Το παρασκήνιο της ίδρυσης των ειδικών τμημάτων της αστυνομίας που «σφράγισαν» με τη δράση τους τα χρόνια της μεταπολίτευσης αποκαλύπτει ο άνθρωπος που δημιούργησε τα ΜΑΤ, ο απόστρατος υπαρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων, Ηλίας Ψυχογιός.
Η συνέντευξη δόθηκε πριν από εφτά χρόνια, στο πλαίσιο αφιερώματος του «Ιού» της Ελευθεροτυπίας, για τη συμπλήρωση 30 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Στο σώμα από το 1945, με ενεργό συμμετοχή στην προδικτατορική καταστολή διαδηλώσεων αλλά και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Ηλίας Ψυχογιός ήταν αυτός που ανέλαβε μεταδικτατορικά να οργανώσει τις καινούριες μονάδες. Τριάντα χρόνια μετά, αφηγήθηκε για πρώτη φορά τη δική του εκδοχή αυτής της ιστορίας.
Όλα ξεκίνησαν το 1961. «Ήμουν τότε υπαστυνόμος», θυμάται ο κ. Ψυχογιός, «και μ’ έστειλε η υπηρεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να εκπαιδευτώ στο riot control.
Μέχρι τότε δεν είχαμε οργανωμένη υπηρεσία για ν’ αντιμετωπίζει τις συγκεντρώσεις. Έπιανε κάθε μέρα η υπηρεσία τον τάδε ή τον δείνα αστυφύλακα, και τον έστελνε να τα βγάλει πέρα. Ανεκπαίδευτος, ανοργάνωτος.
Αποφάσισαν λοιπόν τότε οι Αμερικανοί και μας είπαν να στείλουμε μερικούς αξιωματικούς της αστυνομίας. Δώσαμε εξετάσεις στην αγγλική γλώσσα κι έστειλαν εμένα, τον Γεώργιο Σαμπάνη -που αργότερα έγινε αρχηγός του σώματος- και τον Θεόδωρο Χαρλαύτη, που συνέχισε στα μηχανοκίνητα».
Η χρονική συγκυρία αυτής της αποστολής αποτελεί αντικείμενο προς διερεύνηση. Γεγονός είναι ότι λίγο νωρίτερα, την 1η Δεκεμβρίου 1960, το κέντρο της Αθήνας είχε μετατραπεί σε πεδίο άγριων συγκρούσεων ανάμεσα στην αστυνομία και χιλιάδες απεργούς οικοδόμους, με δεκάδες τραυματίες από κάθε πλευρά. Μικρότερης έκτασης συγκρούσεις είχαν σημειωθεί και την Πρωτομαγιά του 1960.
Τα γεγονότα εκείνα θεωρούνται σήμερα ως η ληξιαρχική πράξη γέννησης του μαζικού δημοκρατικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, που κορυφώθηκε με τους αγώνες του 1-1-4 και τις κινητοποιήσεις του 1965.
Στις ΗΠΑ, η ομάδα Ψυχογιού παρέμεινε 4 μήνες. «Πήγαμε σε διάφορες Πολιτείες, εκεί που παρήγαγαν τα δακρυγόνα, μας έδειξαν πώς είναι οργανωμένοι. Σε κάθε πόλη που πηγαίναμε, μας δείχνανε τι έχουν. Δεν μας έκαναν κάποια ειδική εκπαίδευση».
«Στο θέμα της αντιμετωπίσεως των διαδηλώσεων δεν ήταν και πολύ καλύτεροι από εμάς. Είχαν όμως ένα εργοστάσιο στο Σάλτσμπουργκ, που φτιάχνει τα δακρυγόνα. Πήγαμε εκεί πέρα, μιλήσαμε και μας τα πουλάγανε».
Ο εξοπλισμός των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας με δακρυγόνα φαίνεται πως υπήρξε το πιο απτό αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης. Σύμφωνα με τον κ. Ψυχογιό, η χρήση τους ήταν πρακτικά άγνωστη ως τότε. Τον ισχυρισμό του επιβεβαιώνει, εν μέρει τουλάχιστον, ο μετεμφυλιακός κανονισμός της Αστυνομίας Πόλεων «περί παρανόμων συγκεντρώσεων και τρόπου διαλύσεως αυτών» (1952), που αγνοεί εντελώς τα εν λόγω υλικά.
