Από καταβολής κόσμου, η ανθρωπότητα τρέφεται από θεωρίες φαντασμάτων, μυστηρίου και συνομωσιολογιών.
Αν και στην περίπτωση των φαντασμάτων, τη μακρά παράδοση κατέχει η γηραιά Αλβιώνα που θέλγεται ιδιαίτερα από ιστορίες που την στοιχειώνουν, μια μικρή αναζήτηση επιβεβαιώνει πως αντικείμενα που μετακινούνται, θρήνοι από το υπερπέραν, πόρτες που τρίζουν και σκιές που κινούνται μόλις λίγα μέτρα πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους κυοφορούνται και επί ελληνικού εδάφους.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τροφή για υπερφυσικές μυθοπλασίες αποτελούν εγκαταλελειμμένα σπίτια που τα στοιχειώνουν ο θλιβερές, ρομαντικές ή αιματηρές ιστορίες των ιδιοκτητών τους και το μοιραίο τέλος τους που επέρχεται συνήθως με αδιευκρίνιστα αίτια.
Το newsbeast.gr επισκέφτηκε τα θρυλικά στοιχειωμένα σπίτια της Αθήνας με σκοπό να ανακαλύψει τα φαντάσματα που στοιχειώνουν για χρόνια τις ελληνικές συνειδήσεις.
«Ο Πύργος των Ονείρων»
Η συνοικία του Νέου Φαλήρου βρίθει από παλιές μονοκατοικίες νεοκλασικού ρυθμού οι οποίες παραμένουν εγκαταλελειμμένες. Μια εξ’ αυτών ο Πύργος της οδού Σμολένσκυ, ή για τους λάτρεις του μεταφυσικού ο «Πύργος των Ονείρων».
Το συγκεκριμένο νεοκλασικό κτίριο παραμένει ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Ο μόνος κατ’ όπως φημολογείται, επισκέπτης του είναι το φάντασμα του παλαιού ιδιοκτήτη του, ενός υφασματέμπορου καταπιεσμένου και φιλόδοξου.
Ο Κούρταλης, σύμφωνα με την παράδοση, όλη του τη ζωή κατατρυχόταν από την εμμονή να αποκτήσει κάποιο αξίωμα, ως που σταδιακά τρελάθηκε κι απομονώθηκε στο αρχοντικό μέχρι το θάνατό του. Οι γηραιότεροι κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν πως σε νεαρή ηλικία ήθελε να γίνει τενόρος αλλά δεν τα κατάφερε μετά από άρνηση του πατέρα του μιας και το επάγγελμα, παρόμοιο του θεατρίνου, θεωρούνταν ιδιαιτέρως υποτιμητικό.
Ο Κούρταλης δεν παντρεύτηκε ποτέ και μέχρι και σε μεγάλη ηλικία «έβγαινε στο μπαλκόνι και τραγουδούσε άριες φορώντας μια λιγδιασμένη φθαρμένη ρεπούμπλικα» μαρτυρούν οι γείτονες. Παρόλο που η περιουσία του είχε εκμηδενιστεί και το σπίτι είχε περιέλθει στο δημόσιο λόγω οφειλών, ο ίδιος συνέχισε να κατοικεί εκεί ώσπου απεβίωσε στο νοσοκομείο έπειτα από τραυματισμό του. Βέβαια η μεταφυσική εκδοχή της ιστορίας, όπως και κάθε μεταφυσικής ιστορίας που σέβεται τον εαυτό της, θέλει τον Κούρταλη να πεθαίνει εντός του Πύργου κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Από το θάνατό του κι έπειτα το φάντασμά του «κυρίου Δημάρχου», όπως τον φώναζαν οι φίλοι εξαιτίας της μεγαλομανίας του, περιπλανάται στα δωμάτια του σπιτιού διεκδικώντας την κυριότητα του πύργου φωνάζοντας «Μακριά από τον Πύργο! Είναι δικός μου!».
Σήμερα ο πύργος στέκει μισογκρεμισμένος, με έντονα τα στοιχεία τόσο της εγκατάλειψης όσο και της καταπάτησης. Αν και πριν περίπου ένα χρόνο είχε ανακοινωθεί η πώλησή του, μέσω ΤΑΙΠΕΔ, σε ιδιώτη του οποίου το όνομα δεν έγινε γνωστό, καμία εργασία αναπαλαίωσης δεν έχει ξεκινήσει με αποτέλεσμα τα «άστεγα φαντάσματα» της περιοχής να συνεχίζουν να τον καταπατούν…
Την εικόνα εγκατάλειψης του σπιτιού συμπληρώνουν τα φθαρμένα αντικείμενα που βρίσκονται στο εσωτερικό του, οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι και οι κλειστές πολυκαιρισμένες κούτες που δίνουν την εντύπωση ότι εγκαταλείφθηκε βιαστικά.
