Εγκαταλείπεται ως μη υλοποιήσιμο, αλλά και επιβλαβές το σχέδιο καθιέρωσης από τον Ιανουάριο του 2015 ενός νέου συστήματος μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος που ζητούσε η τρόικα με το επικαιροποιημένο Μνημόνιο του Ιουνίου ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ και το οποίο αποδείχθηκε στην πράξη ως στρεβλό.
Η πρόταση της τρόικας προέβλεπε πως οι εργοδότες ή τα ασφαλιστικά ταμεία θα παρακρατούσαν από τον μισθό ή τη σύνταξη το 1/12 των ετήσιων φόρων για τα συνολικά εισοδήματα.
Αρχικά θα λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του προηγουμένου έτους με κάποια προσαύξηση. Παίρνοντας τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους και τον φόρο που αναλογεί, η επιχείρηση η οποία απασχολεί μισθωτό, το Δημόσιο ή το ασφαλιστικό ταμείο θα ενημερώνονται από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων για το ύψος των ετήσιων φόρων που αναλογούν στο συνολικό εισόδημα. Το ποσό των φόρων θα διαιρούταν διά 12 ή 14 για όσους συνεχίζουν να λαμβάνουν δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας. Η επιχείρηση στη συνέχεια θα είχε την αποκλειστική ευθύνη να παρακρατά κάθε μήνα από την αμοιβή το 1/12 ή το 1/14 των ετήσιων φόρων και να το αποδίδει στο Δημόσιο.
Οι όποιες μεταβολές εισοδημάτων θα δηλώνονταν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων προκειμένου να ενημερώνονται αντίστοιχα οι επιχειρήσεις, τα ασφαλιστικά ταμεία ή η Ενιαία Αρχή Πληρωμών του Δημοσίου για να τροποποιήσουν την παρακράτηση.
Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων εξέτασε αναλυτικά την πρόταση της τρόικας. Αρχικά διαπίστωσε πως με τον τρόπο που γίνεται σήμερα η παρακράτηση φόρου για μισθωτούς και συνταξιούχους σχεδόν εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη αλλαγών. Ακόμη πιο σημαντικά ωστόσο είναι τα ευρήματα της ΓΓΔΕ για τους μη μισθωτούς. Σύμφωνα με αυτά η μηνιαία παρακράτηση φόρου θα οδηγούσε σε τεράστιες επιβαρύνσεις φορολογούμενους με εισοδήματα από ενοίκια, από ελευθέριο επάγγελμα ή και αγροτικά εισοδήματα. Έτσι, αποφασίσθηκε πως η υιοθέτηση των προτάσεων της τρόικας θα ήταν επιβλαβής και ως εκ τούτου οι σχετικοί σχεδιασμοί αποσύρθηκαν.