Σύμφωνα πάλι με το επίσημο λεύκωμα του σώματος, μόλις τον Δεκέμβριο του 1960 το «Τμήμα Χρησιμοποιήσεως Δακρυγόνων Αερίων» της Γενικής Ασφάλειας εντάχθηκε στη νεοσύστατη Μηχανοκίνητη Υποδιεύθυνση, που ήταν αρμόδια για την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων, «απάντων των υπαλλήλων ταύτης εις τα όπλα εκτοξεύσεως βολίδων και ρίψιν χειροβομβίδων δακρυγόνων αερίων» («Τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων», Αθήναι 1962, σ.132).
Στο πρώτο του εγχειρίδιο, που εκδόθηκε το 1966, ο Ηλίας Ψυχογιός δεν κρύβει το θαυμασμό του γι’ αυτά τα καινούρια όπλα: «Τα χημικά μέσα είναι το πλέον αποτελεσματικόν όπλον εις τας χείρας της Αστυνομίας προς διάλυσιν συναθροίσεων. Δια των δακρυγόνων, λύεται δια την Αστυνομίαν το σοβαρόν θέμα της αντιμετωπίσεως μεγάλου αριθμού ανθρώπων αποτελούντων συνάθροισιν. Η αριθμητική υπεροχή του πλήθους, δεν αποτελεί πλέον θέμα δια την Αστυνομίαν. Η Αστυνομία κατέστη ισχυροτέρα οιασδήποτε συναθροίσεως» («Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις. Αντιμετώπισις αυτών», Αθήναι 1966, σ.46).
Είναι προφανές ότι η ενδιάμεση εμπειρία των Ιουλιανών με τη μαζική χρήση χημικών αερίων από την αστυνομία είχε ενισχύσει την εμπιστοσύνη του στα νέα όπλα. Ο κ. Ψυχογιός ωστόσο θυμάται την εποχή εκείνη σαν την πιο δύσκολη φάση της καριέρας του: «Τα Ιουλιανά ήταν τα χειρότερα. Είχανε βάλει μπροστά τους οικοδόμους και μας πλακώσανε μια φορά εκεί στην πλατεία Βάθης στο ξύλο και στις πέτρες, σπάζανε τα πεζοδρόμια και τα πετάγανε. Ήτανε παλικάρια αυτοί. Τους είχανε παρασύρει, ήσανε εμπροσθοφυλακές. Με τι να τους αντιμετωπίσουμε εμείς;»
Πέρα από την αξιοποίηση των δακρυγόνων, η αμερικανική εκπαίδευση είχε μάλλον περιορισμένη συμβολή στην αναβάθμιση των εγχώριων κατασταλτικών μηχανισμών.
Η «τεθωρακισμένη ίλη εφόδου» που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1947, ως συνέχεια της περιβόητης κατοχικής μονάδας του Μπουραντά μετασχηματίσθηκε μεν το φθινόπωρο του 1960 σε «Μηχανοκίνητον Υποδιεύθυνσιν» (και την επόμενη χρονιά διαφημίστηκε -ως «Τμήμα Κρούσεως»- στα επίσημα «Αστυνομικά Χρονικά»), η δύναμή της όμως περιοριζόταν σε κάποιες απαρχαιωμένες «αύρες» βρετανικής προέλευσης. «Σε μερικά απ’ αυτά τα οχήματα, δεν έστριβαν καν τα τιμόνια για να φέρουμε βόλτα γύρω-γύρω την Ομόνοια», θυμάται ο κ. Ψυχογιός.
Με μια τέτοια «αύρα» θα επέμβει ο ίδιος τη νύχτα του Πολυτεχνείου (16.11.73) εναντίον των διαδηλωτών που πολιορκούσαν το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, στην οδό Μάρνη. Για την ενέργειά του αυτή, η υπηρεσία τον τίμησε με αναμνηστικό δίπλωμα.
Η τομή θα σημειωθεί λίγο μετά τη Μεταπολίτευση. «Όταν ήρθε ο Καραμανλής από το εξωτερικό, εμείς δεν είχαμε ειδικά σώματα για ν’ αντιμετωπίσουμε αυτές τις καταστάσεις. Φώναξε τότε τον υπουργό και του είπε ‘φτιάξτε τα’.
