Έρευνα για τους «Αγανακτισμένους» της Ελλάδας δημοσιεύει το πανεπιστήμιο London School of Economics.
Στη συγκεκριμένη έρευνα που δημοσιεύτηκε στις 20 Δεκεμβρίου και την υπογράφει ο συνεργάτης του ιστοτόπου του LSE, Χρήστος Κωστόπουλος αναλύονται οι λόγοι της δημιουργίας τους, αλλά και αίτια της «εξαφάνισής» τους.
Ο συνεργάτης της ιστοσελίδας του πανεπιστημίου μελετά τον ρόλο των ελληνικών και βρετανικών εφημερίδων για το πως χαρακτήριζαν είτε θετικά είτε αρνητικά τους «Αγανακτισμένους» και στέκεται στην αλληλεπίδραση των κατηγοριών με την πολιτική. Οι εφημερίδες που έχει επιλέξει για την έρευνα του είναι η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή και το Βήμα από την Ελλάδα, ενώ από την Αγγλία διάλεξε την Telegraph και τον Guardian.
Ακολουθεί το δημοσίευμα
«Η πρώτη διάσταση της κουλτούρας των πολιτών είναι η γνώση. Συμπεριλαμβάνει την ικανότητα των πολιτών να έχουν πρόσβαση σε δημοσιεύματα για την κοινωνία τους. Η ανάλυση των ελληνικών και των βρετανικών εφημερίδων, αποκαλύπτει πως ο Τύπος κατηγορούσε τους Αγανακτισμένους κυρίως για τα προβλήματα που δημιουργούσε η συγκέντρωση των ανθρώπων στους δρόμους, παρά για τις λύσεις που θα μπορούσε να επιφέρει αυτή η κίνηση. Αυτή η προσέγγιση, αποθάρρυνε τους πολίτες και τους απέτρεψε από την περαιτέρω συμμετοχή τους, καθώς τα ΜΜΕ σε αυτή την περίπτωση ενδυνάμωσαν τον ρόλο των ελίτ της πολιτικής στη χώρα, παρουσιάζοντας τους πολίτες ως ανίκανους για να παράξουν λύσεις.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κατηγορίες κατά των Αγανακτισμένων δεν συμπεριελάμβαναν μια ευρωπαϊκή διάσταση και έτσι δεν συνέβαλαν στην δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, καθώς οι αναγνώστες δεν συμπάσχουν με την κίνηση και την θεωρούν ως κάτι σημαντικό μόνο σε εθνικό επίπεδο. Σε μια πιο θετική εξέλιξη, τόσο οι ελληνικές όσο και οι βρετανικές εφημερίδες, συμπεριέλαβαν περισσότερες κοινωνικές και ανθρωπιστικές πτυχές των Αγανακτισμένων, αντί απλά να αναλύσουν τις πολιτικές και τις οικονομικές διαστάσεις τις κινήσεις. Αυτός ο πιο θεματικός τρόπος για να κατηγορήσει κανείς την κίνηση, ενθαρρύνει τους αναγνώστες να θέσουν τα ζητήματα σε ευρύτερο πλαίσιο και να παράσχουν βαθύτερες πληροφορίες, οι οποίες είναι σημαντικές προκειμένου να παράγει περισσότερες δημόσιες ενέργειες.
Οι πρακτικές είναι μια πολύ σημαντική πτυχή της παιδείας των πολιτών, καθώς παρέχουν τη δυνατότητα να συνδυαστούν τα ιδεώδη της Δημοκρατίας με την προσωπική και κοινωνική σημασία. Ωστόσο, στην περίπτωση των Αγανακτισμένων, οι εκλογές δεν θεωρούνται ως ενδυνάμωση των πολιτών, επειδή οι πολιτικοί θεωρούνται ψεύτες και η κρίση αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, η συμμετοχή στο κίνημα θεωρείται μια θετική εμπειρία για τους πολίτες με τις δημόσιες συνελεύσεις και ομιλίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.
Τέλος, ο προσδιορισμός της ταυτότητας των Αγανακτισμένων έχει δώσει τόσο θετικές όσο και αρνητικές εικόνες των πολιτών που συμμετέχουν. Ενώ σε ορισμένα άρθρα οι συμμετέχοντες θεωρούνται ως αφυπνισμένοι και παθιασμένοι, την ίδια στιγμή κατηγορούνται ως απειλή για τη Δημοκρατία καθώς και ότι είναι επιρρεπείς στη βία. Επίσης, είναι προφανές ότι υπάρχει έλλειψη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί, εάν το σχέδιο ολοκλήρωσης είναι να προχωρήσουμε προς τα εμπρός.
Η περίπτωση του κινήματος των Αγανακτισμένων πολιτών τονίζει την ανάγκη για τους Έλληνες πολίτες να συνδέσουν τη συναισθηματική τους βούληση με θετικές δημοκρατικές αξίες, όπως αυτές που το κίνημα πρεσβεύει. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ενδυνάμωση των πολιτών και τη συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αυτή η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για αυτούς να διαδραματίσουν το κοινωνικό τους κομμάτι».
Δείτε εδώ το δημοσίευμα στον ιστοτόπο του LSE