Το ελληνικό Χρηματιστήριο θα ανοίξει αύριο Τετάρτη ή την Πέμπτη, δηλώνει στο πρακτορείο Reuters ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κωνσταντίνος Μποτόπουλος, με περιορισμούς στις συναλλαγές των Ελλήνων επενδυτών.
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι περιορισμοί στις συναλλαγές των Ελλήνων επενδυτών θα υπάρχουν για μικρό χρονικό διάστημα. Οι περιορισμοί στις συναλλαγές των Ελλήνων επενδυτών τέθηκαν από την ΕΚΤ, λόγω των ανησυχιών για σημαντική εκροή σημαντικών κεφαλαίων από τις τραπεζικές καταθέσεις προς το Χρηματιστήριο.
Σε αυτή την ανησυχία οι φορείς της Κεφαλαιαγοράς απαντούν ότι πιθανή απελευθέρωση των διαθεσίμων των Ελλήνων για επενδύσεις στην ελληνική αγορά δεν θα έχει τόσο μεγάλες συνέπειες για τις τραπεζικές καταθέσεις.
Όπως, τονίζουν, η μέση αξία των συναλλαγών κυμαίνεται στα 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 30 εκατ. ευρώ αφορούν τους Έλληνες επενδυτές. Και αυτά με βάση την εικόνα της αγοράς, πριν κλείσει. Οι χρηματιστές εκτιμούν ότι οι εκροές καταθέσεων, μέσα σε έναν μήνα, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να ξεπεράσουν τα 300 εκατ. ευρώ.
Οι χρηματιστηριακές αρχές επιθυμούν την άμεση επαναλειτουργία της αγοράς, καθώς φοβούνται ότι θα πληγεί η διεθνής εικόνα του Χ.Α., εάν οι ελληνικές μετοχές υποβαθμιστούν ή διαγραφούν από τους διεθνείς δείκτες MSCI και FTSE. Σημειώνεται ότι ο διεθνής οίκος FTSE έδωσε προθεσμία δέκα ημερών για επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, για να διατηρήσει την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά στους διεθνείς δείκτες της.
Υπάρχει ο φόβος μήπως το Χ.Α. οδηγηθεί σε ουσιαστική απομόνωση, γεγονός που θα απομακρύνει τους ξένους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι τον Ιούνιο κατείχαν το 58,4% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου, ενώ πραγματοποιούν πάνω από το 60% της συνολικής ημερήσιας αξίας των συναλλαγών.
Τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης του ελληνικού Χρηματιστηρίου ήταν η Παρασκευή 26 Ιουνίου. Από εκείνη την ημέρα και μετά, “πάγωσαν” κεφάλαια ύψους 49 δισ. ευρώ, όση είναι η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών μετοχών με βάση το κλείσιμο της 26ης Ιουνίου και το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει σε ξένους επενδυτές.