Καθώς πλησιάζει η 16η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται η επόμενη επίσκεψη των εκπροσώπων των δανειστών, εντείνονται και οι πιέσεις για συμφωνία των κοινωνικών εταίρων η οποία να οδηγεί σε μείωση του κόστους εργασίας.
Τα συνδικάτα, διαμηνύουν σε όλους τους τόνους, ότι δεν θεωρούν μισθούς, δώρα, επιδόματα και μισθολογικές ωριμάνσεις, ζητήματα προς εξέταση. Το σύνολο όμως του εργατικού κόστους αποτελούν όμως εκ των πραγμάτων, αντικείμενο διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης με την «τρόικα».
Για πρώτη φορά βρίσκεται στο τραπέζι και ο κατώτερος μισθός, το ύψος του οποίου επηρεάζει τις μέσες ετήσιες απολαβές των μισθωτών.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι ο 8ος μεγαλύτερος ανάμεσα στις 14 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και ο 7ος μεγαλύτερος ανάμεσα στα 20 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία ισχύει αυτό το καθεστώς.
Τα κατώτατα όρια σε μισθούς και ημερομίσθια καθιερώθηκαν με νόμο, τον Αύγουστο του 1936 μαζί με το οκτάωρο και την υποχρεωτική διαιτησία.
Ήταν στο πλαίσιο μιας σειράς φιλεργατικών μέτρων που ακολούθησαν τις μεγάλες απεργίες του Μαΐου, τις ταραχές στον Πειραιά, στις Σέρρες και το Λαύριο.
Στις 5 Αυγούστου η ΓΣΕΕ είχε εξαγγείλει γενική απεργία, τη 248η από την αρχή του χρόνου, αλλά μια μέρα πριν κηρύχθηκε δικτατορία.
Το 1936, το 62% του ενεργού πληθυσμού ήταν αγρότες, το 18% βιομηχανικοί εργάτες και το 20% παρείχε υπηρεσίες.
Ο «βασικός μισθός» δεν ήταν η συνηθισμένη εικόνα στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Σήμερα, στην Ευρώπη εφαρμόζονται όρια κατώτερων αμοιβών, που όμως δεν κατοχυρώνονται από το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Παρ’ ότι ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης περιλαμβάνει ήδη το δικαίωμα της «επαρκούς αμοιβής» μια ευρωπαϊκή συλλογική σύμβαση η οποία θα κατοχυρώνει τον κατώτερο ευρωπαϊκό μισθό, αποτελεί ζητούμενο και αίτημα των ευρωπαϊκών συνδικάτων.
Η ιδέα αυτή αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό στα όργανα της Ε.Ε, αφού θα έπρεπε να εναρμονιστεί με τα διαφορετικά μοντέλα κοινωνικής πρόνοιας και τις ανισότητες στις οικονομίες των κρατών μελών, προκειμένου να διαμορφώσει μια ενιαία τιμή που να ανταποκρίνεται στο 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Αντίθετοι είναι και αρκετοί οικονομολόγοι που πιστεύουν ότι η κεντρική ρύθμιση του κατώτερου μισθού επιδρά αρνητικά στην απασχόληση. Σύμφωνα με αυτή τη προσέγγιση, η αγορά εργασίας πρέπει να αφεθεί ελεύθερη, ώστε να οδηγηθεί με μια τιμή ισορροπίας με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, όπως συμβαίνει και με τις άλλες αγορές.
Εάν το κράτος παρεμβαίνει στη λειτουργία της αγοράς με τον καθορισμό ενός κατώτατου μισθού, ο οποίος είναι υψηλότερος από το σημείο ισορροπίας, τότε η ζήτηση για εργατικό δυναμικό θα περιοριστεί. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια την αύξηση της ανεργίας ιδιαίτερα μεταξύ των εργαζομένων με χαμηλή εξειδίκευση.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, κατηγορούν τα συνδικάτα ότι αντιδρούν στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, γιατί φοβούνται ότι με την κατάργηση των κατώτερων μισθολογικών ορίων θα χάσουν μέρος της διαπραγματευτικής τους ισχύος καθώς δεν θα συνιστούν πλέον βασικό πυλώνα για τη διαμόρφωση του βασικού μισθού.
