«Το παιδί µου το φέρνει πολύ βαριά που είναι άνεργος. Εχει σπουδάσει Κοινωνιολογία και εδώ και µήνες προσπαθεί να βρει δουλειά αλλά µάταια. Εχει κλειστεί στον εαυτό του και δεν µιλάει σε κανέναν. Δεν θέλει να έχει προσωπική ζωή, σχεδόν δεν βγαίνει από το σπίτι. Τι να κάνει κιόλας χωρίς λεφτά; Φοβάµαι µήπως βάζει µε το µυαλό του άσχηµες σκέψεις». Το ιδιότυπο SOS εκπέµπεται από µητέρα που καλεί στην τηλεφωνική γραµµή του Ερευνητικού Πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (στον αριθµό 1034) για τον 26χρονο γιο της.
Όπως γράφει σήμερα το «Βήμα της Κυριακής», η απόγνωση έρχεται να προστεθεί στα οικονοµικά και κοινωνικά προβλήµατα, η αίσθηση του σηµερινού αδιεξόδου πνίγει την όποια ελπίδα για το µέλλον. Τα στοιχεία αποτυπώνουν µια πραγµατικότητα ζοφερή: έρευνα του ΕΠΙΨΥ ως προς τις κλήσεις στην τηλεφωνική γραµµή για την κατάθλιψη – στην οποία συγκρίνεται το πρώτο εξάµηνο του 2010 µε αυτό του 2011 – διαπιστώνει εντυπωσιακή έξαρση αρνητικών συµπτωµάτων. Οι Ελληνες που τηλεφωνούν για βοήθεια διακατέχονται από «πεσµένη διάθεση – λύπη» (79,6%), καθώς και από έλλειψη ενδιαφέροντος για τις καθηµερινές δραστηριότητές τους (45,3%), στερούνται δύναµης και ενέργειας (41,2%), δυσκολεύονται να χαλαρώσουν (40,4%), ακόµη και να κοιµηθούν οµαλά (29,6%). Τα ποσοστά χτυπούν κόκκινο στις κλίµακες κατάθλιψης υποδηλώνοντας σοβαρές διαταραχές, οι οποίες ενίοτε αποκτούν σάρκα και οστά µέσα από ψυχοσωµατικά συµπτώµατα – αυξηµένα κατά 52,1% σε σχέση µε πέρυσι!
Οι τηλεφωνικές κλήσεις στο ΕΠΙΨΥ δεν µαγνητοφωνούνται. Οι συνοµιλίες είναι απόρρητες και εµπιστευτικές. Οι ανθρώπινες ιστορίες που βγαίνουν στην επιφάνεια είναι αποτέλεσµα της εκ των υστέρων καταγραφής που γίνεται από τους κλινικούς ψυχολόγους – συνοµιλητές των αιτούντων βοήθεια και τους ψυχιάτρους που εποπτεύουν την όλη διαδικασία στο πλαίσιο αξιολόγησης της γραµµής. Είναι όµως ικανές να σκιαγραφήσουν µέσα από προσωπικές πτυχές τη γενικευµένη αγωνία για το αύριο.
«Τα στοιχεία της γραµµής βοήθειας για την κατάθλιψη εµφανίζουν την ψυχολογική επιβάρυνση από την οικονοµική κρίση να πλήττει κυρίως την κατ’ εξοχήν παραγωγική ηλικιακή οµάδα (36-50 ετών), άτοµα δηλαδή που κατά κανόνα έχουν να αντιµετωπίσουν πολλαπλές υποχρεώσεις, οικογενειακές και άλλες» τονίζει η κυρία Μαρίνα ΟικονόµουΛαλιώτη , επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής, η οποία και έχει την επιστηµονική ευθύνη της γραµµής του ΕΠΙΨΥ. «Ωστόσο, και τα άτοµα νεότερης ηλικίας (21-35 ετών) συχνά αναφέρουν έντονο άγχος για την έλλειψη επαγγελµατικών προοπτικών αλλά και τους όρους που προδιαγράφουν το εργασιακό µέλλον τους». Σε πολλές περιπτώσεις η οικονοµική επισφάλεια φαίνεται να σχετίζεται µε την εκδήλωση ή την επιδείνωση καταστάσεων συνδεόµενων µε υψηλά επίπεδα άγχους, όπως κρίσεις πανικού, προβλήµατα ύπνου και φοβίες. Αρκετές είναι παράλληλα οι περιπτώσεις στις οποίες η ανεργία αναφέρεται ως παράγοντας που επιδεινώνει και διαιωνίζει µια καταθλιπτική συµπτωµατολογία δηµιουργώντας έναν φαύλο κύκλο καθώς τα συµπτώµατα της κατάθλιψης εµποδίζουν µε τη σειρά τους το άτοµο να αναζητήσει µε επιτυχία µια νέα θέση εργασίας και να ανταποκριθεί σε εργασιακές υποχρεώσεις. Ο αντίκτυπος δε της οικονοµικής δυσπραγίας στην αυτοκτονικότητα είναι σηµαντικός, ιδίως στον ανδρικό πληθυσµό.
Οι κλήσεις εξυπηρετούν πολλές φορές το «επείγον» του πράγµατος, αµβλύνουν προσωρινά τον πόνο, αποτρέπουν αυτοκτονίες, παραπέµπουν σε, ασφαλώς δηµόσιες, ψυχιατρικές υπηρεσίες. Τι γίνεται όµως όταν και αυτές οι δοµές δοκιµάζονται από την κρίση; Οταν συρρικνώνονται σταδιακά αδυνατώντας να παράσχουν βοήθεια τη στιγµή που πρέπει; «Ο χρόνος αναµονής µπορεί να φθάσει ως και τα δύο χρόνια» σηµειώνει η κυρία Ειρήνη Μπαρδάνη, παιδοψυχίατρος, διευθύντρια του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου Παλλήνης, που λειτουργεί ως εξωνοσοκοµειακή µονάδα του Σισµανόγλειου Γενικού Νοσοκοµείου Αττικής. Η κυρία Μπαρδάνη µιλάει για την έλλειψη προσωπικού σε αντιδιαστολή µε την υπερπληθώρα περιστατικών. Η ίδια είναι εξάλλου στέλεχος κατά το… ήµισυ του Κέντρου, αφού ∆ευτέρα και Παρασκευή είναι υποχρεωµένη να το εγκαταλείπει για να επισκεφθεί ξενώνες.
«Είναι αρκετές οι περιπτώσεις στις οποίες βλέπουµε περιστατικά, και µάλιστα σοβαρά, που ζήτησαν αρχικώς ραντεβού το 2009. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν άλλη επιλογή, δεν µπορούν να αντεπεξέλθουν στις οικονοµικές απαιτήσεις της ιδιωτικής βοήθειας, δεν έχουν βρει άκρη ούτε µε άλλες δηµόσιες υπηρεσίες. Μας πιέζουν, θυµώνουν, δεν έχουµε και εµείς τρόπο να ικανοποιήσουµε τα αιτήµατά τους…».