Για την Rachel, ο συναγερμός σήμανε όταν έφτασε τα 27 της χρόνια. Είχε μόλις επιστρέψει στην Αυστραλία μετά από 6 βδομάδες στην Ευρώπη-ένα ταξίδι για δουλειά που αρχικά ήταν σχεδιασμένο να διαρκέσει δύο χρόνια. Είχε μόλις παραιτηθεί-αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει.
Στα 18, είχε ξεκινήσει πανεπιστημιακές σπουδές, τις οποίες και παράτησε μετά από 1,5 χρόνο. Στη συνέχεια κατέληξε σε μια βαρετή και φριχτή διοικητικής φύσεως δουλειά, από την οποία και προσπάθησε να ξεφύγει στα 25, επιχειρώντας να ξεκινήσει καριέρα ως personal trainer. Ούτε κι εκεί όμως τα κατάφερε καθώς, όπως και σε καθετί άλλο που είχε προσπαθήσει, δεν αφοσιωνόταν όσο θα έπρεπε. Της έλειπε η επιμονή. Τα παράτησε πολύ εύκολα, πριν καν ξεκινήσει. Όταν έφτασε στο Λονδίνο για το επαγγελματικό της ταξίδι, συνειδητοποίησε πως δε μπορούσε να αφήσει πίσω τον σύντροφό της στην Αυστραλία. Έτσι γύρισε πίσω-και αποφάσισε για πρώτη φορά πως χρειαζόταν άμεσα ένα σχέδιο. Αποφάσισε πως ήταν πολύ σημαντικό να αποκτήσει το πτυχίο της πριν μεγαλώσει κι άλλο και επιφορτιστεί με τις ευθύνες της οικογένειας. Η Rachel θα ολοκληρώσει σε λίγο καιρό το πτυχίο της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και την περιμένει έτοιμη δουλειά αμέσως μετά. Δε μετανιώνει για το χρόνο που χρειάστηκε μέχρι να καταλήξει σε αυτό που της αρέσει πραγματικά, αλλά νιώθει ασφυκτικά πιεσμένη. Από τη μια πλευρά οι προσδοκίες της για οικογένεια, από την άλλη μια καριέρα αξιώσεων που θα της επιτρέψει να παίξει αυτό το ρόλο όπως τον επιθυμεί. Έτσι, ο χρόνος πιέζει…Κι αυτό διότι όπως παραδέχεται και η ίδια, δεν είχε κανένα σχέδιο για τη μετέπειτα ζωή της όταν ήταν 20 χρονών.
Η περίπτωση της Rachel δεν είναι καθόλου μεμονωμένη. Η κλινική ψυχολόγος Meg Jay, υποστηρίζει μιλώντας στο news.au πως συχνά «η ηλικία των 30 είναι τα 20 της εποχής μας». Κι αυτό γιατί σε μια εποχή που όλα μετατίθενται χρονικά (εργασία, σπουδές, γάμος-ακόμα κι ο θάνατος), συχνά οι 20άρηδες έχουν την αίσθηση πως διαθέτουν άπλετο χρόνο. Κι αντί να εκμεταλλευθούν την πιο κρίσιμη δεκαετία της ζωής τους σχετικά με την ωρίμανσή τους, αφήνουν απλώς το χρόνο να περνά.
Ο ειδικός σε θέματα καριέρας Russell Johnson πιστεύει πως οι άνθρωποι πρέπει να καταλήγουν σχετικά με το ποια καριέρα θα ακολουθήσουν, το πολύ στην ηλικία των 30 ετών, διαφορετικά ο κίνδυνος να παραγκωνιστούν εργασιακά είναι μεγάλος. Τα άτομα που ξεκινούν από νωρίς και παραμένουν περισσότερο δραστήρια, αποκτούν και περισσότερες ευκαιρίες στην εργασιακή τους πορεία. Σύμφωνα με τον Johnson, είναι προτιμότερο να ασχοληθεί κανείς με κάτι που τον ενδιαφέρει έστω και λίγο, παρά να περιμένει άπραγος τη δουλειά των ονείρων του. Κι αυτό γιατί, ακόμα κι αν δεν αποδειχθεί τελικά η ιδανική εργασία, θα έχει αποκτήσει εμπειρία και δεξιότητες, που θα μπορέσει αργότερα να αξιοποιήσει αλλού. Διαφορετικά, μια δουλειά που ξεκινά κοντά στην ηλικία των 30, μοιραία δυσχεραίνει τόσο τη βαθμολογική όσο και τη μισθολογική εξέλιξη του ατόμου.
Επιπλέον, η συνήθης εντύπωση δεν είναι θετική, καθώς οι περισσότεροι εργοδότες τείνουν να πιστεύουν πως κάποιος που είναι σε ώριμη ηλικία και δεν έχει ακόμα προαχθεί στην ιεραρχία, μάλλον δε θα διαθέτει τις ικανότητες για κάτι τέτοιο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Justine Davies, υπεύθυνη του οργανισμού οικονομικών μελετών Canstar, θεωρεί πως τα ταξίδια και η μελέτη σε νεαρή ηλικία δεν είναι καθόλου άχρηστα: διαμορφώνουν άτομα σφαιρικής αντίληψης, με ενδιαφέροντα, και μπορούν να αποτρέψουν την ψυχολογική κρίση μέσης ηλικίας. Από την άλλη πλευρά όμως. μπορούν και να επιβραδύνουν σημαντικά την οικονομική ανεξαρτησία του ατόμου μελλοντικά, ειδικά σε ό,τι αφορά την αγορά κατοικίας: κάποιος που δεν αγοράζει σπίτι μέχρι τα 30 του, καλείται να το αποπληρώνει τουλάχιστον μέχρι τα 60 του κι αυτό δεν αφήνει πολλά οικονομικά περιθώρια για άλλες δραστηριότητες. Επίσης η Davies θίγει και το ζήτημα των μακροχρόνιων σπουδών.
«Μπορεί κάποιος να σπουδάζει επί μακρόν ή χωρίς κάποια σαφή στόχευση. Αυτή η συνθήκη δημιουργεί συνήθως οικονομική στενότητα μια και περιορίζει την ικανότητα του ατόμου να εξελιχθεί επαγγελματικά και οικονομικά. Τα τυπικά προσόντα είναι εξαιρετικά σημαντικά, όμως θα πρέπει να στοχεύουν σε κάτι συγκεκριμένο. Κι ενώ στα 20 είναι όντως δύσκολο να γνωρίζει κανείς το τι θέλει να κάνει, το σημαντικό είναι να κάνει κάτι-ακόμα κι αν αυτό δε αποτελεί το ιδανικό του. Η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας καθώς και η συνεργασία με συναδέλφους, μπορούν από μόνες τους να βοηθήσουν πολύ στην εύρεση μιας καταλληλότερης απασχόλησης στο άμεσο μέλλον.»