Από την πλευρά τους τα συνδικάτα υποστηρίζουν, ότι η διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού κατώτερου μισθού θα αποτελέσει ανάχωμα σε μια δραματική επέκταση των μειώσεων των αμοιβών στην ευρωζώνη εξαιτίας της ύφεσης και επίσης θα επιδράσει θετικά στην αύξηση της απασχόλησης και στη σταθεροποίηση της ζήτησης
Επικαλούνται, επίσης, το παράδειγμα της Βρετανίας όπου η κατοχύρωση του βασικού μισθού δεν οδήγησε σε μαζική απώλεια των θέσεων εργασίας, ενώ στην Ισπανία όπου δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη η ανεργία έχει ξεπεράσει το 20%.
Σε ποιες χώρες ισχύει ο ελάχιστος μισθός
Τα 20 από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία τον καθορισμό ενός ελάχιστου μισθού. Υπάρχουν χώρες όπου ο κατώτερος μισθός ρυθμίζεται νομοθετικά είτε με νόμο που εισηγείται η κυβέρνηση, είτε μετά από συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, που κυρώνεται με νόμο, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο και την Ελλάδα. Στα υπόλοιπα 7 δεν υπάρχει θεσμικά κατοχυρωμένη κατώτερη αμοιβή αλλά αποτελεί προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων.
Στο Βέλγιο, ο νόμος που ισχύει από το 1996 για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, υποχρεώνει τους κοινωνικούς εταίρους να λαμβάνουν υπόψη τους κατά τις διαπραγματεύσεις, το ύψος των μισθών στις γειτονικές χώρες (Γαλλία, Γερμανία και Κάτω Χώρες) ώστε να διασφαλίζεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το Βέλγιο είναι μία από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη όπου ισχύει αυτόματο σύστημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών.
Ο κατώτερος μισθός δεν κατοχυρώνεται με νόμο στη Δανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, Κύπρος, την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, καθώς και σε δύο υποψήφιες για ένταξη χώρες την Κροατία και τη Τουρκία.
Στη Γαλλία, κατοχυρώνεται με νόμο το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, ενώ στην Ιταλία, την Αυστρία, τη Δανία, τη Φιλανδία, τη Σουηδία και τη Γερμανία, οι κατώτεροι μισθοί διαμορφώνονται από συλλογικές συμβάσεις που αφορούν στους πιο σημαντικούς κλάδους της οικονομίας και επεκτείνονται εν συνεχεία στο σύνολο των εργαζομένων του κλάδου.
Στη Γερμανία προστατεύονται με νόμο τα κατώτερα όρια των συλλογικών συμβάσεων στους κλάδους της κατασκευής, των υπηρεσιών καθαριότητας και των ταχυδρομικών υπηρεσιών.
Τα γερμανικά συνδικάτα, έχουν θέσει από το 2004 τη νομική κατοχύρωση του βασικού μισθού στην κορυφή της ατζέντας τους, επικαλούμενα τη συνεχή επέκταση της μερικής απασχόλησης και την αύξηση των εργαζομένων, κυρίως νέων, που αμείβονται με 400 ευρώ μηνιαία. Στην Αυστρία, το 2007, οι δυο σημαντικότεροι κοινωνικοί εταίροι, η Αυστριακή Ομοσπονδία Συνδικάτων και το Ομοσπονδιακό Οικονομικό Επιμελητήριο, υπέγραψαν συμφωνία για κατώτερο εθνικό μισθό των 1.000 ευρώ το μήνα για τις συμβάσεις πλήρους απασχόλησης.
Εκτός από το θεσμικό πλαίσιο, μεγάλες διακυμάνσεις στα πλαίσια της Ευρωζώνης παρουσιάζει και το ύψος του κατώτερου μισθού που διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα.
Ο μεγαλύτερος βασικός μισθός, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat του Ιουλίου του 2011, καταγράφεται στο Λουξεμβούργο με 1,757.56 ευρώ ανά μήνα και οι χαμηλότεροι μισθοί στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία με 158 και 123 ευρώ αντίστοιχα. Στα ίδια επίπεδα, κινούνται οι κατώτερες αμοιβές και στις άλλες χώρες που συνορεύουν με την Ελλάδα. Στην Αλβανία, ο βασικός μισθός είναι 143,69 ευρώ στην Τουρκία 263,28 ευρώ και στη Σερβία 167,25 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων (FedEE) το 2011 οι μεικτές κατώτερες αμοιβές στον πυρήνα της Ευρωζώνης, διαμορφώθηκαν ως εξής:
Χώρα | Κατώτερος μισθός |
Ημερομηνία κύρωσης της συμφωνίας |
Λουξεμβούργο | 1.757,56 ευρώ | 01/01/2011 |
Βέλγιο | 1.498,87 ευρώ | 05/01/2011 |
Ιρλανδία | 1.499,33 ευρώ | 01/07/2011 |
Ολλανδία | 1.424,4 ευρώ | 01/01/2011 |
Γαλλία | 1.365 ευρώ | 01/01/2011 |
Αυστρία | 1.000 ευρώ | 01/01/2009 |
Κύπρος | 909 ευρώ | 01.04.2011 |
Ελλάδα | 739,56 ευρώ | 15.07.2010 |
Μάλτα | 664,95 ευρώ | 01.01.2011 |
Ισπανία | 641,5 ευρώ | 01.01.2011 |
Σλοβενία | 530 ευρώ | 01/03/2011 |
Πορτογαλία | 485 ευρώ | 01/01/2011 |
Σλοβακία | 317 ευρώ | 01/01/2011 |
Εσθονία | 278,02 ευρώ | 01/01/2008 |
(Στον πίνακα δεν περιλαμβάνονται, Γερμανία, Ιταλία και Φινλανδία για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία).
