Στο μικροσκόπιο της εφορίας θα μπαίνουν όλες οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων που υπόκεινται σε έλεγχο Πόθεν Έσχες. Παράλληλα θα πρέπει να υποβάλλονται από τους ελεγχόμενους όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην περίπτωση που επικαλούνται τόκους καταθέσεων προηγούμενων ετών, ή πώληση εισηγμένων μετοχών.
Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων, από εγκύκλιο του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Ιωάννη Μπάκα στην οποία περιλαμβάνονται αναλυτικές οδηγίες για το πότε θα θεωρείται αδικαιολόγητη η προσαύξηση περιουσίας ενός φορολογούμενου κατά τον έλεγχο του Πόθεν Έσχες.
Όπως είναι γνωστό, κατά τον έλεγχο του Πόθεν Έσχες ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεσθεί ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών – το οποίο έχει φορολογηθεί ή απαλλαγεί από το φόρο – για δαπάνες του που υπερβαίνουν το δηλωθέν εισόδημά του και έχουν ως αποτέλεσμα την προσαύξηση της περουσίας του. Σε διαφορετική περίπτωση οι δαπάνες αυτές θεωρούνται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας η οποία φορολογείται με συντελεστή 33% όσο τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στην εγκύκλιο μεταξύ άλλων διευκρινίζεται ότι:
– για τον υπολογισμό του κεφαλαίου που σχηματίζεται κάθε έτος – προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των τεκμηρίων – λαμβάνονται υπόψη εισοδήματα που είχαν φορολογηθεί ή είχαν νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, εισπράχθηκαν αποδεδειγμένα και τα οποία προκύπτουν από τον συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων του ιδίου έτους. Εάν σε κάποιο έτος προκύψει αρνητικό υπόλοιπο (ζημιά) τούτο επηρεάζει αρνητικά τα θετικά στοιχεία των προηγούμενων ετών.
– η προσαύξηση της περιουσίας του φορολογούμενου μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), η οποία δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα που δηλώνει ο φορολογούμενος. Η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της.
– Για την δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων που στο παρελθόν δεν υπήρχε η υποχρέωση της αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (πχ. τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών), πρέπει να αποδεικνύονται με τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά.
– σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο φορολογούμενος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κλπ, πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί οι φόροι και τα τέλη που προβλέπονται από τη νομοθεσία (π.χ. τέλη χαρτοσήμου , φόρος γονικής παροχής , φόρος δωρεάς κ.λπ.).
– η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό, αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις, ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.