Ο Σοφούν σήμερα είναι 25 χρονών. Κι η Χανάν μόλις 22. Γνωρίστηκαν μέσα στην τρέλα του πολέμου στην πατρίδα τους τη Συρία. Το σπίτι τους στη Λατάκια, στα βόρεια, στα σύνορα με την Τουρκία… Στην αρχαία Λαοδίκεια την εν Συρία που έχτισε ο Σέλευκος ο πρώτος βαφτίζοντας την με το όνομα της μάνας του και της κόρης του. Τόσο πολύ την αγάπησε την καινούργια πόλη του.
Κι ο Σοφούν με τη Χανάν την αγάπησαν την πόλη τους. Εκεί στην παραλία της που βλέπει τη Μεσόγειο γνωρίστηκαν. Εκεί θέλανε να ζήσουν τη ζωή τους. Μάταια… Άλλα ονειρευόταν κι άλλα συνέβησαν. Η Χανάν γέννησε αργά χθες το απόγευμα σε μια άλλη παραλία. Δεν είχε ποτέ της ακούσει για αυτήν. Στη παραλία της Σκάλας Συκαμνιάς γέννησε, δίπλα στη βάρκα που μόλις τη μετέφερε από την Τουρκία. Το όμορφο μικροκαμωμένο αγοράκι της, ένα παιδάκι τόσο δα πρόσφυγας το μοίρανε η ίδια η Παναγιά η Γοργόνα. Δεν ήταν δα και η πρώτη της φορά. Τόσα και τόσα προσφυγόπουλα μοίρανε εκεί στην ίδια ακτή πριν 92 χρόνια, με αυτόπτη μάρτυρα το Στρατή Μυριβήλη.
«Η γυναίκα μου σε προχωρημένη εγκυμοσύνη περπάτησε πολύ από τη Λατάκια μέχρι τα σύνορα με την Τουρκία. Κι ύστερα στην Τουρκία. Λέγαμε πως θα γεννήσει στην Ευρώπη. Στην ακτή απέναντι από το νησί άρχισε η διαδικασία της γέννας. Ο Τούρκος με το όπλο μας έσπρωχνε μέσα στη βάρκα. Του δείξαμε πως η γυναίκα μου γεννά. Μας έδειξε το όπλο του. Μας έσπρωξε μέσα στη βάρκα. Τι να κάναμε. Στριμωχτήκαμε. Έκλεισε τα πόδια της για να χωρέσει. Σε όλη τη διαδρομή βογκούσε και είχε τα πόδια κλειστά… Μόλις φτάσαμε τη σήκωσα και την άφησα στην ακτή. Δευτερόλεπτα μετά γέννησε. Έτσι απλά. Άνοιξε τα πόδια της και γέννησε…». Η μαρτυρία του Σοφούν συγκλονιστική.
Η Χανάν γέννησε με τη βοήθεια εθελοντών γιατρών που βρέθηκαν εκεί, στο σημείο της αποβίβασης… Αυτόπτης μάρτυρας ο άντρας της, ο τρίχρονος γιός της ο Μουσταφά, οι σύντροφοι της στο ταξίδι της προσφυγιάς.
Χθες, στη μαιευτική κλινική του Νοσοκομείου της Μυτιλήνης, κρατά το γιό της στην αγκαλιά της η Χανάν, ο άλλος της γιός ο μεγαλύτερος τρίβεται πάνω της… Χαμογελάνε αμήχανα χαρούμενοι.
Τους ρωτάμε πού θέλουν να πάνε. Δεν ξέρουν. Να φύγουν από τον πόλεμο θέλανε. Να πάνε κάπου να ζήσουν χωρίς βομβαρδισμούς θέλουν. Ένα αεροπλάνο της γραμμής περνά πάνω από το Νοσοκομείο. Ο μικρός Μουσταφά σφίγγεται, η μάνα κοιτά ανήσυχα το ταβάνι, ο πατέρας εμάς, ανήσυχος κι αυτός… Μόνο ο μικρούλης που θα συζητήσουν οι γονείς του πώς θα τον βαφτίσουν δεν ανησυχεί.
Αυτός γεννήθηκε πρόσφυγας. Και θα μεγαλώσει με τις ιστορίες για μια πατρίδα που δε γνώρισε ποτέ του. Και κάπου βαθειά στο κεφάλι του θα φωλιάζει η μυρωδιά της θάλασσας και από τα φύκια πάνω στα οποία σαν σε στρώμα τον ακούμπησαν. Κι η εικόνα μιας Παναγιάς Γοργόνας θα γυροφέρνει μέσα στο μυαλό του. Που τη συνάντησε μαζί με την πρώτη του ανάσα εκεί στη Σκάλα Συκαμνιάς όπου γεννήθηκε…