Πως διαμορφώνεται ο βασικός μισθός
Σύμφωνα πάντα με την Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται ο βασικός μισθός δεν είναι ενιαίος. Σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα, προβλέπονται αμοιβές χαμηλότερες από τις βασικές για νέους που εργάζονται με σύμβαση εμπειρίας και μαθητείας. Στη χώρα μας, την Πορτογαλία και την Ισπανία και την Αυστρία καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο. Στην Ελλάδα, επίσης, προβλέπονται διαφορετικές αμοιβές για τους υπαλλήλους και τους εργάτες της βιομηχανίας, ενώ συνυπολογίζονται τα οικογενειακά επιδόματα.
Στο Λουξεμβούργο οι κατώτερες αμοιβές ισχύουν μόνο για τους ανειδίκευτους εργάτες. Στην Κύπρο αφορούν ορισμένους κλάδους οι οποίοι δεν εκπροσωπούνται από συνδικάτα και εφαρμόζονται 6 μήνες μετά την πρόσληψη.
Στη Γαλλία ο κατώτερος μισθός υπολογίζεται με 35 ώρες εργασία την εβδομάδα και στη Ρουμανία με 170 ώρες το μήνα. Στην Ουγγαρία, ο βασικός μισθός διαφοροποιείται ανάλογα με την εξειδίκευση και το επίπεδο εκπαίδευσης. Στη Μάλτα, ανάλογα τον κλάδο της οικονομίας.
Ανισότητες και στην αγοραστική δύναμη
Οι μισθολογικές ανισότητες ακολουθούνται από ανισότητες στην αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, (για το 2010), το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη των 27 έχει το Λουξεμβούργο (271% του μέσου κοινοτικού) και το χαμηλότερο η Βουλγαρία (44%).
Αντίστοιχα στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπολογιζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) μειώθηκε το 2010 στην Ελλάδα κατά 4 μονάδες σε σχέση με το 2009, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη πτώση στην Ευρώπη των 27.
Με δεδομένα τη συρρίκνωση κατά 7,8% της βιομηχανικής παραγωγής και την προβλεπόμενη ύφεση στο 5,5% η Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζει την Ελλάδα για μειώσεις στον κατώτερο μισθό, εκτιμώντας ότι θα ενισχυθεί η απασχόληση και η ανταγωνιστικότητα.
«Ο κατώτερος μισθός είναι υψηλότερος από εκείνους άλλων χωρών μελών που η οικονομία τους βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να δούμε κατά πόσον αυτό αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», είχε δηλώσει τον περασμένο Οκτώβριο, στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο κ. Matthias Mors, εκπρόσωπος της «τρόικας» στην Ελλάδα.
Τα συνδικάτα στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι παρ’ ότι οι αμοιβές έχουν στην πραγματικότητα μειωθεί η ανεργία παραμένει υψηλή και έχει ξεπεράσει το 16%.
Ορισμένοι τομείς, της οικονομίας, όπως οι κατασκευές και ο τουρισμός, στους οποίους απασχολούνται ένας στους πέντε Έλληνες, εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά αδήλωτης εργασίας ενώ κυριαρχούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Σχεδόν οι μισές από τις 537.000 νέες συμβάσεις που υπεγράφησαν από τον Ιανουάριο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2011, ήταν μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας.
Την ίδια περίοδο, περισσότερες από 42.000 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης, μετατράπηκαν σε μερικής ή εκ περιτροπής έναντι 26.000 το 2010.
Τα συνδικάτα υποστηρίζουν επίσης ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε με τις οποίες συγκρίνεται και επικαλούνται τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία το ένα τέταρτο των ελληνικών οικογενειών αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας.