Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που ανέμενε η ελληνική κυβέρνηση από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ήταν η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE δηλαδή τις πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για την διευκόλυνση της ρευστότητας.
Ωστόσο αυτό το παράθυρο χάθηκε και τον «πάγο» έβαλε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, θεωρώντας ανεπαρκή την απόφαση του Eurogroup για το χρέος.
Οι εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να ολοκληρώσουν πλήρη ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι αν και η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, εξακολουθεί να μην επαρκεί για την ορθή αξιολόγηση τόσο της ποσοτικής επίδρασης των μέτρων αυτών όσο και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα εκδηλωθεί ο αντίκτυπός τους στη δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέος σύμφωνα με διάφορα σενάρια.
Κατά συνέπεια, όπως σημείωσε ο κ. Ντράγκι, μέχρι να προσδιοριστούν λεπτομερώς και με επάρκεια τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί προβληματισμοί αναφορικά με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της Ελλάδος.
Τι είναι το QE
Στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κρίση, η ΕΚΤ στράφηκε σε δραστικά μέτρα, όπως η ποσοτική χαλάρωση (QE), η οποία στοχεύει στην αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε μια οικονομία μέσω της μαζικής αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Ουσιαστικά, η Κεντρική Τράπεζα «κόβει χρήμα», αγοράζοντας μαζικά ομόλογα στην ονομαστική τους αξία, απελευθερώνοντας έτσι ρευστότητα από τράπεζες και επιχειρήσεις.
Φτηνό χρήμα για την Ελλάδα
Αν και στελέχη του οικονομικού επιτελείου έχουν δηλώσει ότι η Ελλάδα θα βγει στις αγορές ακόμη και χωρίς την ποσοτική χαλάρωση, πρέπει να σημειωθεί πως για να μπορέσει η Ελλάδα να βγει και πάλι στις αγορές με ευνοϊκούς όρους θα πρέπει να έχει ανοίξει την πόρτα του QE η ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα. Σε αυτή την περίπτωση, οι διεθνείς επενδυτές ενδεχομένως να δουν με ενδιαφέρον ένα νέο ελληνικό ομόλογο, καθώς θα αποτελεί ευκαιρία.
Ο άμεσος αντίκτυπος της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα θα είναι οι χαμηλότερες αποδόσεις τους, οπότε θα είναι καλύτεροι οι όροι δανεισμού.
Αν λοιπόν η Ελλάδα γινόταν δεκτή στο πρόγραμμα τότε θα έφτανε φτηνό χρήμα στις τράπεζες και στη συνέχεια στην ελληνική αγορά με τη μορφή δανείων.
Βέβαια, δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να κατέχει ποσοστό άνω του 33% του εμπορεύσιμου χρέους μιας χώρας, υπολογίζεται ότι το μέγιστο ποσό των ελληνικών ομολόγων που μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα δεν ξεπερνά τα 4-5 δισ. ευρώ.
Το πραγματικό όφελος όμως είναι σε επίπεδο ψυχολογίας, καθώς αναμένεται να συμβάλλει καθοριστικά στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών. Με την ένταξη στο QE, ανοίγει ο δρόμος για επιστροφή στις αγορές και για προσέλκυση ξένων funds που έχουν ως προϋπόθεση να επενδύουν σε κράτη «επιλέξιμα» από την ΕΚΤ.