Αντισυνταγματική κρίθηκε, με την υπ’ αριθμ. 3354/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η πρώτη εφεδρεία στον δημόσιο τομέα που προβλέφθηκε το 2011 με το Μνημόνιο Ι (Ν. 4024/2011) και την υπουργική απόφαση ΔΙΔΑΔ/Φ.26.14/56/ ΟΙΚ.1872/8.11.2011.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματικό το μέτρο της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας (εφεδρεία) για τους υπαλλήλους του αμιγούς δημόσιου τομέα που απασχολούνται καθαρά με σχέση Δημοσίου Δικαίου.
Ειδικότερα, οι δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, έκριναν ότι η εφεδρεία αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος και στη συνταγματική αρχή τής ισότητας, ενώ μια δικαστής επιπρόσθετα έκρινε ότι αντίκειται και στην συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας.
Αναλυτικότερα, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι «δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η πρόβλεψη στον νόμο της υποχρεωτικής, και χωρίς προηγούμενη κρίση του υπαλλήλου από υπηρεσιακό συμβούλιο, αποχωρήσεώς του» με μόνο κριτήριο τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου πραγματικής υπηρεσίας, έστω και αν αυτός είναι μεγάλος, όπως είναι η 35ετής υπηρεσία.
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης, αναφέρεται ότι «δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο θεμιτός σκοπός της αναδιοργανώσεως των δημοσίων υπηρεσιών και της ορθολογικής διαχειρίσεως της αντίστοιχης δημόσιας δαπάνης, να καθορίζονται όροι υποχρεωτικής απομακρύνσεως υπαλλήλων από την υπηρεσία με βάση κριτήρια μη συνδεόμενα με τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της διοικήσεως, αλλά και με τα προσόντα, τις ικανότητες και την εν γένει υπηρεσιακή τους απόδοση και η κατάργηση των οργανικών θέσεων, τις οποίες κατείχαν οι αποκρινόμενοι, να επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της απομακρύνσεως».
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η απομάκρυνση δημοσίου υπαλλήλου από την υπηρεσία χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 103 του Συντάγματος, δηλαδή χωρίς προηγούμενη κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι επιτρεπτή μόνο σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη είναι η παύση έπειτα από δικαστική απόφαση και η δεύτερη είναι η αποχώρηση λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας.
Κατόπιν αυτών, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματική την εφεδρεία του άρθρου 33 του Ν. 4024/2011, καθώς «η μεταβολή στο υπηρεσιακό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων που έχει ως συνέπειες στην οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, αφενός δεν βασίζεται σε προηγούμενο ανακαθορισμό των λειτουργιών του κράτους και τη διοικητική αναδιοργάνωσή του κατ’ εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών με κριτήριο την αποτελεσματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών, η δε κατάργηση των νομοθετημένων οργανικών θέσεων δεν επέρχεται ως συνέπεια της αναδιαρθώσεως και αφετέρου δεν ανάγεται σε πάγια αλλαγή του γενικού καθεστώτος που διέπει τους όρους λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως με απόλυση λόγω ορίου ηλικίας και 35ετίας».
Στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έχουν προσφύγει η ΑΔΕΔΥ και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις υποστηρίζοντας ότι ο Ν. 4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο, εργασιακή εφεδρεία, κ.λπ.) όπως και η επίμαχη υπουργική απόφαση, είναι αντίθετη σε ένα πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας (ευρωπαϊκών οδηγιών).
Σημειώνεται ότι η απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ αφορά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς για την εφεδρεία, κι όπως είναι γνωστό ακολούθησε και δεύτερη, με το μνημόνιο ΙΙ (ν4038/2012), που έλαβε υπόψιν τα νεότερα δεδομένα.