«Χάρη στις άοκνες προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας, των κυβερνήσεων και των φορέων της, ο Καζαντζάκης δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ», καταλήγει ο Κώστας Αρκουδέας στο βιβλίο του «Το χαμένο Νόμπελ-μια αληθινή ιστορία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Στις 567 σελίδες, εμπλουτισμένες με παραπομπές, παραθέματα και εξαντλητική βιβλιογραφία, ο μυθιστοριογράφος κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, εξιστορώντας τεκμηριωμένα τον επί έντεκα χρόνια αγώνα του μεγάλου συγγραφέα να αποσπάσει το κορυφαίο βραβείο. Και – από την άλλη πλευρά – τον καταχθόνιο συνασπισμό των αντίζηλων συγγραφέων του κατεστημένου της περιόδου 1946-1957, να τον διαβάλουν στη σουηδική επιτροπή με την κατηγορία του άθεου, του κομμουνιστή, του διαφθορέα της νεολαίας.
Ο συγγραφέας ξεκινάει το βιβλίο σκιαγραφώντας τον ιδρυτή των βραβείων, τον Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896) ο οποίος, ως πειραματικός χημικός, εφηύρε την δυναμίτιδα και έχοντας τύψεις -αυτός ο λάτρης της λογοτεχνίας, αλλά μέτριος ποιητής και ο ίδιος- κληροδότησε την περιουσία του στη σουηδική Ακαδημία θεσπίζοντας ετήσια βραβεία για τις επιστήμες, τη λογοτεχνία και την ειρήνη.
Ακολουθούν συναρπαστικές λεπτομέρειες με τα ονόματα ξεχωριστών δημιουργών του κόσμου, που όμως υποσκελίστηκαν από… κορυφαίες μετριότητες, προκειμένου η επιτροπή να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Το παρασκήνιο από τη μελέτη των πρακτικών, που είχαν κρατηθεί απόρρητα και δόθηκαν στην δημοσιότητα το 2014, δείχνει ότι τα μέλη της σουηδικής Ακαδημίας δείχνουν εξοργιστική μονομέρεια.
Αυτός που πρωτοστάτησε για να μην τιμηθεί ο τιμώμενος από τους κριτικούς λογοτεχνίας και από το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό, Καζαντζάκης, ήταν – όπως είναι γνωστό- ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, ο άνθρωπος που δεν είχε πρόβλημα να αρθρογραφήσει και υπέρ του αντιφασιστικού αγώνα κατά του Μουσολίνι αλλά και υπέρ του γερμανόφιλου κατοχικού Πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου.
Στο βιβλίο παρατίθενται πολλά αποσπάσματα για την πολεμική του Μελά στην εφημερίδα Εστία: «Ο προφητάναξ του ΕΑΜ συναγωνιστής Καζαντζάκης, αφού δεν επέτυχεν ως Ρώσος συγγραφέας Νικολάι Καζάν, έγινε τώρα… Σουηδός».
Και όμως, παρά τον λίβελο, ο Καζαντζάκης, που έβλεπε να μεταφράζονται στα σουηδικά τα έργα του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Ο τελευταίος πειρασμός», όταν η σύντροφός του Ελένη, βρήκε μια γκραβούρα του Κολοκοτρώνη της ζήτησε να την στείλει στον Σπύρο Μελά! Στην απορία της «Μα, Νίκο μου, αυτός σε βρίζει κάθε μέρα από τις εφημερίδες», της απάντησε: «Ναι, αλλά εκείνος έγραψε τον “Γέρο του Μοριά” και όχι εγώ».
Και τι έκανε ο Μελάς; Ταξίδεψε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας και της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων μέχρι την Στοκχόλμη διαβάλλοντας τον Έλληνα υποψήφιο όχι μόνο στην επιτροπή απονομής αλλά και στον Σουηδό βασιλέα ο οποίος απονέμει τα βραβεία, προειδοποιώντας τους ότι τυχόν βράβευση του κομμουνιστή θα ξεσήκωνε θύελλα στην Ελλάδα.
Όπως γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ακόμη και η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη είχε γράψει επιστολή στον βασιλιά της Σουηδίας, συμβουλεύοντάς τον να μην δοθεί το Νόμπελ « σε ριζοσπαστικούς Έλληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα είναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».
Ο Κώστας Αρκουδέας φωτίζει και την πολεμική της επίσημης Εκκλησίας κατά του Καζαντζάκη με την κατηγορία του άθεου, ενώ μια απροκάλυπτη ανάγνωση των έργων του από κάποιο μη εμπαθή ιερωμένο θα έπειθε ότι ο Καζαντζάκης, που στο ξεκίνημα του μαζί με τον Σικελιανό ήθελαν να ιδρύσουν μια δια-θρησκεία, περισσότερο υπέφερε αναζητώντας τον Θεό παρά τον αρνιόταν. Στις 17 Φεβρουαρίου 1954 η Ιερά Σύνοδος έστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο κατηγορώντας τον ως ιερόσυλο και ζήτησε να απαγορευτούν τα παραπάνω βιβλία του αναθεματίζοντας τον.
«Το ανάθεμα είναι πάντα εδώ. Η κατάρα που έριξαν οι παπάδες στον Καζαντζάκη, όλο αυτό το συμπυκνωμένο μίσος που οδήγησαν η άγνοια και ο φανατισμός, παραμένει εν ισχύ» σημειώνει ο συγγραφέας στην κατακλείδα του πονήματος του απευθυνόμενος στην ιεραρχία της ελληνικής Εκκλησίας: «Αν υπάρχει ένα αίτημα που ξεπηδά μέσα από τις σελίδες αυτoύ του βιβλίου είναι τούτο: «Σβήστε, διαγράψτε αυτό το ηλίθιο ανάθεμα».
Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον Καζαντζάκη, καζαντζακικά. Δηλαδή χωρίς θεοποίηση. Επισημαίνει τις μεταλλάξεις του από υπερπατριώτη, φιλοκομμουνιστή, αντικομμουνιστή και απολίτικο στα γεράματά του, εξηγώντας πως υπήρξε κόκκινο πανί για τους ανθρώπους που τα πάντα στη ζωή τους ήταν άσπρο-μαύρο.
Στη πορεία της εξιστόρησης αναφέρονται και αθέατες πτυχές από τη συμπεριφορά των αντίζηλων ομότεχνων, όπως η μαρτυρία του Ίνγκερ Ρέντιν, φιλόλογου και μετραφραστή του Ελύτη στα σουηδικά, ο οποίος έφθασε στην Αθήνα το 1979 απεσταλμένος της Ακαδημίας για να βολιδοσκοπήσει τον Γιάννη Ρίτσο και τον Οδυσσέα Ελύτη αν δέχονται να μοιραστούν το βραβείο ως συμβολική συμφιλίωση. Και οι δύο αρνήθηκαν, οπότε οι Ακαδημαϊκοί πλειοψήφησαν υπέρ του δεύτερου.
Πρόκειται για μια ερευνητική αφήγηση που σηκώνει το πέπλο του μύθου, ο οποίος περιβάλει το χώρο των ανθρώπων της λογοτεχνίας, ρίχνοντας φως σε ανταγωνισμούς, αντιζηλίες, εμπάθειες, ευτέλειες, φθόνους και μίση εκεί που νομίζουμε πως όλα είναι καθαγιασμένα…