Μια ημέρα μετά τη δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Χαράλαμπου Αθανασίου για το θέμα της γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) που επιτρέπει την έφοδο ελεγκτικών οργάνων στα σπίτια πολιτών για την είσπραξη οφειλομένων, θέση στο όλο ζήτημα που έχει ανακύψει πήρε και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας (ΔΣΑ) κ. Βασίλης Αλεξανδρής. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο πρόεδρος της Ολομέλειας κάνει λόγο για αντισυνταγματικότητα της επίμαχης γνωμοδότησης και επισημαίνει – όπως είχε πράξει και ο κ. Αθανασίου – πως στις κατ’ οίκον έρευνες απαιτείται πάντα η παρουσία δικαστικού λειτουργού.
Η ανακοίνωση του κ. Αλεξανδρή έχει ως εξής:
«Με την με αριθμ. 256/2014 Γνωμοδότησή του, το ΝΣΚ παρείδε -κατά πλειοψηφία- τα δικαιοκρατικά όρια της ελεγκτικής εξουσίας της Φορολογικής Διοίκησης. Παραγνώρισε ότι η διαφύλαξη των φορολογικών δικαιωμάτων του Δημοσίου και η πάταξη της φοροδιαφυγής δεν μπορούν να επιτευχθούν έναντι οιουδήποτε τιμήματος, πολύ περισσότερο μέσω προσβολών του πυρήνα συνταγματικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων.
Ειδικότερα, ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, υιοθετώντας την άποψη της μειοψηφίας, σημειώνει τα εξής :Στη φορολογική Διοίκηση δεν έχει παρασχεθεί καμία γενική εξουσιοδότηση να περιορίζει ατομικά δικαιώματα. Εν προκειμένω, επεμβάσεις στο άσυλο της κατοικίας πρέπει να πληρούν τις επιταγές των άρθρων 9 και 25 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με το γράμμα του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. 3, για την “έρευνα σε κατοικία” απαιτείται “πάντοτε” η παρουσία δικαστικού λειτουργού, ανεξαρτήτως του σκοπού της εκάστοτε “έρευνας” ή της νομικής της φύσης, και υπό την επιφύλαξη του νόμου. Ας σημειωθεί ότι αιτιάσεις περί αντισυνταγματικότητας έχει προβάλει η συνταγματική θεωρία για την είσοδο σε κατοικία, χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, κατά την αναγκαστική εκτέλεση του ΚΠολΔ ή τη διοικητική εκτέλεση του ΚΕΔΕ (βλ. σχετ. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, 2012, σελ. 349, επίσης Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2006, σελ. 249).
Πλέον συγκεκριμένα, το Σύνταγμα δεν διακρίνει μεταξύ διοικητικών ή ανακριτικών ερευνών. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, τα όρια ανάμεσα σε μια προληπτική-ελεγκτική και σε μια κατασταλτική δράση των φορολογικών οργάνων είναι ασαφή, οι δε δυνατότητες αποτροπής καταχρηστικών συμπεριφορών δεν διασφαλίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Με δεδομένο ότι κάθε φορολογικός έλεγχος μπορεί να έχει ως επακόλουθο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων (ποινών κατά την έννοια της ΕΣΔΑ), αλλά και κίνησης ποινικής δίωξης κατά του φορολογουμένου, η μη διασφάλιση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων κατά το στάδιο των φορολογικών ελέγχων/ερευνών οδηγεί σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του μετέπειτα διοικητικά ή ποινικά διωκόμενου.
Τα παραπάνω παρατηρούνται (και) στις διατάξεις των άρθρων 23 επ. του ν. 4174/2013. Στο άρθρο 23 του νόμου, η εξουσία ερευνών της φορολογικής Διοίκησης φαίνεται κατά τον σκοπό της να έχει κατ´ αρχήν προληπτικό-ελεγκτικό χαρακτήρα και πάντως περιορίζεται σε “εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων”. Οι όροι που διέπουν τις εν λόγω έρευνες ρυθμίζονται -ελλειμματικά- στο άρθρο 25 του ιδίου ως άνω νόμου. Όλως δε ασαφώς, στην παρ. 3 του άρθρου αυτού (τελ. εδάφιο) προβλέπεται η δυνατότητα εισόδου στην “κατοικία” του φορολογουμένου “μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα”. Είναι προφανές ότι η εν λόγω πρόβλεψη στερείται της απαιτούμενης “ποιότητας νόμου”, η δε κατ´ οίκον έρευνα δεν έχει (μόνον) προληπτικό, αλλά (και) κατασταλτικό χαρακτήρα. Έτσι, ο κίνδυνος καταστρατήγησης θεμελιωδών δικαιωμάτων του καθ´ ου η έρευνα, δια του φερόμενου ως “διοικητικού ελέγχου”, είναι απτός και συγκεκριμένος.
Ενόψει των ανωτέρω, η επίμαχη Γνωμοδότηση του ΝΣΚ αντιβαίνει ευθέως στις επιταγές της εσωτερικής συνταγματικής τάξης, η δε διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 τέλ. εδάφιο του ν. 4174/213 είναι προδήλως αντισυνταγματική».