Καθίσαμε στο Υπουργείο μια ομάδα αξιωματικών και τα σχεδιάσαμε. Δεν υπήρχε πρότυπον, τίποτα. Το βασικό, τους έλεγα εγώ, είναι να φτιάξουμε μια δύναμη που θα απασχολείται αποκλειστικά(ή σχεδόν αποκλειστικά) με το θέμα αυτό. Να υπάρχουν 100 άνδρες και, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε κάποια συνάθροιση, να καλούμε αυτούς κι όχι άλλους.
Φτιάξαμε έτσι μια ωραία οργάνωση των ΜΑΤ. Πήραμε διάφορα όργανα: ασπίδες, δακρυγόνα κλπ. Πήραμε προσφορές για θωρακισμένα από διάφορα κράτη και τελικά επιλέξαμε να αγοράσουμε ‘αύρες’ από το Βέλγιο. Με έστειλε η υπηρεσία εκεί για να τα εξετάσω, μαζί με κάτι άλλους αξιωματικούς. Μας είπανε να πάρουμε τα καλύτερα. Οταν τα φέραμε, ο αρχηγός -που δεν ήξερε να τα δουλεύει- μου λέει ‘οργάνωσέ τα εσύ’».
Συγκροτήθηκαν έτσι τα ΜΑΤ (Μονάδες Αποκαταστάσεως Τάξεως). Η ιδέα της ονομασίας τους ανήκε στον μετέπειτα υπουργό Αναστάσιο Μπάλκο. Για τη συγκρότηση των μονάδων δεν χρειάστηκε να ψηφιστεί ειδικός νόμος. Αρκούσε μια απλή υπουργική απόφαση.
Η δύναμή τους ήταν 150 αστυνομικοί στην Αθήνα. Μια δεύτερη μονάδα ΜΑΤ φτιάχτηκε στη Θεσσαλονίκη ενώ αντίστοιχο σώμα οργανώθηκε κι από τη Χωροφυλακή. Για τις μετακινήσεις τους, αγοράστηκαν το 1976 ειδικά οχήματα από τη Γαλλία. Όσο για τις βελγικές αύρες, η άφιξη της πρώτης δεκάδας («εξ ικανού αριθμού παραγγελθέντων») προβλήθηκε πανηγυρικά από το επίσημο περιοδικό του σώματος («Η Αστυνομία εκσυγχρονίζεται. Σύγχρονα ειδικά οχήματα αντιμετωπίσεως παρανόμων συγκεντρώσεων», Αστυνομικά Χρονικά 11.1974, σ.1010-1013).
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ γινόταν από τον κ. Ψυχογιό. «Τους έκανα ομαδικές ασκήσεις, τίποτα δακρυγόνα, κάποιους σχηματισμούς, πώς μπορούν να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις». Ως διδακτέα ύλη χρησιμοποιούσε τα δικά του εγχειρίδια. «Όλες τις γνώσεις που έχω αποκτήσει για το ζήτημα, τις έχω αποτυπώσει στα βιβλία μου. Κάθε φορά που έκανα νέα έκδοση, έβλεπα πού πάσχει το σύστημα και το προσάρμοζα. Δεν είμαι ο θεωρητικός, όπως με είχαν ονομάσει τότε, ήμουνα της πράξης, αφού ήμουνα ο επικεφαλής σ’ αυτές τις επιχειρήσεις».
Ως αρχική ιδέα χρησιμοποίησε όσα είχε δει στην Αμερική, επέφερε όμως αλλαγές για να τα προσαρμόσει «στα ελληνικά δεδομένα». Ενίσχυσε για παράδειγμα το βάθος της αστυνομικής παράταξης που έρχεται αντιμέτωπη με τους διαδηλωτές: «Τους μάζεψα όλους μαζί, για να μην μπορούνε να μας διασπάσουν, μπροστά οι ψηλοί και οι πιο δυνατοί». Κάποιες από τις ιδέες του, όπως η «σφήνα» (για τον διεμβολισμό των συγκεντρώσεων και την «ριζικήν μεταβολήν της ψυχολογίας των εις το κέντρον της μάζης ευρισκομένων»), ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν στην πράξη.
