Οι μέρες πλησιάζουν και ως εκ τούτου όλο και πιο συχνά θα ακούμε για τα περήφανα καριοφίλια και τα κουμπούρια που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό.
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι η λέξη «καριοφίλι» είναι εξελληνισμός της ιταλικής φίρμας κατασκευής όπλων «Carlo e figli» που στα ελληνικά δεν είναι τίποτα άλλο από την φράση «Καρόλου και υιών».
Πρόκειται μικρό λεπτόκανο, εμπροσθογεμές τυφέκιο που έχει τον υποκόπανο σε σχήμα πυραμίδας και συνήθως έχει διάφορα χυτά από ορείχαλκο στολίσματα και ποικίλματα. Ενετικής προέλευσης και κατασκευής, χρησιμοποιήθηκε στην Ανατολή ιδίως από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνα μέχρι και τα μέσα του ΙΘ’. Το προτιμούσαν από τα πλατύκανα αρκεβούζια (arquebuses), διότι γεμίζονταν εύκολα με τα λεγόμενα «χαρτούτσα» και «φουσέκια» δηλαδή ελαφρά φυσίγγια, τα οποία συνήθως ήταν κομμάτι χαρτί με το οποίο είχαν τυλίξει την πυρίτιδα και το βόλι.
Ειδικά, σε χέρια καλών σκοπευτών ήταν πολύτιμο. Ο υποκόπανός του χρησιμοποιούνταν με αποτελεσματικότητα ως ρόπαλο σε έσχατη ανάγκη.
Αντίστοιχα τα πιστόλια ή κουμπούρια πήραν την ονομασία τους σύμφωνα με τον κ. Μπαμπινιώτη από το γεγονός ότι τα κουβαλούσαν σε κουμπωτό περιστήθιο. Προέρχεται η ονομασία σύμφωνα με τον καθηγητή από την λέξη «κουμπί» που την πήραν οι Τούρκοι και οι δικοί μας από αυτούς.
Το πως τα προμηθεύονταν τώρα.
Την περίοδο πριν την Επανάσταση ανθούσε το λαθρεμπόριο όπλων και πυρίτιδας μέσω Επτανήσων, καθώς έμποροι από την Βρετανία και την Γαλλία πωλούσαν όπλα στον Αλή Πασά που ετοίμαζε εξέγερση κατά του Σουλτάνου.
Πέρα από αυτή την πηγή βέβαια σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες οι Έλληνες φαίνεται να απέκτησαν πολλά από αυτά ως λάφυρα, ειδικά μετά την άλωση της Τρίπολης, καθώς όπως μαρτυρούν πολλοί από τους πρωταγωνιστές στα απομνημονεύματά τους, στα πρώτα στάδια η έλλειψη όπλων ήταν τεράστια με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες να πολεμήσουν αρχικά ακόμα και με αγροτικά εργαλεία.
Θεωρητικά το καριοφίλι είχε βεληνεκές περίπου 150 μ., αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 30-40 μ. Το βεληνεκές του εξαρτάτο από διάφορους παράγοντες, όπως το μήκος της κάννης του, η ξηρότητα ή η υγρασία της πυρίτιδας και βέβαια ο άνεμος.
Σε κάθε περίπτωση ήταν ιδανικό για το είδος του πολέμου που επέλεξαν ειδικά στα πρώτα στάδια της Επανάστασης οι Έλληνες, που δεν ήταν άλλο από τον ανταρτοπόλεμο.
Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ.
Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότηση τους επιτυγχανόταν με χρήση πυριτόλιθου (πυρόλιθου), μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα».
Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (λύκου) στον άκμονα του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.
Το καριοφίλι στα δημοτικά τραγούδια και την ποίηση
Γεγονός είναι πάντως πως τα τυφέκια αυτού του είδους αγαπήθηκαν τόσο πολύ από τους Έλληνες που τους αφιέρωσαν και τραγούδια και ποιήματα όπως το «O Δήμος και το καριοφίλι του».
Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο,
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο·
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.