«Δεν είχα ένα μέρος να μείνω. Ζούσα στους δρόμους. Κοιμόμουν στα παγκάκια. Έτρωγα ότι μου προσέφεραν οι περαστικοί» αναφέρει στο newsbeast.gr η 75χρονη Αγγελική Γεωργιοπούλου.
«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια μένω στον ξενώνα του δήμου και σιτίζομαι καθημερινά εδώ. Δεν έχω ούτε σπίτι. Ούτε οικογένεια. Είμαι ολομόναχη σ’ αυτή τη ζωή» λέει. Για να συνεχίσει: «Παίρνω μία σύνταξη περίπου 300 ευρώ επειδή ο πατέρας μου ήταν θύμα πολέμου. Εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο της Πάτρας και για πολλά χρόνια έμενα με το θείο μου στο σπίτι που νοίκιαζε. Μέχρι που πέθανε και έμεινα στο δρόμο».
Την ίδια κατάληξη αλλά με διαφορετική ιστορία είχε και ο 77χρονος Αλέκος Αργυρός. «Είχα πολλά μαγαζιά με ιταλικά ρούχα εισαγωγής. Κάποια στιγμή, τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν τόσο καλά. Έχασα ότι είχα και δεν είχα. Τώρα ζω με τη γυναίκα μου σε μία μικρή γκαρσονιέρα με ενοίκιο 230 ευρώ. Αναρωτιέστε πώς ζω; Με μία σύνταξη από τον ΟΓΑ 370 ευρώ. Ευτυχώς που δεν πληρώνω και φάρμακα» τονίζει.
Ποιοι είναι οι πεινασμένοι της Αθήνας
Περίπου 4.000 άνθρωποι Έλληνες και αλλοδαποί μετά τις 12 το μεσημέρι και μετά τις 5 το απόγευμα περνούν την πόρτα του Κέντρου Αστέγων για να σιτιστούν. Να φάνε ένα ζεστό πιάτο φαί. Τα ρούχα των περισσότερων είναι σκισμένα από το χρόνο.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν χρήματα για να ζήσουν μία καλύτερη ζωή. Όμως, όπως λένε οι άνθρωποι του κέντρου, είναι αξιοπρεπείς όταν έρχονται και ζητούν βοήθεια σε αυτούς.
Μάλιστα, από τη στιγμή που η οικονομία της χώρας χειροτέρευσε, έχει παρουσιαστεί αύξηση της τάξης του 25% στις αιτήσεις, στο συσσίτιο και σε άλλες παροχές του κέντρου.
Γι’ αυτό ας ελπίσουμε ότι δε θα ισχύσει κανενός είδους συγχώνευση στο πλαίσιο των γενικότερων αλλαγών πολύ δε περισσότερο τώρα που οι πεινασμένοι στη χώρα μας αυξάνονται δραματικά.