Μια καλοστημένη κομπίνα με τζίρους εκατομμυρίων ευρώ και… θύμα τη δημόσια υγεία βρίσκεται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης. Ως πρωταγωνιστές φέρονται οι εκπρόσωποι δυο μικρής εμβέλειας ελληνικών εταιρειών οι οποίοι εμφανίζονται να προμήθευαν υπερκοστολογημένο ιατρικό υλικό σε δυο δημόσια νοσοκομεία και θα κληθούν να δώσουν εξηγήσεις ενώπιον του ανακριτή κατηγορούμενοι για κακουργηματική «απάτη κατ’ εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος μεγαλύτερο από 150.000 ευρώ».
Η εισαγγελική έρευνα επικεντρώθηκε στις χρήσεις 2005 έως 2009 οπότε και οι επίμαχες ελληνικές εταιρείες εμφανίζονται να πραγματοποίησαν αγορές εμπορευμάτων, όπως βηματοδότες, με εικονικά τιμολόγια, από συνδεδεμένες αλλοδαπές εταιρίες με έδρα την Κύπρο. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, οι εταιρείες αυτές φέρεται ότι είχαν δημιουργηθεί για να παίξουν το ρόλο του μεσάζοντα με αποκλειστικό στόχο την αδικαιολόγητη αύξηση του κόστους αγορών από δυο μεγάλα κρατικά νοσοκομεία. Το γεγονός αυτό , σύμφωνα με την έρευνα της δικαιοσύνης , θα είχε αποφευχθεί αν οι αγορές των εμπορευμάτων είχαν γίνει από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις.
Τριγωνικές συναλλαγές
Η δικαστική έρευνα ανέδειξε πως στην πλειονότητα τους οι υπερκοστολογημένες συναλλαγές ήταν τριγωνικές. Συγκεκριμένα, η ελληνική εταιρεία ενώ θα μπορούσε να αγοράσει κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση επέλεγε για… ευνόητους λόγους, να περνά η συναλλαγή μέσω της Κυπριακής, με την τιμή των ιατρικών υλικών να ανεβαίνει στο ύψη και τα δημόσια νοσοκομεία να καλούνται να πληρώσουν το… μάρμαρο.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι η ελληνική εταιρεία πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα, κατά το έτος 2005, συνολικής αξίας περίπου 2,9 εκ. ευρώ, β) κατά το έτος 2006, συνολικής αξίας περίπου 3,2 εκ. ευρώ, γ) κατά το έτος 2007, συνολικής αξίας περίπου 4,4 εκ. ευρώ, δ) κατά το έτος 2008, συνολικής αξίας περίπου 5,9 εκ. ευρώ και ε) κατά το έτος 2009, συνολικής αξίας περίπου 3,5 εκ. ευρώ.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και η δεύτερη εταιρεία για τις χρήσεις 2005 έως 2009, με προμήθειες συνολικής αξίας περίπου 19 εκ. ευρώ και 34,5 εκ. ευρώ, αντίστοιχα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση συγκεκριμένων εμπορευμάτων τα οποία φέρονται να έφταναν κατευθείαν από τους κατασκευαστές στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εταιρίας, με δελτία αποστολής, και στη συνέχεια τιμολογούνταν από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία. Το τίμημα, σύμφωνα με την κατηγορία, οριζόταν αδικαιολόγητα σε ποσό ανώτερο από εκείνο που θα οριζόταν, αν οι αγορές πραγματοποιούνταν από άλλο πρόσωπο με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά το χρόνο της κάθε αγοράς και συγκεκριμένα: Το μικτό κέρδος της κυπριακής εταιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από το μικτό κέρδος της ελληνικής εταιρίας, γεγονός που δύσκολα συναντάται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι η ελληνική εταιρία πλήρωσε, κατά μεν τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2006 έως 31.12.2006 μεγαλύτερο τίμημα ύψους τουλάχιστον 1,7 εκ. ευρώ, κατά δε τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2007 έως 31.12.2007 ύψους 3,8 εκ. ευρώ, για την αγορά εμπορευμάτων από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.
Ο ρόλος των υπευθύνων των εταιρειών
Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των ελληνικών εταιρειών φέρονται, σύμφωνα με την κατηγορία, «να παραπλανούσαν τις διοικήσεις και τους αρμόδιους για τη διενέργεια προμηθειών υπαλλήλους δημοσίων νοσοκομείων ότι τα ιατρικά είδη που συμφωνούσαν να προμηθευθούν από την ελληνική εταιρία είχαν αγοραστεί από την συνδεδεμένη εταιρία, στις τιμές μάλιστα οι οποίες αναγράφονταν στα σχετικά τιμολόγια και ότι κατά συνέπεια η τιμή πώλησής τους προς αυτά (νοσοκομεία) έπρεπε να ενσωματώνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό κέρδους, υπολογιζόμενο όμως επί της υποτιθέμενης τιμής αγοράς τους από την κυπριακή εταιρία, η οποία αναγραφόταν επ’ αυτών. Σύμφωνα με την κατηγορία, όμως, οι εταιρίες δεν είχαν αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από την συνδεδεμένη εταιρία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια.
Έτσι, αποτέλεσμα ήταν «να συναφθούν συμβάσεις πώλησης μεταξύ των ελληνικών εταιριών και δημοσίων νοσοκομείων, με τίμημα κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο που θα επιτυγχανόταν αν ήταν γνωστή η πραγματική τιμή αγοράς των ιατρικών ειδών απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία, καθόσον η διαπραγμάτευση της τιμής πώλησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα είχε ως βάση αυτήν την τιμή και όχι εκείνη που αναγραφόταν στα εικονικά τιμολόγια. Με τον τρόπο αυτό προκλήθηκε ζημία στην περιουσία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, δηλαδή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ».