Την αντίθεση του στο νέο μηχανισμό υπολογισμού της υπέρβασης (clawback) εκφράζει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), απορρίπτοντάς τον επί της αρχής και κάνοντας λόγο για ένα «άδικο μέτρο που «ποινικοποιεί» την ανάπτυξη, πλήττει την επιχειρηματικότητα και δεν έχει κανένα δημοσιονομικό όφελος» ενώ οι εταιρίες μέλη του επιφυλάσσονται στην άσκηση κάθε νομίμου δικαιώματός τους.
Αναφέρει ότι «πρόκειται για ένα ακόμη νέο μέτρο που εμφανίζεται αιφνιδίως, επιπλέον του ενοποιημένου προσαυξημένου rebate και της επιβάρυνσης 25% για τα νέα φάρμακα, το οποίο εν μέσω της επιχειρηματικής χρονιάς έρχεται να εφαρμοστεί αναδρομικά και να ανακατανείμει την βαρύτητα μεταξύ των εταιρειών».
Σύμφωνα με όσα μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο ΣΦΕΕ προσθέτει, ότι «εάν πραγματικά το υπουργείο Υγείας επιθυμεί τη διαφάνεια και τη δικαιότερη κατανομή του clawback θα πρέπει:
α) να το υπολογίζει στις τιμές που πωλούν οι εταιρείες και εκφράζουν τα πραγματικά τους έσοδα (αποτελεί πάγιο αίτημα του ΣΦΕΕ να υπολογίζεται το clawback στην τιμή παραγωγού και όχι οι εταιρίες να επιβαρύνονται και με το κέρδος της υπόλοιπης αλυσίδας διανομής),
β) να ορίσει ανώτατο όριο στο clawback και να δεσμευθεί στη μείωση του clawback κατά 30% για το 2017, όπως προβλέπεται και στο μνημόνιο και
γ) να ενημερώνει σε τακτική βάση για όλα τα στοιχεία που συνιστούν την δαπάνη, καθώς και να γνωστοποιεί τα στοιχεία της δαπάνης από τα οποία προκύπτει ο υπολογισμός του clawback, όπως επανειλημμένα έχει ζητηθεί τόσο προφορικά όσο και γραπτά».
Τονίζει επίσης, ότι «η μέχρι τώρα πολιτική φαρμάκου που υλοποιείται και τα ενδεικτικά στοιχεία του α΄ πενταμήνου του 2017, δημιουργούν έντονη ανησυχία για την εξέλιξη της χρονιάς, καθώς διαφαίνεται ότι οι υποχρεώσεις των εταιρειών θα ξεπεράσουν το 1δισ. ευρώ (!), που σαν ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι δραματικές για τους Έλληνες ασθενείς, για τους εργαζόμενους στις φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά και για την ίδια τη βιωσιμότητα των εταιρειών μελών του ΣΦΕΕ».