«Πριν από αρκετά χρόνια έμενε μια οικογένεια στο ισόγειο, παράνομα βέβαια» επιβεβαιώνει η κ. Μαρία που κατοικεί στη διπλανή πολυκατοικία. «Εγώ 25 χρόνια μένω εδώ δίπλα, κανένα φάντασμα δεν έχω δει, καμία πόρτα δεν ανοιγοκλείνει τα βράδια, κανένας Κούρταλης δεν διεκδικεί τη νύχτα την κυριότητα του Πύργου» συμπληρώνει. Η κυρία Τασία, κάτοικος κι εκείνη της γύρω περιοχής αναφέρει πως ο πύργος είναι πια «ένα στολίδι παραμελημένο που έχει μετατραπεί σε εστία μόλυνσης».
Όπως επιβεβαιώνεται για την ώρα, τα μόνα φαντάσματα που κατοικούν τον Πύργο είναι άστεγοι ή χρήστες ναρκωτικών ουσιών. «Άντε καμιά φορά να μπουν μέσα για μερικές ώρες έφηβοι για εξερεύνηση. Αυτές είναι οι παρουσίες που συναντά κανείς στον Πύργο και είναι τόσο πραγματικές όσο εσείς κι εγώ που μιλάμε εδώ τώρα» λέει η κ. Μαρία.
Το σπίτι των τριών άκληρων αδερφών
Στο Παλαιό Φάληρο, αυτή τη φορά, ένα άλλο ακίνητο φαίνεται στοιχειωμένο από τον ξαφνικό θάνατο των τριών αδερφών που διέμεναν εκεί. Ο μύθος θέλει την μεγαλύτερη αδερφή, κακοφτιαγμένη κι άσχημη, να μένει ανύπαντρη κι έτσι να ακολουθούν κι άλλες δύο, περιμένοντας μια σειρά που δεν ήρθε ποτέ. Άκληρες και μόνες πέθαναν και οι τρεις μέσα σε ένα μήνα κάτω από αδιευκρίνιστες και πάλι συνθήκες. Από τότε τα φαντάσματα τους περιπλανώνται στο σπίτι, ενώ κατά διαστήματα αγναντεύουν από το παράθυρο τρομοκρατώντας του περαστικούς της περιοχής που γνωρίζουν πως το σπίτι δεν κατοικείται.
Οι περίοικοι επιβεβαιώνουν την ιστορία του ξαφνικού θανάτου των τριών αδερφών όχι όμως και την ύπαρξη φαντασμάτων. Ο κ. Κώστας θυμάται πως από την εποχή που ήταν εκείνος νέος το σπίτι καταλάμβαναν κατά διαστήματα έφηβοι. «Αν και υπάρχει χρόνια το πωλητήριο απ’ έξω δεν μπορεί ουσιαστικά να πουληθεί λόγω διαφωνιών των κληρονόμων. Όσο για τα φαντάσματα, τα μόνα που συγκέντρωνε τη δεκαετία του ’70, ήταν η νεολαία της εποχής, μέσα σ’ αυτή κι εγώ, που βρίσκαμε άδειο σπίτι και κάναμε πάρτι μέχρι πρωίας. Μέχρι και συναυλίες έχουν γίνει τη δεκαετία εκείνη στο εν λόγω οίκημα. Κι αν σκεφτείς πως το συγκρότημα που είχα παλαιότερα με μερικούς φίλους λεγόταν ο Σάτυρος κι οι Συνήγοροι του διαβόλου, σίγουρα αν υπήρχε φάντασμα θα είχε επικοινωνήσει μαζί μας» συμπληρώνει χαριτολογώντας.
Τα τελευταία χρόνια κάτοικοι της γύρω περιοχής αναφέρουν πως και αυτό το σπίτι καταλαμβάνεται από άστεγους κατά την διάρκεια της νύχτας. «Τώρα αν πετύχεις κανέναν πρεσβύωπα υπερήλικα που περνώντας παρομοιάζει τους άστεγους με τις τρεις νεκρές αδερφές, σίγουρα θα σου επιβεβαιώσει πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο».
Η βίλα Καζούλη
Στην άλλη άκρη της Αττικής, στα βόρεια και συγκεκριμένα στην Κηφισιά στέκει ένα άλλο στολίδι αρχιτεκτονικής, η επονομαζόμενη Βίλα Καζούλη. Πολλοί νεκροί από διάφορες χρονικές περιόδους έτυχαν βίαιου θανάτου και βρίσκονται μέχρι και σήμερα θαμμένοι κάτω από τη βίλα. Κατά συνέπεια, όπως απαιτεί η μεταφυσική παράδοση, για ανθρώπους που πέθαναν βίαια και άδικα, τα φαντάσματα των νεκρών τριγυρίζουν στη Βίλα ψάχνοντας για δικαίωση…
Κατά την ιστορική αναδρομή του σπιτιού, σύμφωνα με ένα συμβόλαιο αγοράς που ανακάλυψε ο κ. Σαμιωτάκης, προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίας του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, διαπιστώνεται πως πριν το χτίσιμο της βίλας το μέρος χρησιμοποιήθηκε σαν νεκροταφείο με την ονομασία «Μνημούρι» ή «Τουρκικά μνήματα». Λίγο πριν το 1900, το οικόπεδο που στέγαζε το νεκροταφείο, αγοράστηκε από τον Νικόλαο Καζούλη με σκοπό να χτιστεί η παραθεριστική αυτή κατοικία. Μετά το θάνατό και της συζύγου του Καζούλη, η βίλα πέρασε στην κόρη του Ιωάννα, στη διαθήκη της οποίας εκχωρήθηκε το 1/3 της βίλας στον αδελφό της, το 1/3 στην κόρη της από τον πρώτο της γάμο και 1/3 μοιράστηκε στην ανιψιά της, στην Ακαδημία Αθηνών και στην Ελληνική Κοινότητα Αλεξάνδρειας. Αιτία για την περίεργη αυτή διαθήκη φαίνεται να είναι ο δεύτερος σύζυγος της Ιωάννας Καζούλη, Παναγιώτης Αριστρόφρονος, ο οποίος θαυμαστής και μελετητής του Πλάτωνα ασχολιόταν με τις ανασκαφές και επιθυμούσε η βίλα να μετατραπεί σε κέντρο Μελέτης με την ονομασία «Ακαδημία Πλάτωνος».
Η βίλα όμως γνώρισε και μαύρες μέρες κατά την περίοδο της κατοχής αφού υπήρξε Γερμανικό Φρουραρχείο. Στα υπόγειά της βασανίστηκαν αγωνιστές τις αντίστασης και στο κήπο της αναφέρεται πως θάφτηκαν τουλάχιστον 12 έλληνες στρατιώτες. Από το 1949, η βίλα πέρασε στο Ελληνικό Δημόσιο και το 1953 στέγασε τους σεισμοπαθείς των Ιονίων Νήσων. Αργότερα αγοράστηκε από το ΙΚΑ και πριν από 10 περίπου χρόνια πέρασε στο Υπουργείο Περιβάλλοντος. Μετά την αναπαλαίωση της, στεγάζει το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου ανάπτυξης.
Αν και παλαιότερες μαρτυρίες θέλουν τα φαντάσματα των θυμάτων που μαρτύρησαν στη βίλα να κυκλοφορούν τη νύχτα φωνάζοντας βοήθεια ή να ουρλιάζουν στα υπόγειά της, τόσο οι υπάλληλοι του κέντρου όσο και οι τωρινοί κάτοικοι της περιοχής επιβεβαιώνουν πως δεν ακούν καμία φωνή να εκλιπαρεί τις νύχτες. «Ιστορίες έχουμε ακούσει κι εμείς κυρίως από γηραιότερους που τώρα έχουν πεθάνει, εγώ προσωπικά 22 χρόνια μένω απέναντι δεν έχω ακούσει κανένα ουρλιαχτό και δεν έχω δει κανένα φάντασμα. Ίσως βαρέθηκαν τόσα χρόνια στο ίδιο μέρος κι έφυγαν για άλλη βίλα, ποιος ξέρει» αναφέρει η κ.Σοφία αντιμετωπίζοντας με τη σειρά της, τις ιστορίες «φαντασμάτων» με έντονες δόσεις χιούμορ.
«Στου Χαροκόπου»
Το επόμενο ξακουστό στοιχειωμένο σπίτι της Αθήνας στέγασε στη δεκαετία του ’30 μια αιματηρή ιστορία χαρακτηριζόμενη από την κοινή γνώμη ως «το έγκλημα του αιώνα».
Το φονικό στη Χαροκόπου, το οποίο αποτέλεσε και την έμπνευση για το ρεμπέτικο τραγούδι «Κακούργα πεθερά», ήταν η ιστορία του Δημήτρη Αθανασόπουλου ο οποίος δολοφονήθηκε και στη συνέχεια τεμαχίστηκε από την γυναίκα του και την πεθερά του. Το πτώμα κρατήθηκε στο σπίτι για δύο μέρες και στη συνέχεια μεταφέρθηκε και πετάχτηκε στο ρέμα της Καλλιρόης. Ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα της ελληνικής κοινωνίας του ‘30, φαίνεται πως ενέπνευσε και σ αυτή την περίπτωση άλλη μια μεταφυσική ιστορία. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αθανασόπουλος ακουγόταν να εκλιπαρεί για έλεος λίγο πριν δεχτεί τις θανατηφόρες μαχαιριές.
Σήμερα το σπίτι του δεν υπάρχει πια. Κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν πως η οικία δεν ήταν καν στη Χαροκόπου αλλά σε ένα παρακείμενο δρόμο. Άλλοι ισχυρίζονται πως το σπίτι ήταν στη γωνία Χαροκόπου και Φραντζή όπου τώρα πια υπάρχει μια πολυκατοικία και στο ισόγειο στεγάζεται ένα βενζινάδικο. Στην οδό Χαροκόπου υπάρχει μόνο ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στο οποίο ζούσε μια οικογένεια πριν μερικά χρόνια. «Η ιστορία είναι τόσο παλιά που το φάντασμα του Αθανασόπουλου, αν υπήρξε, θα έχει πλέον αναπαυθεί» αναφέρει ο κ. Γιώργος ένας από τους θαμώνες του καφενείου της περιοχής.
Το φάντασμα της χειραφετημένης ζωγράφου
Η περιοχή της Καλλιθέας φαίνεται να επικρατεί άλλωστε στις προτιμήσεις των φαντασμάτων αφού κι ένα δεύτερο φάντασμα τρομοκρατούσε τους κατοίκους της. Στην ομώνυμη οδό βρίσκεται το διώροφο κτίριο της οικογένειας της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου. Μέσα σ’ αυτό, εκτυλίχθηκε ένα ερωτικό δράμα που κατέληξε στο θάνατο της ζωγράφου κι από τότε το φάντασμα θρηνεί για το χαμό του αγαπημένου.
Κι σ’ αυτή την περίπτωση η μεταφυσική ιστορία παρουσιάζεται εκλαϊκευμένη και παραποιεί μερικώς τα ιστορικά γεγονότα. Η Σοφία Λασκαρίδου γεννηθείσα το 1882 είχε από πολύ νωρίς νιώσει το κάλεσμα της τέχνης. Σε ηλικία 14 ετών έκανε την πρώτη της έκθεση. Για να εκπληρώσει το όνειρό της προσπάθησε να παρακάμψει κάθε εμπόδιο μέχρι που ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να μεριμνήσει, έτσι ώστε να επιτραπεί η είσοδος γυναικών φοιτητριών στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου.
Η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα το 1903 και παρόλο που προκλήθηκε σάλος στην κοινωνία και σφοδρές διαμαρτυρίες των συμφοιτητών της, η Σοφία παρέμεινε απτόητη. Ούτε το ειδύλλιο που ανέπτυξε με τον ευειδή διανοούμενο και παθιασμένο λάτρη του ελληνικού πνεύματος, Περικλή Γιαννόπουλο, ήταν ικανό να την κάνει να παραμελήσει τη ζωγραφική και τις σπουδές της. Έτσι όταν εκείνος της ζήτησε να τον παντρευτεί εκείνη αρνήθηκε. Όταν η Σοφία κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Μόναχο, του ζήτησε να την ακολουθήσει, αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε αποκαλώντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «ομφαλούς του ερέβους».
Ο ήδη διαταραγμένος ψυχισμός του Γιαννόπουλου κατέρρευσε και καβάλα σε ένα ολόλευκο άλογο με ένα περίστροφο στο χέρι βούτηξε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά όπου και αυτοκτόνησε. Στη συνέχεια η Σοφία Λασκαρίδου έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας στο σπίτι της Καλλιθέας κι από όταν συνήλθε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίζονταν πως αν περνούσε κανείς νύχτα από εκεί, έβλεπε το φάντασμά της να τριγυρίζει θρηνώντας γοερά τον χαμό του αγαπημένου της…
Η ανακαινισμένη διατηρητέα πλέον οικία της ζωγράφου που φιλοξενεί την πινακοθήκη της Καλλιθέας φαίνεται να έχει απωθήσει το φάντασμα της ζωγράφου μιας και οι κάτοικοι δεν έχουν ποτέ ακούσει θρήνους και οδυρμούς να ακούγονται από το σπίτι.
Το φάντασμα στο Θησείο
Στην περιοχή του Θησείου αυτή τη φορά βρίσκεται άλλο ένα χαμόσπιτο με άλλη μια τραγική ιστορία που το στοιχειώνει για χρόνια.
Γύρω στα 1935, στο σπίτι κατοικούσε μια πανέμορφη κοπέλα μαζί με τη μητέρα της. Η Αθανασία, εργαζόταν μέρα-νύχτα για να μαζέψει χρήματα για την προίκα της και να παντρευτεί τον καλό της μέχρι τη μέρα που η μητέρα της άρπαξε τις οικονομίες της και έφυγε με τον εραστή της. Η φτωχή κοπέλα, εγκαταλειμμένη από τον αρραβωνιαστικό της και προδομένη από τη μητέρα της μαράζωσε και έδωσε τέλος στη ζωή της. Μια άλλη εκδοχή βέβαια θέλει την κοπέλα να αυτοκτονεί αφού έχει δολοφονήσει τη μητέρα της.
Μετά το θάνατο της Αθανασίας οι περαστικοί μαρτυρούν πως ακούν το γοερό κλάμα της άτυχης κοπέλας. Σήμερα, το σπίτι δεν υπάρχει πια, μαρτυρίες όμως θέλουν το άστεγο πλέον φάντασμα της κοπέλας να τριγυρνά κλαίγοντας στους δρόμους…
Κανένας κάτοικος της πολυσύχναστης πλέον γειτονιάς του Θησείου δεν έχει δει ή ακούσει το συγκεκριμένο φάντασμα αν και ο κ. Μανώλης, 70 χρόνων πια επιβεβαιώνει την ξακουστή ιστορία της άτυχης Αναστασίας. «Οι παλαιότεροι έλεγαν ότι είχαν ακούσει το κλάμα της, αλλά εγώ ούτε το πίστεψα ούτε το άκουσα ποτέ»…
Φαντάσματα στο Παγκράτι
Το σπίτι ενός πολιτευτή στο οποίο κατά την κατοχή, εγκαταστάθηκε η Γκεστάπο, είναι το επόμενο σπίτι που φημολογείται ως ένα από τα στοιχειωμένα της Αττικής. Έπειτα από την απελευθέρωση της Ελλάδος, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, ανεξαρτήτου γενεάς, μιλούν για τις φωνές και τις κραυγές αυτών που θανατώθηκαν από τους Ναζί.
Η κ. Ζωή, γέννημα θρέμμα της περιοχής Παγκρατίου, διαβεβαιώνει πως το σπίτι κατοικούνταν μέχρι πρόσφατα από ένα ζευγάρι Ολλανδών αρχιτεκτόνων, οι οποίοι το εγκατέλειψαν μόνο όταν κρίθηκε επιτακτική η αναπαλαίωση και θεωρήθηκε επικίνδυνο. «Κανένα φάντασμα δεν υπήρξε ποτέ εδώ, το μόνο που είχαμε ακούσει ως παιδιά ήταν για το στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μάρκου Μουσούρου» συμπληρώνει επεκτείνοντας την αναζήτησή μας λίγο πιο κάτω.
Όπως ήταν αναμενόμενο και κατά την επίσκεψή μας στην παρακείμενη οδό του πρώτου νεκροταφείου, Μάρκου Μουσούρου, κανένα σπίτι με εμφανή τα σημάδια εγκατάλειψης δεν ανακαλύψαμε. Η ιδιοκτήτρια του ανθοπωλείου της περιοχής άλλωστε μας ενημέρωσε πως «πιο πιθανό είναι τα φαντάσματα να προτιμούν το νεκροταφείο για τις βόλτες τους παρά κάποιο σπίτι εδώ κοντά. Έχει και μεγαλύτερη άπλα…»