλοι αναζητούν μονάχα να απολιθώσουν τον τόπο σε μια λατρεία ενός ένδοξου παρελθόντος. Αυτό είναι ιδιαίτερα θλιβερό, πόσο μάλλον όταν κάτω από την έννοια της “προσβολής στο μνημείο” για την οποία κατηγορούμαστε, βλέπω να αναδύεται η φρικτή αποφορά ενός υφέρποντος εθνικισμού για την προώθηση μιας “ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ” που πίστευα ότι ανήκει σε άλλες εποχές…» καταλήγει η επιστολή του Ολιβιέ Ζοσουά.