Το Πρόγραμμα Μουσουλμανικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης θα προχωρήσει και θα ενταχθεί ως επιλογή στο μηχανογραφικό για τους υποψήφιους στα ΑΕΙ, δήλωσε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας Γιάννης Παντής, ο οποίος αναφέρθηκε και στο ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, στη διάρκεια της ομιλίας του στην ημερίδα με θέμα «Μάθημα θρησκευτικών και δημόσιος χώρος», που οργάνωσε ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός» στο αμφιθέατρο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού.
Τις θέσεις τους για τη μορφή διδασκαλίας των Θρησκευτικών παρουσίασαν στην ημερίδα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, θεολόγοι, σχολικοί σύμβουλοι και ο περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας Παναγιώτης Ανανιάδης.
«Είμαστε σε στενή συνεργασία με το Τμήμα Θεολογίας και με τον κοσμήτορα και με τους προέδρους των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής, για να προχωρήσουμε στο Πρόγραμμα Μουσουλμανικών Σπουδών, και μπορώ να σας πω ότι φέτος θα είναι στο μηχανογραφικό που θα καταθέσει το υπουργείο σε ένα χρονικό διάστημα από τώρα. Θα είναι μέσα στις επιλογές. Είναι κάτι το οποίο το οφείλουμε και θα προχωρήσουμε δυναμικά προς αυτό», είπε ο κ. Παντής και πρόσθεσε: «Εγώ προσωπικά, ως αντιπρύτανης (σ.σ. Ο κ. Παντής έχει διατελέσει αντιπρύτανης του ΑΠΘ), αλλά και το υπουργείο Παιδείας, είμαστε απόλυτα σύμφωνοι στην εφαρμογή της απόφασης της Συγκλήτου του ΑΠΘ. Το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου είναι αυτό που μας οδηγεί, ακόμα και αν είχαμε αντιρρήσεις πολιτικές, να υπακούσουμε στο εκπαιδευτικό και ακαδημαϊκό έργο που η Σύγκλητος ζητάει».
Ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, ο κ. Παντής τόνισε ότι είναι σε εξέλιξη ο σχετικός διάλογος με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και σημείωσε: «Το υπουργείο Παιδείας άκουσε όλο αυτό το διάστημα τις απόψεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Θεολογικών Τμημάτων και των Θεολογικών Συνδέσμων, όπως και όλων των εμπλεκόμενων φορέων, συζήτησε μαζί τους και βρίσκεται στη διαδικασία της τελικής αξιολόγησης των προτάσεων τους προκειμένου να προχωρήσει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στη διαμόρφωση νέας πραγματικότητας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Η Επιτροπή ήδη λειτουργεί, ήδη έχουμε τα πρώτα αποτελέσματα, ήδη το υπεύθυνο Ινστιτούτο δουλεύει σε συνεργασία με ομάδα θεολόγων και από την Εκκλησία της Ελλάδας με έναν τρόπο πάρα πολύ δημιουργικό και σύντομα θα έχουμε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα».
Όπως είπε, «η νέα πραγματικότητα για το μάθημα των Θρησκευτικών θα έχει στο κέντρο της ορθόδοξη παράδοση, αλλά και ταυτόχρονα θα ανοίγεται στο σύνολο του Χριστιανισμού, όπως και των άλλων μεγάλων θρησκευμάτων του κόσμου. Τελικός στόχος είναι να έχουμε ένα δυναμικό και σύγχρονο μάθημα παιδείας που θα επιτρέπει την πραγματική γνωριμία με τις διαφορετικές παραδόσεις του θρησκευτικού φαινομένου και θα οδηγεί τους μαθητές στην κατανόηση της αξίας της ετερότητας. Ένα μάθημα που δεν θα προσκρούει στην ελευθερία της συνείδησης, αλλά θα ευαισθητοποιεί τους συμμετέχοντες απέναντι στις απάνθρωπες προκλήσεις της εποχής, όπως είναι ο φονταμενταλισμός και ο ρατσισμός. Ένα μάθημα που θα πρέπει να εμπνέει κοινές δράσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία της ύπαρξης, την προστασία του περιβάλλοντος, το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την άρση των κοινωνικών αδικιών. Ένα μάθημα, δηλαδή, που θα ενισχύει την κοινωνική συνοχή».
Ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας επισήμανε ότι «η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών είναι επικίνδυνη κατασκευή» και τάχθηκε υπέρ της αγαστής επικοινωνία θρησκειών και πολιτισμών.
Η τοποθέτηση του Ευ. Βενιζέλου
Στην ομιλία του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος περιέγραψε το πώς πρέπει να είναι το μάθημα των Θρησκευτικών: «Ένα ανοιχτό μάθημα, σύγχρονο μάθημα, ελκυστικό μάθημα, μάθημα που θα τραβάει την προσοχή του μαθητή, μάθημα που αναπτύσσει την προσωπικότητα του και την κριτική του σκέψη, μάθημα με έντονα θρησκειολογικά στοιχεία, αλλά που δεν μπορεί να μην είναι και έντονα χριστιανικό και ορθόδοξο, γιατί διαφορετικά θα ψεύδεται και δεν μπορεί να ψεύδεται. Είναι προτιμότερο να λέει την αλήθεια παρά να ψεύδεται. Βέβαια δεν μπορεί να είναι κατηχητικό μάθημα, ούτε μπορεί να ορίζεται ως ομολογιακό με την εκκλησιαστική έννοια του όρου».
Όσον αφορά στο δικαίωμα εξαίρεσης απ’ αυτό, είπε ότι είναι χαλαρό και πρέπει να παραμείνει χαλαρό, «γιατί θα ήτανε μάταιο να γίνει οτιδήποτε άλλο».
Σχετικά με τη συζήτηση που γίνεται για τη νομολογία γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών και τις ερμηνείες του Συντάγματος, ο κ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι η μελέτη της νομολογίας δεν μας οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα όταν η νομολογία αυτή περιορίζεται μόνο στο τι έχουν πει τα ελληνικά δικαστήρια και πρόσθεσε: «Δεν μπορούμε να κάνουμε καμία ερμηνεία του Συντάγματος η οποία είναι αδιάφορη για το τι συμβαίνει και στο επίπεδο και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο επίπεδο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε το σχήμα της σύμφωνης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της σύμφωνης με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή με τις αξίες και τις αρχές της Ε.Ε., ερμηνεία του Συντάγματος. Όσες φορές ο εθνικός δικαστής δεν ερμήνευσε το Σύνταγμα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο οδηγήθηκε σε λάθη και ταπεινώθηκε νομολογιακά, γιατί εξέθεσε τη χώρα σε παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή του Κοινοτικού Δικαίου που καταλογίστηκαν δικαστικά. Άρα ναι μεν η Παιδεία και η καλλιέργεια της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης είναι αποστολή του κράτους, αλλά δικαίωμα των γονέων και κηδεμόνων είναι να καθορίζουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων παρερμηνεύεται ευθέως το γράμμα και το πνεύμα της νομολογία του Στρασβούργου κατά τρόπο κραυγαλέο».