Ο ίδιος επέβλεψε τη συγκρότηση και του δεύτερου ειδικού αστυνομικού σώματος, των «Μονάδων Ειδικών Αποστολών» (ΜΕΑ). Αφορμή στάθηκε η πολιορκία του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη στο σπίτι του, το 1978.
«Με καλεί τότε ο υπουργός, ο κ. Μπάλκος. Του λέω, ‘δεν έχω κανέναν ικανό να πάει να πιάσει τον Τσιρώνη. Ο Τσιρώνης είναι παλικάρι, δεν είναι ανθρωπάκι. Ποιος θα τον αντιμετωπίσει; Πρέπει να οργανώσουμε μια ειδική υπηρεσία’. Μου λέει, ‘κάνε το’. Βγάλαμε λοιπόν μια ανοιχτή πρόσκληση για εθελοντές, μάζεψα καμιά δεκαπενταριά άντρες καλούς, κάναμε και μια ψευτοεκπαίδευση (πώς να αναρριχηθούμε, κλπ) κι ήμασταν έτοιμοι».
Αργότερα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τα ΜΕΑ θα υποκαταστήσουν προσωρινά τα ΜΑΤ ως αιχμή του δόρατος της πολιτικής καταστολής. Ντυμένοι με πολιτικά, οι άνδρες τους μπορούσαν να διαλύουν ανεπιθύμητες συγκεντρώσεις (όπως του κινήματος για το στρατό), χωρίς να εκτίθεται δημόσια η πολιτική ηγεσία της «Αλλαγής».
Η εικόνα που δίνει για τη μεταπολιτευτική δράση των ΜΑΤ, τρεις δεκαετίες αργότερα, είναι αυτή μιας ως επί το πλείστον ειρηνικής διαμεσολάβησης: «Σχεδόν ποτέ δεν συγκρουσθήκαμε μετωπικά με τους διαδηλωτές. Μπορώ να πω ότι είχα αποκτήσει φιλία με τους επικεφαλής των συγκεντρώσεων. Μαζευόμασταν στην Ομόνοια και τους έλεγα: ‘Κάνετε ό,τι θέλετε, μόνο μη μας πειράξετε, γιατί αυτούς εδώ (έδειχνα τα ΜΑΤ) δεν μπορώ να τους συγκρατήσω’. Και συνήθως έβαιναν καλώς τα πράγματα».
Για την ακρίβεια αυτής της εξιδανικευτικής περιγραφής, αποκαλυπτικό είναι βέβαια απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του, το οποίο αποτυπώνει επακριβώς τα όρια άσκησης της ελευθερίας του συνέρχεσθαι εκείνα τα χρόνια. Ο ίδιος φροντίζει άλλωστε να επισημάνει δυο τουλάχιστον βίαιες αναμετρήσεις στις οποίες είχε καθοδηγητικό ρόλο.
Η πρώτη αφορά την απόπειρα του ΕΚΚΕ να πραγματοποιήσει την Πρωτομαγιά του 1977 πορεία από το πεδίο του Άρεως προς το σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα ΜΑΤ τους περίμεναν στο ύψος του αγάλματος της Αθηνάς. Οι διαδηλωτές δοκίμασαν να προχωρήσουν χρησιμοποιώντας σαν δόρατα τα κοντάρια των σημαιών τους, περικυκλώθηκαν όμως από υπέρτερες αστυνομικές δυνάμεις κι εξαναγκάστηκαν σε συντεταγμένη υποχώρηση.
Η δεύτερη σύγκρουση, ήταν το χτύπημα όσων αποπειράθηκαν να σπάσουν την κυβερνητική απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου το 1977:
«Μόλις περάσανε τα Χαυτεία, στέλνω μια μονάδα να τους σταματήσει. Την διέλυσαν αμέσως με τα κοντάρια. Λέω τότε να προχωρήσουν τα ΜΑΤ, αφού πρώτα φρόντισα -με τις μονάδες που είχα τριγύρω- να τους κλείσω την οπισθοχώρηση. Όταν με ειδοποιούν ότι ‘κλείσαμε’, δίνω εντολή να επιτεθούν τα ΜΑΤ. Έγινε μακελειό. Τότε ο Καραμανλής ρώτησε ‘ποιος είναι ο επικεφαλής, να τον συγχαρώ’. Του άρεσε πολύ ότι τους είχα κλείσει την οπισθοχώρηση. Ήταν μια πολύ ωραία επιχείρησις…»
Μια πλευρά του κατασταλτικού εκσυγχρονισμού στα χρόνια της Μεταπολίτευσης αποτυπώνεται στις διαδοχικές εκδόσεις του βιβλίου του Ηλία Ψυχογιού. Πρόκειται για την εικόνα του «εσωτερικού εχθρού» που αντιμετωπίζουν οι άντρες των ΜΑΤ.
