Ομαλοποιούνται σταδιακά οι συνθήκες ρευστότητας στην αγορά καθώς επιταχύνεται η επανάκαμψη των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό καταγράφηκε τον Δεκέμβριο 2012 αύξηση κατά 204 εκατ. της καθαρής χρηματοδότησης – νέες δανειοδοτήσεις μείον αποπληρωμές- των επιχειρήσεων, εξαιρουμένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που τα δάνειά τους στην πλειονότητα τους αποτελούν ενδοομιλικές συναλλαγές.
Η ανάλυση κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας δείχνει ότι στη Γεωργία και τη Μεταποίηση είχαμε και αύξηση των υπολοίπων των δανείων, που σημαίνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαγραφές δανείων, η καθαρή χρηματοδότηση των κλάδων αυτών ήταν αυξητική.
Σημειώνεται ότι η καθαρή χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ήταν αρνητική όλους τους προηγούμενους μήνες, από -767 εκατ. τον Δεκ.’11 σε -328 εκατ. τον Οκτ.’12 και -236 εκατ. τον Νοέμ.’12, με εξαίρεση τον Ιουν.’12 (+727 εκατ.), όταν κορυφώθηκαν οι αρνητικές προσδοκίες για έξοδο της χώρας από το ευρώ.
Επιταχύνθηκε τότε καιροσκοπικά η συσσώρευση υποχρεώσεων σε ευρώ με στόχο την αποκόμιση οφέλους μέσω αποπληρωμής σε δραχμές, κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει σήμερα.
Αυτή η αντιστροφή της τάσης σηματοδοτεί ενδεχομένως την απαρχή μιας περιόδου βελτίωσης των συνθηκών δανεισμού στην οικονομία, μετά από μια παρατεταμένη χρηματοδοτική ανομβρία, τονίζει η ανάλυση, εστιάζοντας στο ότι:
• Πέραν, όμως, της τραπεζικής χρηματοδότησης, οι μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις φαίνεται ότι επιστρέφουν σταδιακά και στην αγορά επιχειρηματικών ομολόγων. Στις 30/1/13, ο ΟΤΕ άντλησε 700 εκατ. για 5 χρόνια, αφού η έκδοση υπερκαλύφθηκε και με τις προσφορές να ανέρχονται σε 1,9 δισ., με ετήσιο επιτόκιο (7,875% πληρωτέο ανά εξάμηνο) χαμηλότερο από το κόστος δανεισμού του δημοσίου.
• Ήδη, τον Δεκ.’12 οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν σε 161,3 δισ. από 155,8 δισ. το Νοέμ.’12 και 150,5 δισ. τον Ιούν.’12, καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό την απώλεια καταθέσεων ύψους 15 δισ. που σημειώθηκε κατά το 2μηνο Μαΐου-Ιουνίου 2012, εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που επεκράτησε τότε λόγω των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων και της προοπτικής άρδην αλλαγής στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Σημειώνεται ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα τον Δεκ.΄12 εξακολουθούν να υστερούν κατά σημαντικό ποσό 12,9 δισ έναντι του Δεκεμβρίου 2011 και κατά 76,3 δισ συγκριτικά με το υψηλότερο ιστορικό επίπεδό τους, των 237,6 δισ, που επετεύχθη τον Σεπτέμβριο του 2009.
Ένα μεγάλο μέρος αυτών των καταθέσεων θα επιστρέψουν στις ελληνικές τράπεζες το 2013 και το 2014, εκτιμά η Alpha Bank. Αυτό θα συμβεί διότι η απόδοσή τους στην Ελλάδα θα είναι πολύ υψηλότερη και η διαχείρισή τους από τους δικαιούχους τους πολύ ευκολότερη, ενώ μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την έναρξη της διαδικασίας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με πρωτογενή πλεονάσματα στο προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης και με δραστικά μειωμένο δημόσιο χρέος, η ασφάλεια των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες δεν θα υστερεί της αντίστοιχης ασφάλειας των καταθέσεων σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
• Mεγάλη πρόοδος έχει συντελεστεί στην προσπάθεια σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας και εξάλειψης των μεγάλων ανισορροπιών που την οδήγησαν σε κατάσταση χρεοκοπίας και βαθειάς ύφεσης σηματοδοτείται από την εντυπωσιακή πορεία βελτίωσης του εξωτερικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) της χώρας, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα και τον Νοέμβριο 2012 και σηματοδοτεί τη μετατροπή του σε πλεόνασμα από το 2013.
• Η διαδικασία της εισροής επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ελλάδα για συμμετοχή σε επιλεγμένες εγχώριες επιχειρήσεις έχει ήδη αρχίσει, αλλά αναμένεται να επιταχυνθεί μόλις διαφανούν οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, σημειώνεται ότι, η αναμενόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων μετά το 2014 θα συμβάλλει στην αύξηση και των εισαγωγών (π.χ. κεφαλαιουχικών αγαθών) από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία θα έχουν διαμορφωθεί το 2013.
Καταλήγοντας, η Alpha Bank σημειώνει ότι γενικά, στο βαθμό που ο ευρύτερος δημόσιος τομέας της χώρας (δηλαδή η γενική κυβέρνηση) θα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους άνω του 2,5%-4,5% του ΑΕΠ, που θα καλύπτουν πλήρως τις σημαντικά μειωμένες πληρωμές τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους έως το 2022, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ITΣ) θα καταγράφει στην περίοδο αυτή (2014-2022) σχεδόν αποκλειστικά το χρηματοδοτικό έλλειμμα ή πλεόνασμα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Έτσι, το ΙΤΣ μπορεί να είναι και πάλι ελλειμματικό, στις περιόδους κατά τις οποίες οι καθαρές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό θα είναι θετικές και σημαντικές, ή μπορεί να είναι πλεονασματικό στις περιόδους που η καθαρή εισροή κεφαλαίων θα είναι αρνητική. Σε κάθε περίπτωση το ΙΤΣ θα σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα και το έλλειμμα ή το πλεόνασμα δεν αναμένεται πλέον να υπερβεί το 2% του ΑΕΠ.