Ο κ. Βενιζέλος έκλεισε την ομιλία του με το παρακάτω ανέκδοτο: «Σταματάει μια ένοπλη περίπολος κάποιον στη Βόρεια Ιρλανδία και του λέει: Ψηλά τα χέρια, τι είσαι; Καθολικός ή προτεστάντης; Και λέει αυτός μέσα στην αγωνία του: Παιδιά, προσοχή είμαι αγνωστικιστής. Και του λένε αυτοί: Εντάξει αγνωστικιστής, αλλά τι αγνωστικιστής, καθολικός ή προτεστάντης;»
«Ένα μάθημα που δεν απευθύνεται στο σύνολο των μαθητών δεν έχει λόγο ύπαρξης σε ένα δημόσιο σχολείο», υπογράμμισε στην ομιλία του ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου και ξεκαθάρισε πως η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με το έργο της Εκκλησίας, λέγοντας: «Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και στο χώρο της Παιδείας είχαν μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα τη συνειρμική σύνδεση του μαθήματος των Θρησκευτικών με τις απαλλαγές. Οι σκοποί και οι μέθοδοι της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέονται με το έργο της Εκκλησίας και της όποιας προσφοράς της προς τους νέους. Σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι καλής θέλησης αναγνωρίζουν ότι το σχολικό θρησκευτικό μάθημα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κατήχηση των χριστιανών νέων που πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της Ενορίας. Από την άλλη, όμως, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι η ασφάλεια, η σταθερότητα και η πρόοδος ενός κράτους εξαρτώνται από την παιδεία του, από το μορφωτικό επίπεδο του λαού του και όχι από τον αριθμό των επιστημόνων, που διαθέτει, ή των ειδικών»
Παράλληλα, επισήμανε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μάθημα των Θρησκευτικών απαλλαγμένο από τα κατηχητικά χαρακτηριστικά του μπορεί να προβάλλει μέσα σε μια εποχή απόλυτου ευτελισμού και απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου τις διαχρονικές αξίες της αγάπης, του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης. Σε μια εποχή αποπροσανατολισμού και πνευματικής αποχαύνωσης, το καθήκον των θεολόγων για πιο συνειδητή μαρτυρία της εμπειρίας τους από τη σχέση τους με τον Θεό προβάλλει περισσότερο επιτακτικό από ποτέ. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα προσπαθήσουν να επιβάλλουν την αλήθεια τους, δεν θα κηρύξουν μια ρομαντική επιστροφή σε ένα δήθεν ιδανικό παρελθόν ούτε θα εξυπηρετήσουν ξεπερασμένες αξίες. Αλλά θα γίνουν μια φωνή ελπίδας που θα αντιπαραθέσει στα σημερινά αδιέξοδα το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς που θα αναζητήσει μια έντιμη διέξοδο ανάμεσα από τις παγίδες της απόλυτης ατομοκρατίας, από τη μια μεριά, και του ιμπεριαλισμού και του ολοκληρωτισμού, στον οποίο οδηγεί ο φονταμενταλισμός, από την άλλη. Γιατί αυτό που πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει ανάγκη ο κόσμος σήμερα είναι να ακουστεί μια νηφάλια και επιστημονικά τεκμηριωμένη θεολογική φωνή που θα αντιπαραθέσει στις κραυγές και τον παραλογισμό που εκτοξεύονται καθημερινά από τα τηλεοπτικά παράθυρα, τα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης».
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, την ερχόμενη εβδομάδα θα υπάρξει συνάντηση με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας για να καταθέσει τις θέσεις της σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών, είπε ο σύμβουλος του υπουργείου Παιδείας και προϊστάμενος του Γραφείου Έρευνας, Σχεδιασμού και Εφαρμογών Α’ του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Σταύρος Γιαγκάζογλου.
Αναφερόμενος στις αντιδράσεις από την πλευρά της Εκκλησίας για το πρόγραμμα σπουδών στα σχολεία, παρατήρησε πως σήμερα τάσσονται υπέρ των βιβλίων του 2006 που τότε είχαν καταδικάσει και αναρωτήθηκε: «Πού είναι η συνοδικότητα;»
Τα θρησκευτικά στα σχολεία είναι θέμα δημοκρατίας, θεολογίας και παιδαγωγικής, τόνισε ο κ. Γιαγκάζογλου, ο οποίος τάχθηκε υπέρ του διαλόγου και σημείωσε πως από κάποιες πλευρές παρατηρείται μια «παράξενη σμίξη Ορθοδοξίας και εθνικισμού».
Έκκληση ο διάλογος για τα Θρησκευτικά να γίνει χωρίς φωνασκίες και κατηγορίες περί «προδοτών» της Εκκλησίας, απηύθυναν αρκετοί ομιλητές, τονίζοντας πως όταν η Εκκλησία προσπαθεί να παρέμβει με διοικητικά μέτρα «δίνει χαμένες μάχες», ενώ σημείωσαν πως τα πράγματα σήμερα στη χώρα δεν είναι όπως πριν από είκοσι χρόνια, ιδίως μετά τις μεγάλες προσφυγικές ροές των τελευταίων χρόνων. Έκαναν, επίσης, λόγο για κρούσματα «φοβερής επιπολαιότητας» στον δημόσιο λόγο.