Το πρώτο εγχειρίδιο κυκλοφόρησε το 1966, μετά τα Ιουλιανά. Η αναφορά στον «εχθρό» είναι εδώ μάλλον συμβατική -και εναρμονισμένη με τον επίσημο αντικομμουνισμό της εποχής:
«Η Αστυνομία έχει ως κυρίαν αποστολήν την πρόληψιν και καταστολήν των εγκλημάτων ως και την διασφάλισιν της ησυχίας, ειρήνης και τάξεως. Η ειρήνη όμως, η ησυχία και τάξις, συχνά διαταράσσονται υπό συναθροίσεων, διαδηλώσεων και άλλων οχλοκρατικών εκδηλώσεων. Γνωστή είναι εις πάντας η καταστροφική δύναμις του όχλου, ιδιαιτέρως όταν το κινούν ελατήριον είναι πολιτικόν ή οικονομικόν.
Κατά την αντιμετώπισιν των συναθροίσεων, δεν πρέπει να διαφεύγη της προσοχής των Αστυνομικών ότι αύται αποτελούν το σπουδαιότερον μέσον εις χείρας των κομμουνιστών προς επικράτησιν των ανατρεπτικών των σχεδίων εις βάρος της καθεστηκυίας τάξεως.»
Μετά το καλοκαίρι του 1974 και τη νομιμοποίηση των δυο ΚΚΕ, ο «εσωτερικός εχθρός» μετατοπίζεται πια στο πρόσωπο των «εξτρεμιστών» και των «αναρχικών στοιχείων» που αμφισβητούν τις μεταπολιτευτικές ισορροπίες:
«Αι δημόσιαι συναθροίσεις απετέλεσαν και θα αποτελούν πάντοτε αφορμάς εις τα εξτρεμιστικά και αναρχικά στοιχεία να μεταβάλλουν τας ειρηνικάς συναθροίσεις εις ταραχώδεις και ούτω να επιτυγχάνουν άλλους σκοπούς και όχι τους τιθεμένους υπό των οργανωτών αυτών» («Δημόσιαι συναθροίσεις και αντιμετώπισις αυτών υπό της Αστυνομίας», Αθήναι 1977). Η ίδια διατύπωση επαναλαμβάνεται αυτούσια και στην τελική μορφή του εγχειριδίου, το 1979.
Μια γλαφυρή περιγραφή της ανάδυσης ενός νέου εχθρού θα γίνει επίσης στο τελευταίο βιβλίο, κατά την περιγραφή της απαγορευμένης τέταρτης πορείας του Πολυτεχνείου(26.11.77): «Την 20.00 ώραν, μία ομάς, αποτελουμένη από 700-800 περίπου άτομα, κινούμενη από το Πολυτεχνείον επί της οδού Πατησίων, εβάδιζεν προς την οδόν Σταδίου. Τα μέλη της ομάδος εκραύγαζαν συνθήματα ως ‘φωτιά στην …’, ‘θάνατος στους …’ (όλα τα συνθήματα δηλαδή ήσαν φωτιά και θάνατος). Όλοι αυτοί ήσαν αναρχικοί».
Ακολούθησε η περικύκλωση των διαδηλωτών και το λιάνισμά τους από τα ΜΑΤ. «Οι αναρχικοί», πανηγυρίζει ο κ. Ψυχογιός, «έλαβαν ένα καλό μάθημα. Αντελήφθησαν εκείνην την βραδυά, ότι το Κράτος είναι πανίσχυρον και όποιος αντιτάσσεται προς τας επιταγάς του, υφίσταται σοβαράς συνεπείας».