Καταργείται από τα τέλη Ιουλίου 2013 η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, η οποία στον ένα χρόνο λειτουργίας της το μόνο που πέτυχε είναι να συσσωρεύσει εκατοντάδες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις και να «μπλοκάρει» βεβαιωμένα έσοδα ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
Πλέον από την 1η Αυγούστου οι φορολογικές διαφορές θα επιλύονται με συνοπτικό τρόπο, με την αρμοδιότητα να περνά στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών. Με την νέα διαδικασία εκτιμάται πως θα εισρεύσουν έως τον Φεβρουάριο του 2014 στα κρατικά ταμεία βεβαιωμένοι φόροι ύψους 1,25 δισ. ευρώ.
Το υπουργείο Οικονομικών με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίσθηκε στην Βουλή αναθεώρησε πλήρως της διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, μεταφέροντας από την 1η Αυγούστου 2013 τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Έτσι, από την 1η Αυγούστου ο φορολογούμενος που αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου, δασμού, προστίμου κτλ, που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Η αίτηση θα υποβάλλεται στην Εφορία , στο Τελωνείο ή στην φορολογική αρχή (ΣΔΟΕ) που εξέδωσε την πράξη και θα αναφέρει τους λόγους στους οποίους ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον φορολογούμενο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν. Η φορολογική αρχή θα αποστέλλει ακολούθως εντός 7 ημερών την ενδικοφανή προσφυγή του φορολογούμενου συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις της στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπόθεσης.
Το πλέον σημαντικό είναι ότι με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής θα βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική αρχή και θα καταβάλλεται ποσοστό 50% του αμφισβητούμενου ποσού του φόρου. Αυτό συνεπάγεται ότι με την ενεργοποίηση της νέας διαδικασίας και το αργότερο έως τον Φεβρουάριο 2014 θα εισπραχθούν 1,25 δισ. ευρώ από τα 2,5 δισ. ευρώ των εκκρεμών υποθέσεων που λιμνάζουν σήμερα στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (η καταβολή του 50% δεν ίσχυε στην περίπτωση προσφυγής στην επιτροπή, κάτι που εκμεταλλευόντουσαν οι επιτήδειοι).
Αναφερόμενος στο θέμα μιλώντας στο newsbeast.gr ο Δικηγόρος κ. Σπύρος Μήτσουρας ανέφερε τα εξής:
«Η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία αποτελούν δύο πολιτειακές αρμοδιότητες, οι οποίες αντί να αλληλοσυμπληρώνονται, τελούν σε μια διαρκή σχέση ανταγωνισμού. Είναι δύο ξεχωριστοί πυλώνες του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, απέχοντες κατά μία ευθεία, επί της οποίας η εκάστοτε κυβέρνηση των ετών, που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση, προσδιορίζει το στίγμα των επιλογών της.
Ανάλογα με την εγγύτητα του στίγματος αυτού πλησιέστερα στον ένα ή τον άλλο πυλώνα, προσδιορίζεται πολιτικά ως κρατικιστική ή φιλελεύθερη. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερη και ευχερέστερη απονέμεται στο διοικούμενο η πρόσβασή του στη δικαιοσύνη, τόσο πιο φιλελεύθερη και δημοκρατική παρίσταται η κυβέρνηση. Αντίστοιχα, όσο δυσχερέστερη και απρόσιτη μένει η δικαιοσύνη για το διοικούμενο και όσο περισσότερο εναποτίθεται η επίλυση των προβλημάτων του στην εκτελεστική εξουσία, τόσο λιγότερο φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτηρίζεται το καθεστώς.
Με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο μετά το άρ. 70Α του Ν.2238/1994 (Κ.Φ.Ε.) προστίθεται νέο άρθρο 70Β με το οποίο εισάγεται ως Διοικητική Επιτροπή επίλυσης των διαφορών των φορολογουμένων με το Δημόσιο η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων εσόδων.
Παράλληλα με τη σύσταση αυτής της Υπηρεσίας, καθίσταται υποχρεωτική η υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής εκ μέρους του φορολογουμένου, ο οποίος αμφισβητεί οιαδήποτε πράξη εκδοθείσα σε βάρος του από τη φορολογική αρχή. Ταυτόχρονα με την υποχρεωτική υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της υπηρεσίας, ως όρο του παραδεκτού, μάλιστα, της σχετικής προσφυγής ενώπιον της Δικαιοσύνης, καθίσταται άμεση και υποχρεωτική και η βεβαίωση ποσού 50% εκ του αμφισβητουμένου από το φορολογούμενο.
Και ναι μεν ο νομοθέτης, λειαίνει την κάμηλο, «επιβάλλοντας» τη σαφή, ειδική και πλήρη αιτιολογία της – όποιας – απόφασης της Υπηρεσίας επί της προσφυγής του φορολογουμένου, αλλά και προβλέποντας τη δυνατότητα αναστολής της βεβαίωσης του 50% σε περιπτώσεις πρόκλησης «ανεπανόρθωτης βλάβης» σε βάρος του φορολογουμένου.
Παρά ταύτα δε, παρορά – ηθελημένα άραγε; – το γεγονός ότι ακόμη και αυτά τα Διοικητικά και Φορολογικά Δικαστήρια είναι εξόχως φειδωλά στην κατάγνωση της αναστολής εκτέλεσης σειράς ολιγότερο επαχθών διοικητικών μέτρων. Είναι δυνατόν η πράξη να αποδείξει πιο γενναιόδωρες περί την αναστολή απλές διοικητικές επιτροπές. Εξόχως αμφίβολο….Τέλος, αξιομνημόνευτο είναι το τεκμήριο όχι απλώς απόρριψης της αίτησης από την Επιτροπή, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το φορολογούμενο. Αντί να ενισχύσουμε δηλ. την υποχρέωση της Διοίκησης να λαμβάνει μέριμνα για τη λήψη γνώσης των δυσμενών διοικητικών μέτρων από το διοικούμενο με βέβαιο και ασφαλή τρόπο, εναποθέτουμε ακόμη και αυτή την υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας στις καλένδες.
Εν κατακλείδει: με ένα ακόμη νομοσχέδιο η πρόσβαση του φορολογουμένου στη δικαιοσύνη καθίσταται σαφώς δυσχερέστερη. Για την αμφισβήτηση μιας φορολογικής πράξης, τέλους ή προστίμου, το οποίο δύναται, όχι απλώς να είναι εσφαλμένο, αλλά και καταφανώς παράνομο ή και σκόπιμο, ο φορολογούμενος θα πρέπει να προπληρώσει το 50% της πράξης. Οποία ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών με τέτοιο όπλο στους σημερινούς καιρούς».